Θα ήθελα να μοιραστώ μαζί σας την ιστορία μου. Συνήθως, το πρώτο πράγμα που με ρωτούν είναι: «Πώς έχασες τα πόδια σου;» Θα μπορούσα να σας πω πολλές και διαφορετικές ιστορίες. Όμως η αλήθεια είναι ότι όταν ήμουν εννέα χρονών, με πάτησε ένα τρένο. Θυμάμαι τη μέρα εκείνη σαν να ήταν μόλις χθες. Eίχα παρακαλέσει τη μητέρα μου να με αφήσει να πάω με τον καλύτερό μου φίλο, τον Γκάρι, και τον πατέρα του για να μαζέψουμε κάρβουνο στο σιδηροδρομικό σταθμό για μία φιλανθρωπική εκδήλωση του σχολείου. Περάσαμε τις ράγες με τον Γκάρι για να γεμίσουμε μερικούς ακόμη σάκους. Καθώς επιστρέφαμε, δύο βαγόνια 20 τόνων μετακινήθηκαν και με παρέσυραν. O πατέρας του Γκάρι έγειρε επάνω μου ουρλιάζοντας και κλαίγοντας. Θυμάμαι τη διαδρομή με το ασθενοφόρο προς το νοσοκομείο. Οι γονείς μου περίμεναν στα επείγοντα. Θυμάμαι ότι κοίταξα τη μητέρα μου και της είπα: «Συγνώμη, μαμά, μη στενοχωριέσαι, θα γίνω καλά». Ξύπνησα στο θάλαμο της εντατικής έξι ημέρες αργότερα. Οι γονείς μου στέκονταν στην άκρη του κρεβατιού μου. Είχα ένα φοβερό πόνο στο πόδι μου. Ήταν η μητέρα μου που μου είπε ότι δεν είχα πια πόδια.
ENA KAINOYPΓIO ΞEKINHMA
Όσο ήμουν στο νοσοκομείο, δύο καλοί φίλοι των γονιών μου, ο Alan Guthrie και ο Dave Franklin, οι οποίοι ήταν προπονητές κολύμβησης, διάβασαν ότι το κολύμπι αποτελούσε εξαιρετική θεραπεία για τους ανάπηρους. Δεν πέρασε πολύς καιρός και ένα ηλιόλουστο απόγευμα βρέθηκα καθισμένος στο χείλος μιας πισίνας στη Νέα Ζηλανδία. Σκεφτόμουν: «Τέλεια, σιχαίνομαι το νερό, δεν ξέρω να κολυμπώ, δεν έχω πόδια, πώς θα τα καταφέρω;» Ξέρετε πώς μαθαίνουν ένα σκυλί να κολυμπάει; Το πετάνε στο νερό και είτε βουλιάζει είτε κολυμπάει. Το ίδιο έκαναν και με μένα. Με σήκωσαν, με πέταξαν στο νερό και βρέθηκα στον πάτο της πισίνας κοιτάζοντας προς τα πάνω. Οι προπονητές μου πήραν ένα μεγάλο δίχτυ, σαν αυτά που χρησιμοποιούν για να μαζεύουν τα φύλλα από τις πισίνες, με έβγαλαν στην επιφάνεια και με κάθισαν στην άκρη της πισίνας. Θυμάμαι που μου είπαν: «Τόνι, αν πνιγείς, δεν θα είναι ό,τι καλύτερο για την καριέρα μας. Γι αυτό, θα σου μάθουμε να κολυμπάς!» Με τον καιρό, το ένα μήκος της πισίνας έγιναν δύο, τα δύο μήκη τρία, και όλο αυτό το διάστημα ο Dave Franklin περπατούσε δίπλα μου στην άκρη της πισίνας. Ύστερα από πέντε μήνες, ένα χρόνο περίπου μετά το ατύχημα, μπορούσα να κολυμπήσω ένα μίλι, 52 μήκη της πισίνας. Τότε ένιωσα για πρώτη φορά τι σημαίνει να θέτει κανείς ένα στόχο, τότε έμαθα τι μπορούσα να επιτύχω με την κατάλληλη στάση, τότε αποδέχθηκα την πρόκληση που βρέθηκε στη ζωή μου.
Δεκαπέντε χρονών πια, μαθητής στο κολέγιο, και στο τέλος της σχολικής χρονιάς είχαμε το δικαίωμα να επιλέξουμε από διάφορες κατασκηνώσεις. Μία ήταν για ράγκμπι, μία για ποδόσφαιρο, άλλη για κάμπινγκ και πεζοπορίες. Οι επιλογές μου ήταν σίγουρα περιορισμένες. Επέλεξα λοιπόν μία κατασκήνωση για ναυαγοσώστες, την οποία διηύθυνε ο Dave Franklin. Στο τέλος της πρώτης εβδομάδας είχα ήδη αποκτήσει την άδεια που μου έδινε το δικαίωμα να εργαστώ ως ναυαγοσώστης. Βρέθηκα λοιπόν ναυαγοσώστης στην τοπική κολυμβητική λέσχη. Ένα ηλιόλουστο απόγευμα, εγώ και ο καλός μου φίλος Warren ήμασταν σε υπηρεσία όταν μας κάλεσαν για μία διάσωση περίπου τέσσερα χιλιόμετρα από τη λέσχη. Μπήκαμε στο τζιπ και ο Warren το οδήγησε μέχρι το σημείο όπου τρία νεαρά παιδιά πολεμούσαν με το δυνατό παλιρροϊκό ρεύμα. Πηδήξαμε έξω από το τζιπ, με το ειδικό σωσίβιο διάσωσης στα χέρια, και αρχίσαμε να κολυμπούμε. Ο Warren κατευθύνθηκε προς δύο νεαρά αγόρια περίπου 200 μέτρα από την ακτή, ενώ εγώ προς ένα κορίτσι περίπου 17 χρονών. Ήταν ταλαιπωρημένη και αναστατωμένη. Την πλησίασα, την ηρέμησα, τη διαβεβαίωσα ότι ήξερα πολύ καλά τη δουλειά μου και ότι όλα θα πήγαιναν μια χαρά. Της πέρασα το σωσίβιο και κολυμπήσαμε σιγά σιγά προς την ακτή. Από τη συζήτηση που είχαμε καθώς κολυμπούσαμε, πρέπει να σχημάτισε στο μυαλό της την εικόνα ενός πανύψηλου ηλιοκαμένου ναυαγοσώστη. Όταν φτάσαμε στα ρηχά και μπόρεσε να πατήσει, το νερό μού έφτανε ακόμη στο λαιμό. Με κοίταξε, κοίταξε το κύμα, με κοίταξε ξανά και… λιποθύμησε. Έτσι απέκτησα τη φήμη ότι προκαλώ περισσότερα ατυχήματα παρά διασώσεις. Το καλοκαίρι εκείνο ήταν πολύ ξεχωριστό. Φαντάζομαι ότι ήταν η αποδοχή που είχα από τους φίλους μου μια και μπορούσα να κάνω ό,τι κι αυτοί.
EΠOMENOΣ ΣTOXOΣ, OI OΛYMΠIAKOI
Την ίδια περίπου εποχή, έτυχε να παρακολουθήσω με τους γονείς μου την απονομή μεταλλίων σε Ολυμπιακούς Αγώνες. Σκέφθηκα: «Πρέπει να είναι εκπληκτική εμπειρία να αντιπροσωπεύεις τη χώρα σου, να βρίσκεσαι στο βάθρο, να σου απονέμουν ένα μετάλλιο, να ακούς τον εθνικό σου ύμνο. Πόσο περήφανη στιγμή!» Το άθλημα ήταν άλμα εις ύψος και δεν μπορούσα να φανταστώ πως θα μπορούσα να καταφέρω κάτι τέτοιο. Λίγο καιρό αργότερα όμως, ήρθα σε επαφή με τον αθλητισμό για άτομα με ειδικές ανάγκες. Συμμετείχα στους εθνικούς αγώνες της Νέας Ζηλανδίας και επιλέχθηκα για να αντιπροσωπεύσω τη χώρα μου στους αγώνες της Ιαπωνίας. Από τότε έχω συμμετάσχει σε έξι διοργανώσεις σε άλλες χώρες, κερδίζοντας πολλά χρυσά, ασημένια και χάλκινα μετάλλια. Θα ήθελα όμως να αναφερθώ ιδιαίτερα σε κάτι που συνέβη στους αγώνες Special Olympics στο ‘ρναμ της Ολλανδίας. Ήμασταν ήδη στο νερό για τον τελικό των 100 μέτρων ύπτιο και ετοιμαζόμασταν για την εκκίνηση. Μια αναστάτωση στη μια πλευρά της πισίνας μάς έκανε να στρέψουμε την προσοχή μας και είδαμε να σηκώνουν ένα νεαρό από την αναπηρική καρέκλα και να τον κατεβάζουν στο νερό. Έπασχε από Spina Bifida. Είχε μικρά και παραμορφωμένα χέρια, πολύ μικρό κορμό και πολύ μικρά πόδια. Η κούρσα ξεκίνησε. Τερμάτισα δεύτερος σε ένα λεπτό και 17 δεύτερα. Βγήκα από την πισίνα. Καθώς σκουπιζόμουν κοίταξα στην πισίνα. Ο μικρόσωμος νεαρός ήταν ακόμη εκεί. Κάθε τόσο βούλιαζε κάτω από το νερό, έβγαινε στην επιφάνεια και συνέχιζε. Θυμάμαι ότι χρειάστηκε εννέα λεπτά για να ολοκληρώσει την κούρσα. Μετά τον αγώνα ανεβήκαμε στο βάθρο, μας απονεμήθηκαν τα μετάλλια, ακούστηκε ο εθνικός μας ύμνος, όπως ακριβώς το φανταζόμουν πάντα! Όμως η πιο περήφανη στιγμή ήταν όταν όλοι μας βγάλαμε τα μετάλλιά μας και τα προσφέραμε σ αυτόν το νέο άνδρα, γιατί πιστεύαμε ότι το δικό του επίτευγμα ήταν πολύ σημαντικότερο από το δικό μας. Εμείς είχαμε προπονηθεί για να κερδίσουμε την κούρσα το δικό του επίτευγμα ήταν ότι τερμάτισε.
Η εμπειρία αυτή μου δίδαξε να εκτιμώ αυτά που έχω. Γνωρίζω πολλούς ανθρώπους με κινητικά προβλήματα που βρίσκονται σε πολύ χειρότερη κατάσταση από εμένα. Γνωρίζω επίσης πολλούς αρτιμελείς που είναι πολύ περισσότερο ανίκανοι από εμένα εξαιτίας της στάσης τους, της στάσης τους απέναντι στη ζωή, απέναντι στον εαυτό τους, στην οικογένειά τους, στους φίλους τους, ακόμη και απέναντι στη δουλειά τους. Πιστεύω ότι η στάση που έχουμε απέναντι στα πράγματα είναι στην ουσία ο τρόπος που σκεφτόμαστε. Αν η σκέψη μας είναι αρνητική και χωρίς ενθουσιασμό, αν λείπει η επιθυμία, αυτό αντανακλά στη στάση μας απέναντι στα πράγματα. Πιστεύω επίσης ότι η στάση μας καθορίζει το βαθμό της επιτυχίας μας. Όλοι μας θέλουμε να πετύχουμε. Και το μόνο που χρειάζεται είναι να πιστεύουμε ότι θα κατακτήσουμε την επιτυχία. Βρίσκομαι εδώ για να σας πω ότι η ζωή δεν είναι δίκαιη. Είπα πολλές φορές: «Γιατί εγώ; Γιατί έπρεπε να συμβεί σε μένα; Γιατί όχι σε κάποιον άλλο; Τι κακό έκανα;» Η ζωή δεν είναι πάντα δίκαιη, αλλά όπως λέει και η Mitchell: «Δεν έχει σημασία αυτό που σου συμβαίνει το σημαντικό είναι αυτό που κάνεις εσύ γι αυτό». Έχει να κάνει με την πίστη ότι η επιτυχία είναι εφικτή για όλους μας.
H επιτυχία είναι κάτι για το οποίο αγωνιζόμαστε και που μπορούμε να κατακτήσουμε κάθε ημέρα της ζωής μας. Aρκεί να το πιστέψουμε