Κυριακή απόγευμα, η γνωστή κατάθλιψη του τέλους της πρόσκαιρης ελευθερίας και της απαρχής της εργάσιμης βδομάδας. Αδύνατον να συγκεντρωθώ, αδύνατον να γράψω. Το laptop κλειστό και το μυτιληνιό ούζο που συνόδευσε το μεσημεριανό ψάρι, μου υπενθύμιζε το μάταιο κάθε προσπάθειας. Και ξαφνικά, σαν ο από μηχανής θεός, έπεσα πάνω σε μια εκπομπή για τον Μάνο Χατζηδάκι. Κόλλησα και συνάμα ντράπηκα.
Ντράπηκα που υπάρχω, ντράπηκα για το περιβάλλον που ζω, ντράπηκα που η καθημερινότητά μας περιστρέφεται γύρω από το ΔΝΤ, την εκταμίευση της δόσης, τη νομιμότητα της ΔΕΗ να εισπράττει ή όχι το χαράτσι, τον Άδωνι να περιφέρεται από κανάλι σε κανάλι, τον Ταμήλο να κοιτάει το ρολόι του, τον Σημίτη να εισπράττει την δικαιούμενη λόγω τρομοκρατίας αποζημίωση και τόσους άλλους.
Ίσως θεωρηθώ άδικος, θα μου πείτε ότι κάθε εποχή έχει τον Χατζηδάκι της αλλά και τους υπόλοιπους, τους ικανούς και τους άχρηστους, τους δημιουργούς και τους επικίνδυνους. Όχι, δεν είναι έτσι, δεν εξιδανικεύω την εποχή εκείνη, δεν είναι ο χρόνος, που περνώντας αφήνει μόνο τις καλές αναμνήσεις, ενώ το εκάστοτε παρόν αναδεικνύει τα τρέχοντα προσωπικά, οικογενειακά και εργασιακά προβλήματα. Μιλάω για την ίδια μεταπολιτευτική περίοδο που κι΄ εγώ έζησα, σπούδασα και μεγάλωσα, για την ίδια περίοδο που όλοι βρίζουμε, για τον δρόμο που τραβήξαμε, ως κοινωνία και ως έθνος. Δεν έχουμε απομακρυνθεί από την εποχή αυτή, είμαστε πολύ κοντά, είμαστε εμείς οι ίδιοι, δεν μιλάμε για τους παππούδες μας και τους προγόνους μας. Έβλεπα στην εκπομπή τον Χατζιδάκι, τον Γκάτσο, την Μελίνα, τον Βούλγαρη, τον Μεγάλο Ερωτικό, τον Γιάννη τον φονιά, το Τρίτο Πρόγραμμα… Έβλεπα αυτά που έζησα και αναπολούσα το πώς τα επέλεγα.
Στα χρόνια που πέρασαν, όσο πλούσια κι αν ζήσαμε ως κοινωνία, όσα λεφτά κι αν φάγαμε (και τώρα μας ζητάνε πίσω), όσο κι αν «προοδεύσαμε», όσο κι αν δεθήκαμε με την Ευρώπη και το πολυδιαφημισμένο βιοτικό της επίπεδο, νιώθω ότι κατόρθωσαν να μας κάνουν να συνηθίσουμε τη φθήνια. Προσοχή, όχι τη φθηνή τιμή (το αντίθετο μάλιστα), αλλά το φθηνό εμπόρευμα, τη φθηνή υπηρεσία, το «δεύτερο πράμα». Θυμάστε; Κάποτε λέγαμε «τα κινέζικα». Σιγά-σιγά, δεν μας ένοιαζε η ποιότητα του τετραδίου που αγοράζαμε στο παιδί μας, μας αρκούσε ότι του αγοράζαμε τετράδιο. Δεν μας ένοιαζε η ποιότητα ή το υλικό του παιχνιδιού, αρκεί που ήταν παιχνίδι και κατά προτίμηση ογκώδες. Δεν μας ένοιαζε η ποιότητα κατασκευής του σπιτιού που αγοράζαμε, αρκεί να ήταν μεζονέτα. Το ίδιο στις υπηρεσίες, στον πολιτισμό, στην διασκέδαση, στο φαγητό. Κάποτε ψάχναμε ένα συγκεκριμένο κινηματογραφικό έργο για να δούμε, στη συνέχεια απλώς πηγαίναμε σινεμά, ότι κι αν έπαιζε. Ίσως κάποιος σκεφθεί ότι κρίνω εξ ιδίων. Δεν εξαιρώ τον εαυτό μου, αλλά αν κοιτάξουμε λίγο, μέσα μας και τριγύρω μας, θα δούμε ότι μας έκαναν να το συνηθίσουμε, μας το επέβαλαν έξυπνα, μέσα από αφθονία, όχι μέσα από έλλειψη. Καμία σχέση με την κρίση και τα οικονομικά προβλήματα του καθενός, δεν είναι τωρινό φαινόμενο. Δεν μιλάμε για την αναζήτηση μικρότερης τιμής ενός αγαθού που θέλουμε να αγοράσουμε. Μιλάμε για την νοοτροπία ότι είναι εξυπνάδα να αγοράζουμε το φθηνό, το φθηνιάρικο, δεν μας χρειάζεται (ή δεν μας αξίζει;) κάτι καλύτερο. Πάνω σε αυτή τη φιλοσοφία δεν δημιουργήθηκαν από τις προηγούμενες δεκαετίες ολόκληρες αλυσίδες «ότι πάρετε 100 δραχμές» ή μετά «ότι πάρετε 1 ευρώ»; Πάνω σε αυτή τη φιλοσοφία, σε συνδυασμό βέβαια με τη σημερινή οικονομική δυσπραγία, δεν στηρίζονται σημερινές αηδιαστικές (κατά την άποψή μου βέβαια) διαφημίσεις για το που υπάρχει το πιο φθηνό προϊόν ή ακόμα και το τζάμπα; Διαφημίσεις που φθάνουν στο σημείο να κοροϊδεύουν, να «προγκάνε» όποιον ψάχνει για κάτι καλύτερο ή πληρώνει για κάτι ακριβότερο.
Ας αντισταθούμε στην ξεφτίλα, ας συνεχίσουμε να επιλέγουμε, ας μάθουμε στα παιδιά μας να επιλέγουνε, όχι απλώς να καταναλώνουνε. Τη μουσική του Χατζηδάκι μπορούμε ακόμα να την ακούμε ελεύθερα, να διασκεδάζουμε ή να μελαγχολούμε. Την ποιότητα όμως που εκπέμπουν η μουσική του, τα έργα του, τα λόγια του και η ίδια του η ζωή, ας την αξιοποιήσει καθένας μας ως ερέθισμα, ως κριτήριο επιλογής, ως υπενθύμιση ότι υπάρχει και η έννοια της ποιότητας. Αν πάλι για κάποιον δεν λέει τίποτα ο Χατζιδάκις, ο Γκάτσος, η Μελίνα ή ο Βούλγαρης, κανένα πρόβλημα. Ας βάλει στην θέση τους όποιους θέλει, αρκεί να έχουν όνομα, επίθετο και έργο, να μην είναι ανώνυμοι, να μην είναι οι φθηνότεροι.