Η ενσωμάτωση της IDD στην ελληνική έννομη τάξη αλλάζει σε μεγάλο βαθμό τις ισορροπίες στις σχέσεις των τριών εμπλεκόμενων μερών – των ασφαλιστικών εταιρειών, της διαμεσολάβησης και των καταναλωτών.
της Βίκυς Γερασίμου
Ο σαφής ευρωπαϊκός προσανατολισμός που υπάρχει -νομοθετικά- για τη θωράκιση του καταναλωτή έχει οδηγήσει και στην δημιουργία ενός πιο οριοθετημένου πλαισίου στις συναλλακτικές σχέσεις των εταιρειών με τα δίκτυα τους.
Πέρα από το πώς αποζημιώνεται λοιπόν για τις προμήθειες ο διαμεσολαβητής σε περίπτωση καταγγελίας της σύμβασης ο νόμος, σε αντιδιαστολή με τον προγενέστερο, έρχεται να “περιχαρακώσει” την παραγωγή αναφέροντας ότι “σαν παραγωγή του διαμεσολαβητή νοείται αυτή που παραμένει στην επιχείρηση εφόσον διατηρείται η κάλυψη για τον ασφαλισμένο χωρίς ουσιώδη μεταβολή”.
Και αυτό ενδεχομένως στην πράξη να δημιουργεί ένα “νομικό σκαλοπάτι” στις περιπτώσεις που ασφαλισμένοι του διαμεσολαβητή που δεν συνεργάζεται πλέον με την εταιρεία, παραμένουν στην ίδια εταιρεία αλλά αλλάζουν πρόγραμμα και πηγαίνουν σε κάποιο παρεμφερές. Ταυτόχρονα καλύπτεται και ένα κενό στην προυπάρχουσα νομοθεσία που αφορά στην πληροφόρηση του διαμεσολαβητή, επιφορτίζοντας τις ασφαλιστικές εταιρείες με την ευθύνη να ενημερώσουν τους πρώην συνεργάτες τους για τις προμήθειες που δικαιούνται .
Ειδικότερα ορίζεται ότι “η ασφαλιστική επιχείρηση ενημερώνει σε τακτά χρονικά διαστήματα, με αναλυτική κατάσταση, τον ασφαλιστικό πράκτορα ή τον συντονιστή για τη διατηρούμενη σε ισχύ παραγωγή του και τις προμήθειές”. Τέλος ορίζεται ότι “αν, για οποιονδήποτε λόγο, λυθεί η σύμβαση μεταξύ της ασφαλιστικής επιχείρησης και του ασφαλιστικού πράκτορα ή του συντονιστή ασφαλιστικών πρακτόρων, η ασφαλιστική επιχείρηση καταβάλλει στον ασφαλιστικό πράκτορα ή τον συντονιστή ποσό που ισούται με την προμήθεια τριών ετών που θα δικαιούτο, αν δεν είχε λυθεί η σύμβαση, και αναλογεί στην παραγωγή του, η οποία εξακολουθεί, γι’ αυτό το διάστημα, να παραμένει στην ασφαλιστική επιχείρηση”.
Σε περίπτωση που υπάρξει αμετάκλητη αθωωτική απόφαση ή σταματήσει η ποινική δίωξη ή απαλλαγεί ο πράκτορας ή συντονιστής από τις σχετικές κατηγορίες, τότε η ασφαλιστική επιχείρηση υποχρεούται να του δώσει και μάλιστα έντοκα το ποσό που υπολείπεται. Αντίθετα, αν ο πράκτορας ή ο συντονιστής καταδικαστεί αμετάκλητα, επιστρέφει εκείνος τότε εντόκως το ποσό που έλαβε μετά την άσκηση της ποινικής δίωξης. Ο νόμος ορίζει επίσης ότι σε περίπτωση μόνιμης ολικής ανικανότητας του ασφαλιστικού πράκτορα ή του συντονιστή ασφαλιστικών πρακτόρων, η ασφαλιστική επιχείρηση καταβάλλει στον ασφαλιστικό πράκτορα ή τον συντονιστή ποσό που ισούται με την προμήθεια τεσσάρων (4) ετών που αναλογεί στην παραγωγή του, η οποία εξακολουθεί γι’ αυτό το διάστημα να παραμένει στην ασφαλιστική επιχείρηση.
Σε περίπτωση επίσης θανάτου του ασφαλιστικού πράκτορα ή του συντονιστή, το ανωτέρω ποσό καταβάλλεται στα πρόσωπα που ο πράκτορας ή ο συντονιστής έχει ορίσει ως δικαιούχους. Αν δεν έχουν οριστεί δικαιούχοι, η ασφαλιστική επιχείρηση καταβάλλει το ποσό αυτό στους κληρονόμους του θανόντος κατά το λόγο της κληρονομικής τους μερίδας. Όσον αφορά την αποχώρηση λόγω συνταξιοδότησης, η ασφαλιστική έχει την υποχρέωση να καταβάλλει ποσό που ισούται με την προμήθεια τριών ετών που αναλογεί στην παραγωγή του, η οποία εξακολουθεί να παραμένει γι’ αυτό το διάστημα σε αυτήν.