Σε πλήρη κατάρρευση βρίσκεται η δημόσια πρωτοβάθμια υγεία στη χώρα μας, τρία χρόνια μετά την δημιουργία του ΠΕΔΥ, καθώς το 40% των μονάδων του π. ΙΚΑ παραμένουν κλειστές λόγω έλλειψης ιατρικού και λοιπού προσωπικού, με αποτέλεσμα σήμερα να καλύπτεται μόλις το 5% των ασθενών από τις μονάδες αυτές.
Οι υπόλοιποι ασθενείς στρέφονται είτε στα νοσοκομεία, επιβαρύνοντας τη δευτεροβάθμια περίθαλψη, είτε απευθύνονται στον ιδιωτικό τομέα βάζοντας “το χέρι στην τσέπη”. Σύμφωνα με την ΠΟΣΕΥΠ ΕΟΠΥΥ – ΠΕΔΥ, “το Δημόσιο Πρωτοβάθμιο Σύστημα Υγείας στη χώρα μας, τρία χρόνια μετά τη ψήφιση του καταστροφικού νόμου 4238/14, βρίσκεται σε κατάσταση τεράστιων ελλείψεων κυρίως σε ιατρικό προσωπικό που καθιστούν ιδιαίτερα προβληματική τη λειτουργία των Μονάδων του. Την ίδια ώρα οι γιατροί που υπηρετούν βρίσκονται σε ομηρία και υπάρχει κίνδυνος να εγκαταλείψουν το σύστημα, εάν δεν ρυθμιστούν οι εργασιακές τους σχέσεις, με αποτέλεσμα την πλήρη κατάρρευση των Μονάδων.
Το 40% των Μονάδων έχει κλείσει μετά την απόλυση 2.500 γιατρών. Σήμερα υπηρετούν στο ΠΕΔΥ 2.200 ιατροί, με το 40% αυτών με δικαστικές αποφάσεις και έτσι βασικές ιατρικές ειδικότητες λείπουν από τις λειτουργούσες Μονάδες. Το αποτέλεσμα είναι ότι πολλές περιοχές της χώρας, ιδιαίτερα οι πιο απομακρυσμένες νησιωτικές και ορεινές περιοχές, έχουν μείνει ακάλυπτες από βασικές ιατρικές ειδικότητες. Τα εργαστήρια αδυνατούν να απορροφήσουν τις ανάγκες του πληθυσμού και έτσι οι ασφαλισμένοι αναγκάζονται να καταφεύγουν σε μεγάλους ιδιωτικούς ομίλους με αποτέλεσμα να επιβαρύνονται οι ίδιοι και ο Κρατικός Προϋπολογισμός. Στις Δημόσιες δομές του συστήματος εκτελείται μόνο το 5% των παραπεμπτικών.
Μείζονες περιοχές δεν διαθέτουν συγκεκριμένες ειδικότητες ιατρών, όχι μόνο στις δομές του ΠΕΔΥ, αλλά ούτε συμβεβλημένους ελεύθερους επαγγελματίες με τον ΕΟΠΥΥ. Οι συνέπειες για τους ασφαλισμένους είναι τεράστιες. Είτε καταφεύγουν στα Δημόσια Νοσοκομεία οπότε επιβαρύνεται δραματικά η δευτεροβάθμια περίθαλψη, είτε πληρώνουν ιδιώτη ιατρό. Οι ελλείψεις γιατρών επιβαρύνουν το σύστημα και με επείγουσες αεροδιακομιδές από απομακρυσμένες περιοχές.
Η κάθε αεροδιακομιδή έχει κόστος 15.000 έως 20.000 ευρώ. Τουλάχιστον οι μισές από τις οποίες γίνονται τελευταία, θα μπορούσαν να έχουν αποφευχθεί εάν υπήρχε ο κατάλληλος ιατρός στην περιοχή”. Όπως τόνισε ο πρόεδρος των γιατρών του ΠΕΔΥ κ. Παν. Ψυχάρης, “αναμένουμε από το κράτος να εκδώσει επίσημα επιστημονικά και οικονομικά στοιχεία. Πρέπει να υπάρχουν κίνητρα, ώστε οι ειδικευμένοι ιατροί να στελεχώσουν το Δημόσιο σύστημα υγείας, ιδίως στις απομακρυσμένες περιοχές. Αποτελεί ζήτημα αποφασιστικής σημασίας για τη Δημόσια Υγεία η ενίσχυση του συστήματος με ιατρικό προσωπικό, καθώς και η αναβάθμιση του εργαστηριακού τομέα. Η επισφαλής εργασιακή σχέση των χαμηλόμισθων επικουρικών ιατρών που γίνεται προσπάθεια να επανδρώσουν τις Μονάδες δεν είναι η λύση. Η πολιτική αυτή σε συνδυασμό με το πάγωμα νέων διορισμών στα Νοσοκομεία, οδηγεί τους νέους επιστήμονες σε μετανάστευση κυρίως σε χώρες της Ευρώπης. Πάνω από 12.000 Έλληνες Ιατροί -κυρίως ειδικευμένοι- έχουν μεταναστεύσει τα τελευταία 7 χρόνια.
Η Διοίκηση της Ομοσπονδίας, επισημαίνει ότι χρειάζεται επαναπρόσληψη των απολυμένων και ρύθμιση των εργασιακών σχέσεων. Η τελευταία ρύθμιση προβλέπεται στο νομοσχέδιο που ψηφίζεται τις επόμενες ημέρες στη Βουλή, και αφορά την ψυχική υγεία. Ο κ. Ψυχάρης τονίζει ότι πρέπει άμεσα να υπάρξει η δυνατότητα επαναπρόσληψης των απολυμένων ιατρών σε προσωποπαγείς θέσεις.
Η εργασιακή σχέση των ιατρών με δικαστικές αποφάσεις πρέπει να ρυθμιστεί με όρους κοινής λογικής και αμοιβαίας συνεννόησης μεταξύ ιατρών και κυβέρνησης. Η απόφαση πολλών ιατρών, αν θα παραμείνουν στο σύστημα ή θα φύγουν θα σχετίζεται και με το σχεδιασμό του πρωτοβάθμιου συστήματος Υγείας. Και δεδομένου ότι ο σχεδιασμός του νέου συστήματος δεν έχει νομοθετηθεί ακόμη, πρέπει να δοθεί ένα μεγάλο μεταβατικό στάδιο στο επιστημονικό προσωπικό να καθορίσει τη σχέση εργασίας του με το νέο πρωτοβάθμιο Δημόσιο σύστημα Υγείας.
Υπογραμμίζει μάλιστα, ότι ένα νέο σύστημα Υγείας δεν μπορεί να εφαρμοστεί πλήρως αν δεν περάσουν επτά με δέκα χρόνια, εφόσον βέβαια έχει εξασφαλιστεί πλήρως η χρηματοδότησή του. Και καταλήγει σημειώνοντας πως “η Υγεία δεν είναι χώρος για πειραματισμούς, είναι χώρος μεγάλης ευθύνης”.
Πηγή: healthmag.gr