Του Nick Morgan / Harvard Management Communication Letter
Οι περισσότεροι άνθρωποι την ονομάζουν «γλώσσα του σώματος». Πρόκειται για τις ενδείξεις που οδηγούν στην κατανόηση των επικοινωνιακών μηνυμάτων που λαμβάνουμε από τους άλλους μέσω των χειρονομιών, των εκφράσεων του προσώπου και της στάσης του σώματος. Ό,τι δηλαδή δεν εκφράζεται με λόγια. Οι ειδικοί ονομάζουν το σύνολο των μηνυμάτων αυτών «μη προφορική επικοινωνία», που ουσιαστικά σημαίνει το ίδιο: πρόκειται για ένα δευτερεύοντα τρόπο της ανθρώπινης επικοινωνίας, συμπληρωματικό στην ομιλία, ο οποίος όμως συχνά μας οδηγεί πιο αξιόπιστα ή ουσιαστικά στην κατανόηση όσων διαδραματίζονται στο περιβάλλον της εργασίας μας.
Η ακριβής γνώση της γλώσσας του σώματος είναι απαραίτητη για την επιτυχία στις διαπροσωπικές σχέσεις, είτε στον επαγγελματικό τομέα είτε στην προσωπική μας ζωή. Οι πρόσφατες έρευνες πάνω στους σύγχρονους τρόπους επικοινωνίας καταδεικνύουν ότι η ερμηνεία της γλώσσας του σώματος πραγματοποιείται κυρίως ενστικτωδώς, με αποτέλεσμα να οδηγούμαστε συχνά σε λάθος συμπεράσματα. Ακολούθως αναλύονται κάποιοι από τους μύθους που συνοδεύουν την ερμηνεία ενδείξεων της γλώσσας του σώματος, ενώ παρατίθεται επίσης και η πραγματικότητα που κρύβεται πίσω από αυτούς.
1. Ο ψεύτης δεν κοιτά τον άλλον στα μάτια
Υπάρχει μια έντονη πεποίθηση ότι οι άνθρωποι με πονηρό βλέμμα πιθανόν ψεύδονται. Όπως επισημαίνει ο Paul Ekman στο κλασικό έργο του «Λέγοντας ψέματα: Ενδείξεις απάτης στην αγορά, στην πολιτική και στο γάμο», «οι δημοφιλέστερες απαντήσεις στην ερώτηση πώς καταλαβαίνεις ότι κάποιος λέει ψέματα, ήταν τα αγωνιώδη και τα πονηρά βλέμματα. (Αλλά) οι ενδείξεις που ο καθένας γνωρίζει και που αφορούν συμπεριφορά που μπορεί εύκολα να παρεμποδιστεί, δεν θα είναι πολύ αξιόπιστες αν ο ψεύτης ρισκάρει πολλά και ταυτόχρονα δεν θέλει να γίνει αντιληπτός».
Ο Ekman διαφωνεί με την απόδοση μεγάλης σημασίας σε τέτοιου τύπου συμπεριφορά για δυο λόγους. Πρώτα απ όλα, παρόλο που αυτό το είδος της μη προφορικής επικοινωνίας εκφράζει πιο πειστικά την ύπαρξη κάποιου συναισθήματος, αυτό το συναίσθημα δεν σημαίνει απαραίτητα ότι ο συνομιλητής μας ψεύδεται. Η νευρικότητα μπορεί, για παράδειγμα, να εκδηλωθεί με το πονηρό βλέμμα. Αλλά υπάρχουν διάφοροι λόγοι που μπορούν να προκαλούν τη νευρικότητα. Για να κατανοήσουμε έναν τύπο συμπεριφοράς, θα πρέπει πρωτίστως να ερμηνεύσουμε το συναίσθημα.
Δεύτερον, ο Ekman έχει διαπιστώσει ότι οι παθολογικοί ψεύτες χρησιμοποιούν με μεγάλη επιτυχία την οπτική επαφή που μοιάζει πολύ ειλικρινής. Επομένως, δεν είναι ασφαλές να χαρακτηρίζουμε την οπτική επαφή ως σαφή ένδειξη ειλικρίνειας ή εμπιστοσύνης.
2. Η συχνή άμεση οπτική επαφή θεωρείται θετικό δείγμα σε νέες γνωριμίες
Αυτή η εδραιωμένη πεποίθηση αντιτίθεται στην άποψη ότι οι άνθρωποι με πονηρό βλέμμα είναι ψεύτες. Οι υποστηρικτές του δεύτερου αυτού μύθου έχουν την τάση να καρφώνουν κυριολεκτικά το βλέμμα τους στο συνομιλητή τους κατά τη διάρκεια της πρώτης τους επαφής. Πρόκειται για μια ατυχή συμπεριφορά, η οποία είναι πιθανόν να κάνει το συνομιλητή τους να νιώσει άβολα. Οι περισσότεροι από εμάς νιώθουμε άνετα όταν η οπτική επαφή διαρκεί λίγα δευτερόλεπτα. Όμως, όταν η οπτική επαφή διαρκεί περισσότερο, μπορεί να μας κάνει να νιώσουμε δυσάρεστα. Για το λόγο αυτό συνήθως υποθέτουμε ότι συμβαίνει κάτι άλλο (ίσως ερμηνεύουμε το έντονο βλέμμα ως μια προσπάθεια να ξεκινήσουμε ένα φλερτ). Πράγματι, σχετικές μελέτες αποδεικνύουν ότι η παρατεταμένη οπτική επαφή είναι ένα πρώτο βήμα στη διαδικασία του φλερτ.
3. Η τοποθέτηση των χεριών πίσω από την πλάτη χαρακτηρίζεται ως χειρονομία που εκφράζει δύναμη
Για χρόνια οι εκπαιδευτές ομιλητών δίδασκαν τους «μαθητές» τους να τοποθετούν τα χέρια πίσω από την πλάτη τους, λαμβάνοντας αυτό που συνήθιζαν να ονομάζουν «η στάση του Πρίγκιπα Καρόλου». Η παρότρυνση αυτή πήγαζε από την εσφαλμένη πεποίθηση ότι ο διάδοχος του βρετανικού θρόνου συνιστά ένα καλό πρότυπο δυναμικής γλώσσας του σώματος. Η εντύπωση αυτή βασίστηκε στο εξής σκεπτικό: Από τη στιγμή που είναι πρίγκιπας και λαμβάνει συχνά αυτή τη στάση, θα πρέπει αυτή να εκφράζει τη δύναμη, την οποία ούτως ή άλλως διαθέτει.
Στην πραγματικότητα, έρευνες έχουν δείξει ότι οι περισσότεροι άνθρωποι θεωρούν τη στάση αυτή αναξιόπιστη καθώς, αν δεν μπορούμε να δούμε τι κινήσεις κάνουν τα χέρια του συνομιλητή μας, τείνουμε να είμαστε καχύποπτοι. Έτσι αν στοχεύουμε στο να εμπνεύσουμε μεγαλύτερη εμπιστοσύνη στο συνομιλητή μας, θα πρέπει να αποφεύγουμε να κρύβουμε τα χέρια μας πίσω από την πλάτη μας.
4. Οι κινήσεις των δαχτύλων χαρακτηρίζουν τους διανοούμενους
Οι κινήσεις των δαχτύλων αποτελούσαν μια ακόμη τεχνική που διδασκόταν συχνά στους επίδοξους ομιλητές.
Αρκετές έρευνες των τελευταίων ετών έχουν συσχετίσει τις χειρονομίες των χεριών γύρω από το κάτω μέρος του προσώπου με τη διαδικασία της σκέψης. Κάποιες από αυτές τις κινήσεις είναι το να ακουμπάμε ή να στηρίζουμε το πιγούνι μας με τα δάχτυλα ή η τοποθέτηση δαχτύλων στο μάγουλο. Κατά συνέπεια και εφόσον η σκέψη είναι δείγμα πνευματικότητας, θα έπρεπε πιθανόν να επιδεικνύουμε αυτό το χαρακτηριστικό μέσω συχνών κινήσεων των δαχτύλων και των χεριών προς το πρόσωπό μας.
Οι ειδικοί διαχωρίζουν τις κινήσεις αυτές σε «εμβλήματα» (χειρονομίες με συγκεκριμένο νόημα σε ορισμένους πολιτισμούς) και σε χειρονομίες, που χωρίς να έχουν καθορισμένη ερμηνεία, στοχεύουν στο να τονίσουν το νόημα των λεγομένων μας.
Ένα παράδειγμα εμβλήματος είναι η χειρονομία με τα χέρια που σημαίνει «ΟΚ» στις ΗΠΑ. Η ίδια χειρονομία θεωρείται πρόστυχη σε ορισμένες μεσογειακές χώρες.
Ένα παράδειγμα μιας χειρονομίας είναι το κούνημα των χεριών, το οποίο όλοι συνηθίζουμε όταν ψάχνουμε για μια λέξη. Οι χειρονομίες με τα δάχτυλα βρίσκονται κάπου εκεί ανάμεσα στις δύο αυτές κατηγορίες. Πρόκειται για χειρονομίες χωρίς κάποια συγκεκριμένη σημασία, αλλά σαφώς δείχνουν περισσότερα από ό,τι ένα απλό κούνημα των χεριών. Το καλύτερο που μπορεί να ειπωθεί σχετικά είναι ότι οι κινήσεις αυτές ίσως εκφράζουν τη φιλοδοξία του συνομιλητή μας να φανεί διανοούμενος.
5. Οι άνθρωποι υψηλής κοινωνικής θέσης επιδεικνύουν την υπεροχή τους ως προς τους άλλους αγγίζοντάς τους
‘λλη μια ευρέως αποδεκτή πεποίθηση είναι ότι οι άνθρωποι που διαθέτουν κοινωνική δύναμη (συνήθως οι άντρες) δείχνουν την υπεροχή τους έναντι των άλλων αγγίζοντάς τους ποικιλοτρόπως. Στην πραγματικότητα, η έρευνα δείχνει ότι στις περισσότερες περιπτώσεις, οι άνθρωποι χαμηλότερης κοινωνικής θέσης είναι αυτοί που επιδιώκουν πρώτοι τη σωματική επαφή. Επίσης έχει διαπιστωθεί ότι οι γυναίκες ξεκινούν τέτοιου τύπου επαφές συχνότερα απ ό,τι οι άντρες.
Στο βιβλίο του «Το σωστό άγγιγμα: Κατανόηση και χρήση της γλώσσας της φυσικής επαφής», ο Stanley E. Jones αναφέρεται σε μια μελέτη που πραγματοποίησε σε μια ομάδα ασθενών (συγκεκριμένα αλκοολικών) μιας κλινικής αποτοξίνωσης. Λόγω της ιδιομορφίας της, η ομάδα αυτή αποτελούσε ιδανικό πεδίο για τη μελέτη των κοινωνικών θέσεων, των ρόλων των δύο φύλων και των σωματικών επαφών μεταξύ των μελών της ομάδας. Τα ευρήματα έδειξαν δυο ξεκάθαρες τάσεις. Πρώτον, σε γενικές γραμμές οι γυναίκες πραγματοποιούσαν ευκολότερα σωματικές επαφές (αγγίγματα) με τους άντρες απ ό,τι το αντίθετο. Δεύτερον, το άγγιγμα έτεινε να έχει ανιούσα, παρά κατιούσα φορά, όσον αφορούσε την «ιεραρχία» μέσα στην ομάδα. Τα ευρήματα αυτά σαφώς ανατρέπουν τη μέχρι τώρα ισχύουσα και βέβαια ακριβώς αντίθετη άποψη.
6. Οι άνθρωποι γελούν μόνο όταν είναι χαρούμενοι
Λάθος! Οι άνθρωποι γελούν για διάφορους λόγους, ένας μόνο εκ των οποίων είναι να δείξουν χαρά. Ο Ekman περιγράφει αρκετά είδη χαμόγελων, από το ειλικρινές χαμόγελο που εκφράζει πραγματική χαρά, μέχρι το χαμόγελο του φόβου, το χαμόγελο περιφρόνησης, το ψυχρό χαμόγελο, το χαμόγελο της δυστυχίας κ.ά. O Daniel McNeill, συγγραφέας του βιβλίου «Το πρόσωπο: Μια φυσική ιστορία», λέει: «Το χαμόγελο είναι έμφυτο και εμφανίζεται στα νήπια σχεδόν από τη γέννηση Τα πρώτα χαμόγελα εμφανίζονται δύο με δώδεκα ώρες μετά τη γέννηση και μοιάζουν κενά περιεχομένου. Τα νήπια απλώς χαμογελούν, βοηθώντας τους γονείς να συνδεθούν συναισθηματικά με αυτά. Εμείς ανταποκρινόμαστε, αλλά τα μωρά δεν έχουν συνείδηση του τι κάνουν. Η δεύτερη φάση του χαμόγελου ξεκινά ανάμεσα στην πέμπτη εβδομάδα και στον τέταρτο μήνα. Είναι το λεγόμενο «κοινωνικό χαμόγελο». Αυτό σημαίνει ότι το βρέφος χαμογελά, καρφώνοντας το βλέμμα του στο πρόσωπο ενός συγκεκριμένου ατόμου».
Οποιαδήποτε κι αν είναι η προέλευση ή ο στόχος τους, τα χαμόγελα έχουν δυνατή επίδραση στους ανθρώπους και κατ επέκτασιν στους συνομιλητές μας. Όπως τονίζει ο McNeill, «Παρ όλο που οι δικαστές δεν επηρεάζονται από το χαμόγελο ή την απουσία αυτού στο πρόσωπο των κατηγορουμένων, τείνουν να καταδικάζουν όσους χαμογελούν σε ελαφρότερες ποινές».
7. Οι φωνές υψώνονται όταν οι ομιλητές είναι θυμωμένοι
Και σε αυτή την περίπτωση η μη προφορική επικοινωνία σαφώς καταδεικνύει την ύπαρξη συναισθήματος, χωρίς όμως να συγκεκριμενοποιεί ποιο είναι αυτό. Το ύψωμα της φωνής σχετίζεται με μια ποικιλία συναισθημάτων. Σε αυτά περιλαμβάνονται ο θυμός, η νευρικότητα, ο φόβος, η ευχαρίστηση, η υστερία κ.ά. Πρέπει πάντοτε να προσέχουμε τόσο το συνομιλητή μας και τα λεγόμενά του όσο και τις χειρονομίες του, δηλαδή τη γλώσσα του σώματός του. Ειδικοί όπως ο Ekman προειδοποιούν ότι αν δεν έχουμε κατανοήσει πλήρως τα βασικά επικοινωνιακά μοτίβα του συνομιλητή μας, είναι μάλλον απίθανο να αποκρυπτογραφήσουμε με σαφήνεια τις λιγότερο συνηθισμένες σωματικές εκφράσεις του.
«Η σαφέστερη ένδειξη για τα συναισθήματα που εκφράζονται με τον προφορικό λόγο είναι η χροιά (ο τόνος) της φωνής μας», λέει ο Ekman και συνεχίζει: «Ενώ οι περισσότεροι από μας πιστεύουμε ότι η χροιά της φωνής αποκαλύπτει το συναίσθημα που κρύβεται από κάτω, οι επιστήμονες που μελετούν τη φωνή και τις ενδείξεις της δεν είναι ακόμη σίγουροι».
8. Δεν μπορούμε να εμπιστευτούμε έναν πωλητή που μιλά γρήγορα
Η πεποίθηση ότι η ταχύτητα στην ομιλία και η εξαπάτηση πηγαίνουν χέρι- χέρι είναι ευρέως διαδεδομένη και αντέχει στο χρόνο! Συνήθως η ταχύτητα της ομιλίας κυμαίνεται κατά μέσο όρο από 125 έως 225 λέξεις το λεπτό. Όσο ταχύτερα μιλά ο συνομιλητής μας, τόσο δυσκολότερο είναι να τον παρακολουθήσουμε. Παρ όλα αυτά, ο Ekman υποστηρίζει ότι θα πρέπει να αντιμετωπίζουμε με επιφύλαξη τους ομιλητές που μιλούν υπερβολικά αργά. Ο αργός λόγος, ειδικά όταν συνοδεύεται από παύσεις, είναι σαφέστερο δείγμα πρόθεσης για εξαπάτηση από ό,τι ο γρήγορος.
«Το σαφέστερο δείγμα πρόθεσης για εξαπάτηση είναι οι συχνές παύσεις», λέει ο Ekman, «ιδιαίτερα όταν οι παύσεις έχουν μεγάλη διάρκεια ή συχνότητα. Ο δισταγμός στο ξεκίνημα μιας πρότασης, ιδιαίτερα στο ξεκίνημα μιας απάντησης σε ερώτηση του συνομιλητή, ίσως κινήσει υποψίες. Το ίδιο και μικρότερες παύσεις κατά τη διάρκεια της ομιλίας, εάν συμβαίνουν συχνά. Λάθη στην ομιλία ίσως είναι επίσης μια ένδειξη απάτης. Σε αυτά τα λάθη περιλαμβάνονται η χρήση επιφωνημάτων (α, χα, αχά και ωχ), οι συχνές επαναλήψεις (π.χ. Εγώ, εγώ εννοώ εγώ πράγματι), και οι κομμένες λέξεις (π.χ. Πρα- πράγματι μου άρεσε).
«Εκείνες οι φωνητικές ενδείξεις της απάτης λάθη ομιλίας και παύσεις- μπορούν να συμβούν για δύο σχετικούς μεταξύ τους λόγους. Ο ψεύτης ίσως δεν είχε προετοιμάσει τι θα πει εγκαίρως. Αν δεν περίμενε να πει ψέματα, ή εάν ήταν προετοιμασμένος να πει ψέματα αλλά δεν περίμενε μια ιδιαίτερη ερώτηση, ίσως διστάσει ή κάνει λάθη ομιλίας. Αλλά αυτά μπορούν επίσης να συμβούν και όταν υπάρχει καλή προετοιμασία. Κατανόηση υψηλής ανίχνευσης ίσως προκαλέσει τον προετοιμασμένο ψεύτη να κομπιάσει ή να ξεχάσει τα λόγια του».
Η πλειονότητα των ερευνών σχετικά με την μη προφορική επικοινωνία έχει αποδείξει ότι οι άνθρωποι δεν είναι πολύ καλοί στο να κρύβουν τα συναισθήματά τους, τα οποία εξωτερικεύονται με πολλούς τρόπους. Ταυτόχρονα όμως, οι έρευνες δείχνουν ότι οι περισσότεροι από εμάς δεν είμαστε τόσο καλοί στο να αποκρυπτογραφούμε αυτά τα συναισθήματα όσο θα θέλαμε να πιστεύουμε. Οι νέοι άνθρωποι δυσκολεύονται περισσότερο από τους μεγαλύτερους σε ηλικία τόσο στο να εκφράσουν τα συναισθήματά τους όσο και στο να ερμηνεύσουν τα συναισθήματα των άλλων. Και παρά το γεγονός ότι όσο μεγαλώνουμε μαθαίνουμε περισσότερα, θα πρέπει να παραμένουμε επιφυλακτικοί. Εν τέλει, η γλώσσα του σώματος μεταδίδει σημαντικές αλλά αναξιόπιστες πληροφορίες σχετικά με τις προθέσεις του συνομιλητή μας. Όσο περισσότερες πληροφορίες αντλούμε από τις ενδείξεις που μας δίνει ο συνομιλητής μας, τόσο πιθανότερο είναι να τις αποκρυπτογραφήσουμε σωστά.