Κάθε βήμα εφαρμογής του νέου Ασφαλιστικού νόμου συναντά τις ανομοιογένειες των προηγούμενων νόμων.
Σε αυτήν τη φάση, το νέο Ασφαλιστικό αναμετράται με τις ανομοιογένειες των καθεστώτων τα οποία ίσχυαν προ της 31/12/2016 σε ό,τι αφορά τις ασφαλιστικές εισφορές, μιας και από 1/1/2017 έχει αλλάξει άρδην ο τρόπος υπολογισμός τους, φέρνοντας αυξομειώσεις στις καθαρές αποδοχές των ασφαλισμένων.
Τρεις είναι έως τώρα μεγάλες ανομοιογένειες οι οποίες έχουν εκδηλωθεί μέσα από τις εφαρμοστικές εγκυκλίους τις οποίες έχει εκδώσει ο Υφυπουργός Κοινωνικής Ασφάλισης, Αναστάσιος Πετρόπουλος:
- Οι εισφορές τις οποίες κατέβαλλαν οι εργοδότες στα ΜΜΕ ήταν χαμηλότερες από το ποσοστό το οποίο ορίζει το νέο Ασφαλιστικό για όλους ανεξαιρέτως τους εργαζομένους για τον κλάδο της κύριας σύνταξης τους, δηλαδή κάτω από το 13,3%. Οι εισφορές αυτές, από 1/1/2017 πρέπει να αυξηθούν επί των ακαθαρίστων αποδοχών των εργαζομένων σταδιακά μέχρι το 2020, προκαλώντας αντίστοιχη μείωση στις καθαρές αποδοχές των εργαζομένων.
- Οι εισφορές οι καταβάλλονταν από εργαζομένους και εργοδότες στη ΔΕΗ, τον ΟΤΕ και τον ΗΣΑΠ ήταν υψηλότερες σε σχέση με το συνολικό ποσοστό 20% . Από 1/1/2017 πρέπει να μειωθούν οι εισφορές αυτές προκειμένου να φτάσουν το 20% το 2020, προκαλώντας σταδιακή αύξηση στις καθαρές αποδοχές των εργαζομένων αυτών έως τότε.
- Οι εισφορές οι οποίες πρέπει να καταβάλλονται για καθένα που έχει δεύτερη απασχόληση πρέπει να είναι υποχρεωτικές και ίδιες με εκείνες που καταβάλλονται για την πρώτη απασχόληση. Έτσι άπαντες οι μισθωτοί με δεύτερη, τρίτη κοκ απασχόληση χάνουν κάθε δικαίωμα ασφαλιστικής απαλλαγής και έτσι πρέπει να χάσουν το 267,9% των καθαρών αποδοχών από τους λόγω της επιβολής του διπλού ασφαλιστικού χαρατσιού (20% για κύρια σύνταξη, 6,9% για ΕΟΠΥΥ)