Μπορεί να μειώθηκαν το 2016 οι δαπάνες των νοικοκυριών λόγω της κρίσης, όπως αυτές καταγράφηκαν από την τελευταία έρευνα οικογενειακών προϋπολογισμών της ΕΛΣΤΑΤ, όμως η παραγωγή των ασφαλιστικών εταιρειών, σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΑΕΕ, σημείωσε άνοδο την ίδια περίοδο, καταδεικνύοντας την ανάγκη των καταναλωτών για ιδιωτικές υπηρεσίες ασφάλισης, σε μια εποχή που τα δημόσια συστήματα υγείας και συντάξεων έχουν απαξιωθεί σε μεγάλο βαθμό.
Του Πλάτωνα Τσούλου
Ειδικότερα, κατά την περυσινή χρονιά η συνολική µηνιαία δαπάνη των νοικοκυριών (αγορές) ανήλθε στα 5.713.151.430 ευρώ, καταγράφοντας µείωση κατά 2,5% ή 147.187.565 ευρώ σε σύγκριση µε το 2015, η µέση µηνιαία δαπάνη των νοικοκυριών για αγορές ανήλθε στα 1.392,03 ευρώ, καταγράφοντας µείωση 2% ή 28,97 ευρώ και η µέση συνολική δαπάνη για κάθε άτοµο ανήλθε στα 538,94 ευρώ, καταγράφοντας µείωση 2% ή 11,24 ευρώ.
Στην ίδια περίοδο, ωστόσο, βάσει στοιχείων της ΕΑΕΕ, η παραγωγή ασφαλίστρων Ζωής αυξήθηκε κατά 6,1%, οι ασφαλίσεις Ζημιών κατά 3,1%, οι λοιποί κλάδοι Ζημιών κατά 13,3%, πτωτικά κινήθηκαν μόνο οι ασφαλίσεις οχημάτων κατά 9,7%, ενώ σε σύνολο τα έσοδα των εταιρειών από ασφαλιστικές εργασίες αυξήθηκαν κατά 4,6%.
Κύκλοι της αγοράς σημειώνουν ότι, σε κάθε περίπτωση, τα στοιχεία της ΕΑΕΕ δεν είναι ευθέως συγκρίσιμα με αυτά της ΕΛΣΤΑΤ, δεδομένου ότι οι μετρήσεις των δύο φορέων βασίζονται σε εντελώς διαφορετικές παραδοχές, όμως αποτυπώνουν μια τάση στις δαπάνες, η οποία δείχνει ότι οι καταναλωτές βλέποντας τα δομικά προβλήματα των δημοσίων συστημάτων Υγείας και Συντάξεων και παρά την απαξίωση των εισοδημάτων τους, αυξάνουν τις δαπάνες τους για προγράμματα ασφάλισης της Υγείας ή για συνταξιοδοτικά προγράμματα.
Στη θετική αυτή εξέλιξη, κυρίως σε ότι αφορά τον κλάδο Υγείας, σημαντικό ρόλο παίζουν τα ετησίως ανανεούμενα ασφαλιστήρια συμβόλαια, που έχουν καταστεί ελκυστικά για τα νοικοκυριά, δεδομένου ότι τιμολογούνται κατά πολύ χαμηλότερα των ισόβιων προγραμμάτων.
Πάντως από τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, αν κάτι προσδίδει μια νότα αισιοδοξίας είναι ο δείκτης που δείχνει ότι το 2016 ο κίνδυνος φτώχιας μειώθηκε στο 11,3% του πληθυσμού από 13,4% που ήταν το 2015, εφόσον ληφθούν υπόψη όλες οι καταναλωτικές δαπάνες, ανεξάρτητα από τον τρόπο κτήσης τους. Ακόμη όμως κι αν για τον κίνδυνο φτώχιας ληφθεί υπόψη µόνον η ισοδύναμη δαπάνη µε τρόπο κτήσεως την αγορά, ο σχετικός δείκτης καταγράφεται οριακά μειωμένος στο 18,2% από 18,3% το 2015.