Σε πλήρη εξέλιξη βρίσκεται ο ακήρυχτος πόλεμος ανάμεσα στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και τους Ευρωπαίους, με φόντο την κρίση χρέους που μαστίζει την ευρωζώνη και τους χειρισμούς για την αντιμετώπισή της. Ειδικότερα το ζήτημα της βιωσιμότητας του ελληνικού χρέους, αναδεικνύεται σε διελκυστίνδα ανάμεσα στο διεθνή οργανισμό και την Ευρώπη, ιδιαίτερα τη Γερμανία.
Η εριστική συμπεριφορά του κ. Πωλ Τόμσεν κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων ανάμεσα στην τρόικα και την ελληνική κυβέρνηση αλλά και η έκθεση της Bundesbank όσον αφορά τους χειρισμούς της κρίσης χρέους, είναι δύο ενδεκτικά παραδείγματα του ηλεκτρισμένου κλίματος ανάμεσα στις δύο πλευρές. Την ίδια ώρα, το μπαράζ δημοσιευμάτων που εστιάζουν στο ελληνικό χρέος και το χρόνο εκταμίευσης της δόσης των 31,5 δισ. προκαλεί ανησυχία στην ελληνική κυβέρνηση. Δεν είναι η πρώτη φορά άλλωστε που ενώ βρίσκονται σε εξέλιξη δύσκολες διαπραγματεύσεις με την τρόικα, ξένα δημοσιεύματα λειτουργούν ως μοχλός πίεσης προς την ελληνική πλευρά, η οποία βρίσκεται στη μέση αυτής της διαμάχης ΔΝΤ – ΕΕ.
Σημείο τριβής το OSI – Ο ρόλος Τόμσεν
Είναι γεγονός ότι το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο δεν κρύβει την επιθυμία του για ένα haircut στα ομόλογα του «επίσημου τομέα», πρόταση στην οποία Ευρωπαϊκή Ένωση και Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα δηλώνουν κατηγορηματικά αντίθετες. Το θέμα αυτό είχε τεθεί στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων και πριν την υλοποίηση του PSI και είχε απορριφθεί καθώς η Ευρωζώνη έθεσε “βέτο”. Μόνο τυχαία δεν μπορεί να χαρακτηριστεί η εριστική συμπεριφορά του εκπροσώπου του ΔΝΤ, Πωλ Τόσμεν, καθώς η εμμονή του για πιο σκληρά μέτρα λιτότητας εντάσσεται ακριβώς σε αυτό το πλαίσιο. Η συμπεριφορά του αντανακλά την πίεση που ασκεί το ΔΝΤ προς τους Ευρωπαίους εταίρους, ώστε να αναλάβουν μεγαλύτερο μερίδιο της ελληνικής διάσωσης και να προχωρήσουν σε ένα νέο “κούρεμα” του ελληνικού χρέους. Μάλιστα δεν λείπουν οι αναλυτές που προχωρούν ένα βήμα παραπέρα κι εκτιμούν ότι το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο επιθυμεί την αποτυχία του ελληνικού προγράμματος, ώστε αναγκαστικά ΕΕ και ΕΚΤ να δεχθούν το λεγόμενο OSI.
Τα «καρφιά» της Bubdesbank
Μέσα σε αυτό το σκηνικό έντασης τα «καρφιά» της Bundesbank δεν άργησαν. Η γερμανική κεντρική τράπεζα προειδοποίησε το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο να μην αναλαμβάνει τόσο μεγάλο ρίσκο στα χρηματοδοτικά της προγράμματα για χώρες σε κρίση, υποστηρίζοντας ότι μειώνει έτσι τις πιθανότητες επιτυχίας των προγραμμάτων. Στη μηνιαία της έκθεση για τον Σεπτέμβριο, η Bundesbank δήλωσε ότι από την αρχή της δεκαετίας του 2000 και ιδιαίτερα όσο διαρκεί η οικονομική κρίση παγκοσμίως, το ΔΝΤ «έχει επιδείξει αυξημένη προθυμία» να παράσχει χρηματοδότηση με πιο χαλαρούς όρους στις χώρες που έχουν ανάγκη. Αυτό ωστόσο, συνοδεύεται από υψηλότερα ρίσκα για το ΔΝΤ και τους πιστωτές του. Η ανάληψη ρίσκου τέτοιου μεγέθυους θα μεταμορφώσει το μηχανισμό ρευστότητας σε ένα ινστιτούτο πίστωσης». Η Bundesbank προειδοποίησε το ΔΝΤ κατά της υπερβολικής εξάρτησης από τον ιδιωτικό τομέα για τη χρηματοδότηση του προγράμματος, δηλώνοντας ότι αυτό, όχι μόνο συνεπάγεται τον κίνδυνο να συντριβεί η θεσμική δομή του ΔΝΤ, αλλά θα μπορούσε να μειώσει τις πιθανότητες επιτυχίας των προγραμμάτων προσαρμογής που υποστηρίζονται από το ΔΝΤ. Οι σημερινές εμπειρίες σε συγκεκριμένες χώρες όπου εφαρμόζονται προγράμματα οδηγούν στο συμπέρασμα ότι δεν έχουμε πάντα τις απαιτούμενες επιτυχίες στις προσαρμογές, σημειώνει η Bundesbank «καρφώνοντας» την ελληνική περίπτωση. Της έκθεσης της Bundesbank είχε προηγηθεί η εσωτερική έκθεση του ΔΝΤ στην οποία ο Οργανισμός υποστηρίζει ότι η συνεργασία με τους ευρωπαϊκούς θεσμούς της τρόικα στα προγράμματα βοήθειας χωρών της Ευρωζώνης οδήγησε συχνά στην καθυστέρηση της λήψης αποφάσεων και κάποιες φορές στον αποκλεισμό μέτρων, όπως της αναδιάρθρωσης του χρέους της Ελλάδας, αναφέρει εσωτερική έκθεση του Ταμείου, όπως αποκάλυψε το Bloomberg. Το δημοσίευμα αυτό ήρθε για να επιβεβαιώσει την κόντρα ανάμεσα στις δύο πλευρές σχετικά με τη διαχείριση της κρίσης. Τα στελέχη του ΔΝΤ σημειώνουν ότι, ενώ η συνεργασία του Ταμείου με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και την ΕΚΤ για την από κοινού διαμόρφωση των πακέτων βοήθειας για την Ελλάδα, την Ιρλανδία και την Πορτογαλία ήταν χρήσιμη και βελτιώθηκε με το πέρασμα του χρόνου, πρόσθεσε ένα επίπεδο περιπλοκότητας στο σχεδιασμό και τον έλεγχο των όρων για τη χορήγηση των δανείων. Η έκθεση, η οποία εξετάζει τα προγράμματα βοήθειας του ΔΝΤ από το 2002 έως τον Σεπτέμβριο του 2011, αποκαλύπτει τις εντάσεις που υπάρχουν στο εσωτερικό της τρόικα, σε μία περίοδο που το Ταμείο μπορεί να κληθεί να βοηθήσει στον έλεγχο χωρών στο πλαίσιο του προγράμματος αγοράς ομολόγων από την ΕΚΤ. Η έκθεση του Ταμείου αντανακλά τη δυναμική στις διαβουλεύσεις που βρίσκονται σε εξέλιξη μεταξύ των τριών θεσμών της τρόικα, καθώς πρέπει να αποφασίσουν για τη χορήγηση στην Ελλάδα του δανείου των 130 δισ. ευρώ, που συμφωνήθηκε στο πλαίσιο του δεύτερου προγράμματος βοήθειας, σχολιάζει ο κ. Τόμας Κόστεργκ, οικονομολόγος της τράπεζας Standard Chartered στο Λονδίνο. Σύμφωνα με την έκθεση, το μέγεθος και η διάρκεια της ενίσχυσης της ρευστότητας από την ΕΚΤ ήταν μεταξύ των «ευαίσθητων θεμάτων» που κατέληγαν σε «μακρές συζητήσεις». Οι διευθυντές του Διοικητικού Συμβουλίου του ΔΝΤ, οι οποίοι συζήτησαν την έκθεση στις 5 Σεπτεμβρίου, «εξέφρασαν μεγάλου εύρους απόψεις για τα πρόσφατα μεγάλης κλίμακας προγράμματα για τις χώρες της Ευρωζώνης» και «ενθάρρυναν τα στελέχη του Ταμείου να εξάγουν έγκαιρα προκαταρκτικά διδάγματα από τις περιπτώσεις αυτές, συμπεριλαμβανομένου του συντονισμού με τους εταίρους στην τρόικα και τους τρόπους σχεδιασμού των προγραμμάτων και τους όρους πολιτικής». Τα στελέχη του Ταμείου αναφέρουν ότι ο αριθμός και η φύση των μέτρων που τίθενται ως όροι για τη χορήγηση των δανείων στην Ευρωζώνη κινούνται αντίθετα στις πρόσφατες προσπάθειες να υπάρχουν λίγοι και στοχευμένοι όροι. Σύμφωνα με την έκθεση, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή προσπάθησε να εισάγει σαρωτικές αλλαγές σε ορισμένες χώρες, που περιλάμβαναν τη δημόσια διοίκηση, το δικαστικό σύστημα και την αγορά εργασίας.