Η ICAP Group ολοκλήρωσε μελέτη η οποία αποτυπώνει την εξέλιξη της πιστοληπτικής ικανότητας του συνόλου των ελληνικών επιχειρήσεων κατά την περίοδο Ιούλιος 2009 – Ιούνιος 2010. Η μελέτη αυτή βασίστηκε σε ένα δείγμα 213.892 ΑΕ και ΕΠΕ οι οποίες είχαν διαβαθμιστεί από 1/1/03 έως 30/06/2010 και εξέτασε την εξέλιξη των ποσοστών ασυνέπειας καθώς επίσης και την κατεύθυνση (θετική ή αρνητική) και το βαθμό μετακίνησής τους μεταξύ των διαβαθμίσεων Πιστοληπτικής Αξιολόγησης κατά την περίοδο 1/7/2009 – 30/6/2010.Tα ευρήματα της μελέτης καταδεικνύουν ότι για τη διάρκεια της περιόδου 1/7/2009–30/6/2010 το 26% των εταιρειών επιδείνωσε την πιστοληπτική ικανότητά του, έναντι του 13% που τη βελτίωσε. Η διαφορά είναι 2,08:1, η οποία σημαίνει ότι για κάθε μία επιχείρηση που η πιστοληπτική της ικανότητα αναβαθμίστηκε αντιστοιχούν 2 επιχειρήσεις των οποίων η πιστοληπτική ικανότητα επιδεινώθηκε.
Παρατηρείται ότι κατά την περίοδο 1/7/2009–30/06/2010 οι Εμπορικές Επιχειρήσεις παρουσίασαν συγκριτικά τη σημαντικότερη επιδείνωση της πιστοληπτικής τους ικανότητας, ενώ ακολουθούν οι Βιομηχανικές επιχειρήσεις, και με μικρή διαφορά οι ΑΕ, ΕΠΕ του τομέα των Υπηρεσιών.
Όσον αφορά στη Μεταβολή της Πιστοληπτικής Ικανότητας των Επιχειρήσεων, αυτή διαμορφώνεται ανάλογα με τους διαφορετικούς κλάδους δραστηριοποίησης.
Έτσι, κατά την περίοδο από 1/7/2009 έως 30/6/2010, το 24% των βιομηχανικών εταιρειών επιδείνωσε την πιστοληπτική του ικανότητα, έναντι του 13% που την αύξησε, του 56% που τη διατήρησε αμετάβλητη και του υπόλοιπου 7% που δεν αξιολογήθηκε. Επίσης, το 29% των εμπορικών εταιρειών επιδείνωσε την πιστοληπτική του ικανότητα, έναντι του 12% που την αύξησε, του 54% που τη διατήρησε αμετάβλητη και του υπόλοιπου 5% που δεν αξιολογήθηκε. Συγκρίνοντας δε τα ποσοστά μετακίνησης των εμπορικών επιχειρήσεων με τα αντίστοιχα των βιομηχανικών, παρατηρείται ότι αν και εμφανίζει αυξημένο αριθμό υποβαθμίσεων, παρουσιάζει ταυτόχρονα λιγότερες εταιρείες που διατήρησαν την αξιολόγησή τους. Τέλος, το 24% των εταιρειών που ανήκουν στον κλάδο των Υπηρεσιών επιδείνωσε την πιστοληπτική του ικανότητα, έναντι του 13% που την αύξησε, του 58% που τη διατήρησε αμετάβλητη και του υπόλοιπου 4% που δεν αξιολογήθηκε. Συγκρίνοντας τον πίνακα μετακίνησης των εταιρειών παροχής υπηρεσιών με αυτούς των υπόλοιπων κλάδων, παρατηρείται ότι εμφανίζει το μικρότερο βαθμό μετακίνησης. Συνεπώς οι εταιρείες των Υπηρεσιών έχουν τη χαμηλότερη μεταβλητότητα όσον αφορά την πιστοληπτική τους ικανότητα.
Ο Νικήτας Κωνσταντέλλος, Διευθύνων Σύμβουλος του Ομίλου ICAP Group, δήλωσε σχετικά: «Είναι αποδεδειγμένο πλέον ότι η γενικευμένη οικονομική κρίση επηρεάζει έντονα και αρνητικά τις Ελληνικές επιχειρήσεις. Τα συμπεράσματα από την παρούσα Μελέτη της ICAP είναι αποκαλυπτικά. Εάν μάλιστα συνυπολογίσουμε και τα στοιχεία από πρόσφατη ανάλυση που κάναμε σε ισολογισμούς 2009 30.000 επιχειρήσεων, όπου συνολικά μειώθηκαν οι πωλήσεις κατά 11% και τα κέρδη προ φόρων κατά 26% σε σύγκριση με το 2008, καθώς και ανάλυση των ισολογισμών εξαμήνου των εισηγμένων εταιρειών από τα οποία διαφαίνεται ότι για πρώτη φορά οι ζημιογόνες εταιρείες ξεπέρασαν τις κερδοφόρες (55% έναντι 45%), τότε αντιλαμβανόμαστε πραγματικά το μέγεθος της κρίσης στο επιχειρηματικό γίγνεσθαι.
Οι λόγοι επιδείνωσης της κατάστασης στις Επιχειρήσεις περιλαμβάνουν την έλλειψη ρευστότητας, τη δυσκολία δανεισμού, την πτώση ζήτησης και συνολικής κατανάλωσης στο εσωτερικό και εξωτερικό, το περίπλοκο Ρυθμιστικό και Κανονιστικό Πλαίσιο, την εκροή κεφαλαίων προς χώρες με χαμηλότερο κόστος εργασίας και ευνοϊκότερο επιχειρηματικό περιβάλλον και την αδυναμία πρόσβασης στις διεθνείς αγορές.
Παρά ταύτα πιστεύουμε ότι η ανάκαμψη της Ελληνικής Οικονομίας θα πραγματοποιηθεί κυρίως από τον Ιδιωτικό Τομέα. Για τον λόγο αυτό θα συνιστούσαμε στους Έλληνες Επιχειρηματίες και στα Ανώτατα Στελέχη που διοικούν επιχειρήσεις, ανεξάρτητα από το πόσο γρήγορα και αποτελεσματικά κινηθεί η Πολιτεία, να πάρουν πρωτοβουλίες για την ανάπτυξη των εταιρειών. Και η παραίνεση αυτή δεν αποτελεί ευχολόγιο αλλά δύναται να υλοποιηθεί εφόσον οι εταιρείες ακολουθήσουν αναπτυξιακή στρατηγική με τη λήψη όμως μόνον υπολογισμένων και διαχειρίσιμων κινδύνων, με έμφαση στην αποτελεσματική διαχείριση των ταμειακών ροών, την προσεκτική ανάλυση των συνεργασιών συνυπολογίζοντας τον κίνδυνο εμφάνισης ασυνέπειας και, βέβαια, την καλύτερη διαχείριση του κόστους Λειτουργίας επανεξετάζοντας όλες τις δαπάνες από μηδενική βάση».