Συνεχίζεται στις ΗΠΑ η νομική διαμάχη που αφορά στην επιδημία οπιοειδών με τελευταία εξέλιξη τη δικαστική απόφαση για αποζημίωση μαμούθ, ύψους 572 εκατ. δολαρίων, που καλείται να καταβάλλει η Johnson. Ταυτόχρονα ένα από τα ζητήματα που αναλύονται είναι ποιος είναι ο ρόλος των ασφαλιστικών εταιρειών στην αντιμετώπιση της κρίσης, καθώς ακαδημαϊκή μελέτη που δημοσιεύτηκε πριν από μερικούς μήνες αναφέρει ότι η πολιτική που ακολουθεί η ασφαλιστική βιομηχανία δυσχεραίνει την θεραπεία των ασθενών. Η έρευνα του Oregon Health & Science University δείχνει πως ενώ η συνταγογράφηση οπιοειδών εγκρίνεται εύκολα, αντίθετα η πρόσβαση σε αγωγή για την αντιμετώπιση του εθισμού είναι εξαιρετικά δύσκολη.
της Βίκυς Γερασίμου
Χιλιάδες αγωγές και εκκρεμείς υποθέσεις
Στις ΗΠΑ αυτή τη στιγμή έχουν ασκηθεί χιλιάδες αγωγές για την επιδημία των οπιοειδών και για την παραπλάνηση του κοινού σχετικά με τους κινδύνους από την χρήση τους. Για αυτό και σύμφωνα με την Guardian η απόφαση για την αποζημίωση από την Johnson αναμένεται να επηρεάσει και άλλες φαρμακοβιομηχανίες ή παραγωγούς οπιοειδών ουσιών.
Την τελευταία δεκαετία πολλοί ειδικοί μιλούσαν για την χρήση συνταγογραφούμενων οπιοειδών ουσιών στις ΗΠΑ που παρουσίαζε χαρακτηριστικά “επιδημίας”. Σύμφωνα με το cnnhealth το 2017 κατεγράφησαν 47.600 θάνατοι από τη χρήση αυτών των ουσιών και με βάση τα στοιχεία του US Department of Health & Human Services (HHS) το 2017 καθημερινά 130 άνθρωποι πέθαιναν στις ΗΠΑ από τη χρήση των συγκεκριμένων φαρμάκων. Τα συνταγογραφούμενα οπιοειδή χρησιμοποιούνται σαν αναλγητικά και επηρεάζουν τις περιοχές του εγκεφάλου που ελέγχουν τον πόνο και τα συναισθήματα, δημιουργώντας στο χρήστη ευφορία. “Όσο ο χρήστης λαμβάνει την ουσία και ο εγκέφαλος συνηθίζει, σταδιακά συνήθως χρειάζεται περισσότερη δόση του φαρμάκου για να φτάσει στην ίδια θετική συναισθηματική κατάσταση, οδηγώντας τον σε εθισμό”(cnnhealth).
Oregon Health & Science University: Οι ασφαλιστικές δυσκολεύουν την πρόσβαση σε θεραπεία
Έρευνα που παρουσιάστηκε το Φεβρουάριο του 2019 από το Oregon Health & Science University και δημοσιεύτηκε στο Journal of the American Medical Association αναφέρει ότι “τα μέτρα ελέγχου του κόστους που εφαρμόζουν οι ασφαλιστικές εταιρείες στις ΗΠΑ ενδέχεται να χειροτερεύουν την επιδημία χρήσης οπιοειδών στο έθνος, περιορίζοντας την πρόσβαση σε αναγκαία θεραπεία για την αντιμετώπιση του εθισμού”.
Όπως επισημαίνει η μελέτη “Οι ασφαλιστικές εταιρείες υγείας καθιστούν εξαιρετικά δύσκολη τη συνταγογράφηση βουπρενορφίνης, ενώ καθιστούν εύκολη τη συνταγογράφηση των οπιοειδών που δημιούργησαν την κρίση…Η πρόσβαση στη βουπρενορφίνη έχει ζωτική σημασία, καθώς είναι η μόνη ανταγωνιστική ουσία που μπορεί να χρησιμοποιηθεί στην αντιμετώπιση του εθισμού από οπιοειδή. Η επόμενη λύση θα ήταν η χρήση μεθαδόνης όμως ποτέ ιστορικά η ουσία αυτή δεν έχει καλυφθεί από το σύστημα υγείας.”
Όπως αναφέρουν οι ερευνητές από το OHSU Oregon State University College “το ποσοστό των ασφαλιστικών προγραμμάτων που προσφέρουν βουπρενορφίνη χωρίς περιορισμούς έπεσε από το 89% το 2007 σε 35% το 2018. Συγκριτικά, διαπίστωσαν ότι η πρόσβαση στα οπιοειδή που τροφοδότησαν την επιδημία ήταν συγκριτικά εύκολη καθώς στο 93% έως 100% τοις εκατό των περιπτώσεων τα συνταγογραφούμενα οπιοειδή καλύφθηκαν από τις εταιρείες χωρίς περιορισμούς.
Οι λόγοι για τους περιορισμούς στη βουπρενορφίνη μπορεί να αντικατοπτρίζουν ανακριβείς αντιλήψεις για τον κίνδυνο ναρκωτικών, κοινωνικούς κανόνες που σχετίζονται με το στίγμα του εθισμού ή οικονομικούς προβληματισμούς”, γράφουν οι συγγραφείς.
Η βουπρενορφίνη, που εγκρίθηκε από την Υπηρεσία Τροφίμων και Φαρμάκων το 2002, ανακουφίζει από τα συμπτώματα στέρησης και τον πόνο και εξομαλύνει την λειτουργία του εγκεφάλου ενεργώντας στον εγκέφαλο όπως τα συνταγογραφούμενα οπιοειδή ή η ηρωίνη. Είναι ένα από τα τρία φάρμακα που εγκρίθηκαν από την FDA για τη θεραπεία της εξάρτησης από τα οπιοειδή, μαζί με τη μεθαδόνη και τη ναλτρεξόνη.
Η ασφαλιστική κάλυψη της βουπρενορφίνης φαίνεται να μειώνεται ακριβώς τη στιγμή που η φαρμακευτική αγωγή με οπιοειδή φαίνεται να χρησιμοποιείται κατά κόρον στη συνταγογράφηση των γιατρών. Η Υπηρεσία Κατάχρησης Ουσιών των ΗΠΑ και η Υπηρεσία για την Ψυχική Υγεία συνιστούν τη χρήση φαρμάκων όπως η βουπρενορφίνη ως αποτελεσματική απάντηση στη διαταραχή της χρήσης οπιοειδών.
Μάλιστα το Σεπτέμβριο του 2018, το Όρεγκον με κανονιστική παρέμβαση εμπόδισε τους παρόχους ιατρικών υπηρεσιών απεξάρτησης από το να αρνούνται να θεραπεύσουν τους ανθρώπους που παίρνουν βουπρενορφίνη.
“Πολλοί άνθρωποι εξακολουθούν να πιστεύουν ότι η θεραπεία με φάρμακα δεν είναι πραγματική ανάκαμψη”, δήλωσε ο Τοντ Κορτούι, M.D., M.P.H., professor of medicine και ένας από τους συγγραφείς της μελέτης. “Τα συντριπτικά επιστημονικά στοιχεία υποστηρίζουν ότι φάρμακα όπως η βουπρενορφίνη είναι πολύ πιο επιτυχημένα και ασφαλέστερα από ό, τι οι προσεγγίσεις μόνο με την αποχή.” Η βουπρενορφίνη σώζει ζωές”.
Δικαστής: Ψευδής και επικίνδυνη η διαφήμιση της Johnson
Λόγο για παραπλάνηση του καταναλωτικού κοινού με ψευδή και επικίνδυνη διαφήμιση πωλήσεων έκανε ο δικαστής Thad Balkman στην περίπτωση της Johnson. Σύμφωνα με όσα δημοσιεύονται στην Guardian ο δικαστής επεσήμανε ότι “η εκστρατεία οδήγησε σε εθισμό και θάνατο ανθρώπους στην πολιτεία και ενίσχυσε τη χειρότερη επιδημία φαρμάκων στην ιστορία των ΗΠΑ.
Ο δικαστής επίσης αναφέρει ότι οι κατηγορούμενοι ξεκίνησαν εκστρατεία προώθησης, στην οποία χρησιμοποίησαν διάφορους τρόπους για να διαδώσουν μηνύματα όπως μέσω των ιατρικών επισκεπτών και των γιατρών, λέγοντας ότι τα εν λόγω φάρμακα έφεραν ελάχιστο κίνδυνο εθισμού και ότι ήταν αποτελεσματικά για τη θεραπεία του χρόνιου πόνου. Ο δικαστής δήλωσε ότι οι ισχυρισμοί αυτοί «δεν υποστηρίζονται από αποδεικτικά στοιχεία υψηλής ποιότητας». Παράλληλα, υπήρξε η εξαιρετικά επιτυχημένη εκστρατεία “χωρίς λέξεις”, σε συνεννόηση με άλλους παραγωγούς φαρμάκων, για να επηρεάσουν την ιατρική πρακτική και τις κυβερνητικές ρυθμιστικές αρχές για την κλιμάκωση της συνταγογράφησης των οπιοειδών, και συνεπώς των πωλήσεων γενικότερα.
“Βασικό στοιχείο στη στρατηγική μάρκετινγκ των κατηγορουμένων για την υπέρβαση των φραγμών στη συνταγογράφηση των οπιοειδών ήταν η προώθηση της έννοιας ότι ο χρόνιος πόνος δεν έχει αντιμετωπιστεί σωστά και η αυξημένη συνταγογράφηση οπιοειδών ήταν η λύση”.
Ο δικαστής δήλωσε ότι αυτό συνέβαλε στην υπερπροσφορά οπιοειδών λόγω της αυξημένης συνταγογράφησης, η οποία προκάλεσε εξάρτηση και θανάτους.
“Οι ψευδείς, παραπλανητικές και επικίνδυνες εκστρατείες μάρκετινγκ έχουν προκαλέσει εκθετικά αυξανόμενα ποσοστά εθισμού και θανάτους από υπερβολική δόση”.
Ο δικαστής στην 42σέλιδη έκθεσή του διαπίστωσε ότι η Johnson & Johnson πρόβαλε διαστρεβλωμένους ή αναξιόπιστους ισχυρισμούς στους γιατρούς, υποστηρίζοντας ότι υπάρχει πολύ χαμηλό ποσοστό εξάρτησης.
“Το 2001, οι Εναγόμενοι πληροφορήθηκαν από δικούς τους συμβούλους ότι πολλά από τα κύρια μηνύματα μάρκετινγκ που χρησιμοποιούσαν για τα οπιοειδή φάρμακά τους και το Duragesic ήταν ιδιαίτερα παραπλανητικά. “
Το δικαστήριο επίσης διαπίστωσε ότι η Johnson & Johnson έχει επανειλημμένα προειδοποιήσει ότι οι προωθητικές ενέργειες για το Duragesic ήταν παραπλανητικές. Οι προειδοποιήσεις δεν προέρχονταν μόνο από την προτροπή όμως μόνο των συμβούλων της εταιρείας αλλά και από την Υπηρεσία Τροφίμων και Φαρμάκων (FDA). Η εταιρεία προσάρμοσε κάποιες πρακτικές της, αλλά διατήρησε την κεντρική προώθηση των πωλήσεών της ότι τα οπιοειδή της ήταν αποτελεσματικά, ασφαλή και θα μπορούσαν να συνταγογραφηθούν ευρέως χωρίς σημαντικό κίνδυνο εθισμού.
“Οι κατηγορούμενοι έδωσαν σημαντικά χρηματικά ποσά σε διάφορες ενώσεις,οργανώσεις και ομάδες ανθρώπων που σχετίζονται με την αντιμετώπιση του πόνου και επηρεάζουν τη συνταγογράφηση ιατρών και άλλων επαγγελματιών υγείας”.
Η Johnson & Johnson, μαζί με άλλες φαρμακοβιομηχανίες χρηματοδότησε επαγγελματικές οργανώσεις όπως η Αμερικανική Εταιρεία Πόνου για να καθησυχάσει τους γιατρούς ότι τα οπιοειδή ήταν ασφαλή και αποτελεσματικά. “Οι κατηγορούμενοι επίσης εστίασαν τη στρατηγική τους σε ιατρούς που έγραφαν πολλά οπιοειδή στην Οκλαχόμα, συμπεριλαμβανομένων των γιατρών που τελικά αντιμετώπισαν πειθαρχικές διαδικασίες ή ποινική δίωξη”.
Οι ιατρικοί επισκέπτες της Johnson & Johnson επικέντρωσαν τις προσπάθειες πώλησής τους σε γιατρούς που ήδη συνταγογραφούν οπιοειδή, ιδιαίτερα το OxyContin που κατασκευάζεται από την ανταγωνίστρια εταιρεία Purdue Pharma.
Αν και εκπρόσωποι της Johnson & Johnson εκπαιδεύτηκαν για να ασκήσουν πίεση στους γιατρούς για να αυξήσουν τη συνταγογράφηση οπιοειδών αναστέλλοντας τις ανησυχίες τους για τον εθισμό, η δύναμη πωλήσεων της εταιρείας δεν εκπαιδεύτηκε για να εντοπίσει γιατρούς ή κλινικές όπου συνταγογραφήθηκε ασυνήθιστα μεγάλος αριθμός οπιοειδών.
Πηγές: insurancejournal.com, sciencedaily.gr, theguardian.com