Πριν από λίγες μέρες δημοσιεύθηκε η μελέτη της Ένωσης Ασφαλιστικών Εταιρειών Ελλάδος (ΕΑΕΕ) για τον κλάδο Αυτοκινήτων έτους 2012. Από την μελέτη αυτή μπορούμε να απομονώσουμε κάποια στοιχεία, να εξάγουμε κάποια συμπεράσματα και να εκτιμήσουμε το διαγραφόμενο μέλλον. Συγκεκριμένα:
1. Η παραγωγή το 2012 μειώθηκε στο 1,56 δισ. ευρώ έναντι 1,84 δισ. ευρώ το 2011 (μείωση 15,22%) και έναντι 1,96 δισ. ευρώ το 2010 (μείωση 6,12%). Σύμφωνα δε με τα μέχρι τώρα στοιχεία (Σεπτέμβριος 2013) θα καταγραφεί και τρίτο συνεχές έτος μείωσης παραγωγής του κλάδου αυτοκινήτων.
2. Οι καταβληθείσες αποζημιώσεις το 2012 μειώθηκαν στα 758 εκατ. ευρώ έναντι 829 εκατ. ευρώ το 2011 (μείωση 8,56%) και έναντι 953 εκατ. ευρώ το 2010 (μείωση 13,01%).
3. Το κόστος πρόσκτησης ασφαλιστικών εργασιών αστικής ευθύνης στον κλάδο Αυτοκινήτων μειώθηκε το 2012 σε 18,7% έναντι 19,5% του 2011 και έναντι 19,2% του 2010.
4. Ο Δείκτης Δικαίωμα Συμβολαίου/Εγγεγραμμένα ασφάλιστρα αστικής ευθύνης αυξήθηκε το 2012 σε 26,0% έναντι 25,3% του 2011 και έναντι 25,1% του 2010.
5. Ο Δείκτης ζημιών (Loss ratio) αστικής ευθύνης μειώθηκε το 2012 σε 57,3% έναντι 62,4% του 2011 και έναντι 69,8% του 2010.
6. Ο Δείκτης Εκκρεμείς ζημιές/Παραγωγή ασφαλίστρων αστικής ευθύνης αυξήθηκε το 2012 σε 182,2% έναντι 144,2% του 2011 και έναντι 122,1% του 2010.
7. Ο Δείκτης Τεχνικό αποτέλεσμα/Παραγωγή ασφαλίστρων αστικής ευθύνης αυξήθηκε το 2012 σε 32,2% έναντι 14,4% του 2011 και έναντι 8,1% του 2010.
Τι συμπέρασμα βγαίνει από όλα αυτά; Αν και για την κάθε εταιρεία τα επιμέρους συμπεράσματα μπορεί να είναι διαφορετικά, ανάλογα με τη σύνθεση του χαρτοφυλακίου της (τύποι οχημάτων, γεωγραφική διασπορά παραγωγής, αντασφαλιστική πολιτική, προμηθειακό καθεστώς, λειτουργικό κόστος κ.λπ.) η συνολική εικόνα δείχνει βελτίωση και εξορθολογισμό.
Ουσιαστικά, η αγορά δείχνει διαφορετική διαχείριση του κλάδου, που οφείλεται είτε σε εξωγενείς παράγοντες (π.χ. μείωση ατυχημάτων) είτε σε εσωγενείς παράγοντες (π.χ. εισαγωγή τεχνογνωσίας, ελεγκτικοί μηχανισμοί), παρά την μείωση των τιμολογίων σχεδόν όλων των εταιρειών.
Οι δείκτες κόστους Πρόσκτησης Εργασιών και Δικαιώματος Συμβολαίου θα συνεχίσουν να αποτελούν σημείο τριβής μεταξύ εταιρειών και διαμεσολαβούντων, ως προς την τάση τους και την ερμηνεία τους, ενώ ο δείκτης «Εκκρεμείς ζημιές/Παραγωγή ασφαλίστρων» συνεχίζει να παρουσιάζει σημαντική αύξηση, αλλά δεν είναι ανησυχητική γιατί οφείλεται στα μειωμένα ασφάλιστρα (παρανομαστής) των δύο τελευταίων ετών και όχι σε αύξηση των εκκρεμών ζημιών (αριθμητής).
Τέλος, χρήσιμη θα ήταν και μια επισήμανση:
Στην ευρωπαϊκή ασφαλιστική αγορά, ο κλάδος αυτοκινήτου είναι επίσης πολύ σημαντικός και κατέχει μερίδιο αγοράς 30% περίπου επί των ασφαλίσεων κατά Ζημιών. Στην Ελλάδα όμως, ο κλάδος αυτοκινήτων κατέχει μερίδιο αγοράς 35% στο σύνολο της παραγωγής ασφαλίστρων, ενώ ειδικά επί των ασφαλίσεων κατά Ζημιών κατέχει το υψηλότατο μερίδιο 63,2%.
Αυτό βέβαια, δεν είναι καινούργιο φαινόμενο, ισχύει για δεκαετίες και δεν οφείλεται σε διόγκωση του κλάδου αυτοκινήτων στην Ελλάδα, αλλά αντιθέτως στην μη ανάπτυξη εργασιών των υπολοίπων κλάδων (ζωής, υγείας, περιουσίας και αστικών ευθυνών) έναντι των ευρωπαϊκών αγορών. Αν και όποτε αναπτυχθούν επιτέλους οι αγορές ζωής, συνταξιοδοτικών προγραμμάτων και υγείας, τότε θα αλλάξουν τα σχετικά ποσοστά επί του συνόλου και θα προσεγγίσουμε τους ευρωπαϊκούς μέσους όρους και στους υπόλοιπους δείκτες (κατά κεφαλήν ασφάλιστρα, ποσοστό επί του ΑΕΠ κ.λπ.).
Δυστυχώς όμως, για την επίτευξη του στόχου αυτού δεν αρκούν η εξυγίανση της ασφαλιστικής αγοράς και η έμμεση δημιουργία ασφαλιστικών αναγκών στους πολίτες λόγω κατάρρευσης του κοινωνικού κράτους στη χώρα μας. Απαραίτητες προϋποθέσεις είναι, αφενός η επάνοδος της ελληνικής οικονομίας σε πραγματικούς και όχι πλασματικούς αναπτυξιακούς ρυθμούς και αφετέρου η παράλληλη αύξηση του διαθεσίμου εισοδήματος των καταναλωτών. Μέχρι τότε θα καταγράφουμε τις, λόγω αναγκών, θετικές παραγωγές του κλάδου υγείας, αλλά αυτές δεν αρκούν από μόνες τους για να φέρουν την άνοιξη.