Ας ξεκινήσουμε με μια γενική παραδοχή: η προστασία της υγείας μας είναι από μόνη της μια ισόβια ανάγκη. Είτε είμαστε 5 είτε 95 ετών, το να έχουμε πρόσβαση σε ιατροφαρμακευτική περίθαλψη και υπηρεσίες υγείας αποτελεί θεμελιώδες δικαίωμα κάθε ανθρώπου. Πάνω σε αυτή την αρχή, λοιπόν, έγκειται και η προσέγγιση της ελληνικής ασφαλιστικής αγοράς. Ότι, δηλαδή, η ιδιωτική ασφάλιση υγείας λειτουργεί κατά κανόνα συμπληρωματικά στο δημόσιο σύστημα υγείας και δεν το ανταγωνίζεται. Ας επικεντρωθούμε όμως τώρα σε ένα θέμα που χρήζει προσοχής ως προς την επεξήγησή του και το οποίο τα τελευταία χρόνια έχει απασχολήσει αρκετά ασφαλισμένους και ασφαλιστικούς διαμεσολαβητές. Ας μιλήσουμε για τα λεγόμενα «ισόβια προγράμματα υγείας».
του Νίκου Μωράκη (Δημοσιεύτηκε στο “Κ” της ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗΣ στο αφιέρωμα “ασφάλιση υγείας”)
Πότε, πού και γιατί δημιουργήθηκαν
Τα ισόβια προγράμματα υγείας, προκειμένου να είναι «διά βίου», έπρεπε υποχρεωτικά να τα συνοδεύει μια ισόβια ασφάλεια ζωής, από την οποία πήραν και το όνομά τους. Θεωρούνται «ελληνική πατέντα» και δεν θα τα συναντήσετε στις ασφαλιστικές αγορές του εξωτερικού. Η μοναδική εξαίρεση σε αυτό υπήρξε μια μικρή περίοδος στην αγορά της Αγγλίας, όταν και δημιουργήθηκαν από τις ασφαλιστικές εταιρείες (ελληνικές και ξένες με εγκατάσταση στην Ελλάδα) τη δεκαετία του 1980 (τα πυροδότησε και ο χαμηλός πληθωρισμός της εποχής) για να γίνουν προσιτά στον Έλληνα καταναλωτή, ο οποίος εκείνα τα χρόνια ήταν «υπερκαλυμμένος» από το δημόσιο σύστημα υγείας. Ως γνωστόν, το τελευταίο ήταν ιδιαίτερα γαλαντόμο ως προς τις παροχές του, με τις όποιες επιπτώσεις επέφερε αυτό μεταγενέστερα στη βιωσιμότητά του. Και ενώ η λέξη «ανταγωνιστεί» δεν είναι δόκιμη ως προς την ιδιωτική ασφάλιση υγείας, που λειτουργεί κατά κανόνα συμπληρωματικά στο δημόσιο σύστημα, εκείνη την περίοδο της ευμάρειας οι ασφαλιστικές εταιρείες, προκειμένου να κεντρίσουν το ενδιαφέρον των Ελλήνων καταναλωτών, έπρεπε να παρέχουν εξίσου «γαλαντόμες» υπηρεσίες για να αναπτύξουν τις εργασίες τους.
Μία λύση στο αδιέξοδο
Μετά την οικονομική κρίση του 2008, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, θέλοντας να αυστηροποιήσει το πλαίσιο λειτουργίας των ασφαλιστικών εταιρειών στην Ευρωπαϊκή Ένωση –ώστε να μην επαναληφθούν τα ίδια λάθη που οδήγησαν στην κρίση– εξέδωσε την οδηγία του Solvency II, γνωστή και ως «Φερεγγυότητα ΙΙ». Μια οδηγία, δηλαδή, που μεταξύ άλλων υποχρέωνε τις ασφαλιστικές εταιρείες να διατηρούν πολύ μεγαλύτερα κεφαλαιακά αποθέματα απ’ ό,τι στο παρελθόν, ώστε να συντηρούν προγράμματα όπως τα «ισόβια προγράμματα υγείας». Έτσι, από το 2012 και μετά, άρχισαν να κάνουν την εμφάνισή τους τα προγράμματα υγείας με ετήσια ανανέωση, που «τεχνικά» συμβάδιζαν με την οδηγία του Solvency II, με τις ασφαλιστικές εταιρείες να αποσύρουν σταδιακά τα λεγόμενα «ισόβια». Από τη στιγμή που πουλήθηκε και το τελευταίο ισόβιο πρόγραμμα υγείας, ξεκίνησε και η αντίστροφη μέτρηση σταδιακής αύξησης των ασφαλίστρων που πληρώνουν οι κάτοχοί τους. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι, καθώς δεν ασφαλίζονται πλέον ηλικιακά νέοι σε αυτά τα προγράμματα, ο μέσος όρος ηλικίας των κατόχων αυτών των συμβολαίων αυξάνεται, αυξάνοντας μαζί του και τον μέσο όρο ζημιών που εμφανίζουν τα συγκεκριμένα προγράμματα (στις μεγαλύτερες ηλικίες τα συμβόλαια υγείας συσσωρεύουν μεγαλύτερες ζημιές). Αυτό έχει ως αποτέλεσμα τα προϊόντα αυτά να ακριβαίνουν, ωθώντας τις ασφαλιστικές εταιρείες να προχωρούν σε μαζικές αναπροσαρμογές ασφαλίστρων. Μια αδιέξοδη κατάσταση που εγείρει εντέλει ερωτήματα ως προς τη βιωσιμότητά τους.
Ετήσια ανανέωση με ισόβια διάρκεια
Από τη στιγμή που μια ασφαλιστική εταιρεία συνάπτει συμβόλαιο ασφάλισης υγείας ετήσιας διάρκειας με έναν πελάτη, δεσμεύεται για την κάλυψη των αναγκών που ορίζουν οι όροι και οι καλύψεις του συμβολαίου για όσο διάστημα ο ασφαλισμένος διατηρεί το συμβόλαιο και είναι τυπικός με την πληρωμή των ασφαλίστρων του. Η ασφαλιστική δεν μπορεί μονομερώς να διακόψει το συμβόλαιο του ασφαλισμένου της ούτε να προχωρήσει σε μεμονωμένες αυξήσεις ασφαλίστρων. Αυτά τα δικαιώματα αφορούν το σύνολο των συμβολαίων που διατηρεί η ασφαλιστική στα προγράμματα υγείας που προσφέρει και στα οποία μπορεί, είτε στο σύνολό τους να τα διακόψει είτε στο σύνολό τους να προχωρήσει σε αυξήσεις ασφαλίστρων. Ένα δικαίωμα που τελικά μπορεί να μην τη συμφέρει να ασκήσει, καθώς θα πρέπει να συμβαδίζει και με τις τιμές και τις παροχές της αγοράς για να παραμένει ανταγωνιστική. Από την άλλη, το γεγονός ότι μπορεί κάθε χρόνο να τροποποιεί συνολικά τα προγράμματα που προσφέρει, ωφελεί τους ασφαλισμένους, καθώς θα προσπαθεί να τα κάνει περισσότερο ανταγωνιστικά, κάτι που στην περίπτωση των ισόβιων προγραμμάτων δεν ισχύει, αφού, για παράδειγμα, οι ίδιοι όροι και καλύψεις του 1980 ισχύουν και για το 2024, χωρίς όμως να επιτρέπεται η προσαρμογή τους στο σήμερα. Στο ερώτημα λοιπόν «ισόβια ή κατ’ έτος ανανεούμενη ασφάλιση υγείας;» μπορεί κανείς να βγάλει τα συμπεράσματά του από τις παραπάνω παραδοχές. Μόνο έτσι θα μπορέσει να καταλήξει σε ένα ασφαλές συμπέρασμα ή, ακόμα καλύτερα, να απευθυνθεί σε έναν επαγγελματία ασφαλιστικό διαμεσολαβητή, για να τον βοηθήσει να επιλέξει αυτό που ταιριάζει καλύτερα στις ανάγκες του.