Την επιρροή της πανδημίας του κορωνοϊού δείχνει έρευνα της Mercer Marsh Benefits για τις παροχές υγείας στους εργαζόμενους στα επόμενα χρόνια.
Το 68% των ασφαλιστών αναμένουν αύξηση των απαιτήσεων αποζημιώσεων λόγω της διάγνωσης, φροντίδας και θεραπείας περιπτώσεων που σχετίζονται με τον Covid-19, ενώ τα ιατρικά κόστη αναμένεται να ξεπεράσουν κατά πολύ τον πληθωρισμό και το 2021. Επίσης η απομακρυσμένη και ευέλικτη εργασία θα οδηγήσει σε σημαντικές αλλαγές στα προγράμματα παροχών που χρηματοδοτούνται από τον εργοδότη.
Όπως επισημαίνεται στην έρευνα η διαταραχή στην παροχή υγειονομικής περίθαλψης και οι διαρκείς αλλαγές στα πρότυπα εργασίας που προκαλούνται από την πανδημία Covid-19 θα έχουν σημαντικό αντίκτυπο τόσο στο κόστος όσο και στον σχεδιασμό των παροχών υγείας που προσφέρονται από τον εργοδότη, σύμφωνα με νέα έκθεση της Mercer Marsh Benefits (MMB).
Η έκθεση MMB Health Trends: 2020 InsurerSurvey (παλαιότερα γνωστή ως Medical HealthTrends Around the World) επικεντρώνεται σε προγράμματα υγείας από εργοδότες σε 59 χώρες, εξαιρουμένων των Ηνωμένων Πολιτειών, που παρέχονταν από τις αρχές Ιουνίου έως τα μέσα Ιουλίου 2020. Η φετινή έκθεση περιέχει τον ετήσιο πίνακα ποσοτικών ιατρικών τάσεων, που βασίζεται σε μεγάλο βαθμό στα δεδομένα που παρείχαν σχεδόν 240 ασφαλιστικές εταιρείες και πρόσθετο περιεχόμενο πέρα από τις οικονομικές πτυχές της ασφαλιστικής κάλυψης.
Η έρευνα αποκαλύπτει ότι to 2019 oι ασφαλιστές ανέφεραν αυξήσεις κόστους 9,7%, δηλαδή ελάχιστα λιγότερο από 3 φορές το ποσοστό του πληθωρισμού. Το 2020, αναμένουν αύξηση στα ιατρικά κόστη κατά 9,5%, δηλαδή περίπου 3,5 φορές το ποσοστό πληθωρισμού. Για το 2021, το 90% των ασφαλιστών αναμένουν ότι η τάση αυτή θα διατηρηθεί ή θα αυξηθεί.
Σχολιάζοντας τα ευρήματα, ο κ. Hervé Balzano, Πρόεδρος, Healthand Mercer Marsh Benefits International Leader, δήλωσε: «Ο Covid-19 είχε βαθιές επιπτώσεις σε όλους τους τομείς της κοινωνίας και της οικονομίας, συμπεριλαμβανομένης της υγειονομικής περίθαλψης. Με την αναμενόμενη επανέρναρξη των θεραπειών που αναβλήθηκαν κατά τη διάρκεια του lockdown, την αύξηση των αρνητικών εξελίξεων σε θέματα υγείας που σχετίζονται με την εξ αποστάσεως εργασία και τον καθιστικό τρόπο ζωής, συμπεριλαμβανομένων των μυοσκελετικών και προβλημάτων ψυχικής υγείας, καθώς και τη συνεχιζόμενη ανησυχία σχετικά με τις μακροπρόθεσμες επιπτώσεις του Covid-19 στη σωματική και ψυχική υγεία, περιμένουμε να εξακολουθήσουν να αυξάνονται τα ιατρικά κόστη». Ο κ. Balzano συνέχισε: «Προκειμένου να ανταποκριθούν στις νέες προκλήσεις που θέτει η απομακρυσμένη εργασία και να περιορίσουν το αυξανόμενο κόστος, οι εταιρείες πρέπει να επανεξετάσουν ριζικά το φάσμα των παροχών που προσφέρουν στους υπαλλήλους τους και τον τρόπο με τον οποίο τις προσφέρουν».
Η κρίση του Covid-19 κατέδειξε το πόσο ευάλωτα είναι τα υπάρχοντα συστήματα παροχών σε εργαζομένους, πολλά από τα οποία δεν μπορούν να παρέχουν πρόσβαση ή να διαχειρίζονται εξ αποστάσεως. Με πολλούς εργοδότες να αναζητούν τώρα παρόχους που μπορούν να προσφέρουν πρόσθετες υπηρεσίες, όπως φροντίδα ψυχικής υγείας, προληπτική φροντίδα και ένα βελτιωμένο φάσμα ψηφιακών και διαδικτυακών υπηρεσιών, οι ασφαλιστές προσπαθούν όλο και περισσότερο να διευρύνουν τις επιλογές λύσεών τους.
Η έρευνα διαπίστωσε αύξηση του αριθμού των ασφαλιστών που προσφέρουν ιατρική συμβουλευτική εικονικά ή υπηρεσίες «τηλεϊατρικής», με το 59% να λέει ότι ήταν ενεργή παράμετρος της τρέχουσας προσέγγισής τους για τη διαχείριση του προγράμματος, από 38% το 2019. Επιπλέον, το 55% των ασφαλιστών καλύπτουν τώρα προληπτικές ενέργειες για την υγεία, όπως οι εξετάσεις, με επιπλέον 20% να δηλώνουν ότι πειραματίζονται ή έχουν αναπτύξει σχέδια για να ξεκινήσουν κάτι ανάλογο εντός των επόμενων 24 μηνών. Τα χρηματοδοτούμενα από τον εργοδότη προγράμματα θα συνεχίσουν να διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στην παροχή υπηρεσιών υγείας που χρειάζονται οι άνθρωποι. Για παράδειγμα, λίγο περισσότεροι από τους μισούς ασφαλιστές αναμένουν ότι αυτού του είδους τα προγράμματα θα καλύπτουν τους εμβολιασμούς Covid-19, ειδικά στη Λατινική Αμερική.
Η έρευνα διαπίστωσε, επίσης, ότι παραμένουν κενά στην υποστήριξη ψυχικής υγείας, παρά την αύξηση της ζήτησης που παρατηρήθηκε κατά την πανδημία. Για παράδειγμα, η εικονική συμβουλευτική ψυχικής υγείας δεν είναι ακόμη ευρέως διαδεδομένη, με μόνο το ένα τρίτο των ασφαλιστών να την προσφέρουν παγκοσμίως, ενώ το 32% των ασφαλιστών δεν παρέχει προγράμματα που να καλύπτουν υπηρεσίες ψυχικής υγείας. Αυτό συμβαίνει παρά το γεγονός ότι σε όλες τις περιφέρειες, οι ασφαλιστές θεωρούν τα ιδιωτικά συστήματα υγείας που υποστηρίζονται από τον εργοδότη ως πιο αποτελεσματικά από τα δημόσια στην παροχή της απαραίτητης πρόληψης, διάγνωσης και θεραπείας ψυχικών διαταραχών.
Η κ. Amy Laverock, επικεφαλής συμβουλών και λύσεων της MMB, πρόσθεσε: «Καθώς αυξάνονται τα ιατρικά κόστη και μεγαλώνει η ύφεση, είναι σημαντικό περισσότερες εταιρείες να επικεντρωθούν στο να διασφαλίσουν ότι οι παροχές τους βελτιώνουν την υγεία, την ευημερία, την παραγωγικότητα και το επίπεδο δέσμευσης των υπαλλήλων τους. Η υγεία του εργατικού δυναμικού είναι ένα κρίσιμο πλεονέκτημα για τις επιχειρήσεις, που τις βοηθά να ενισχύσουν την επιχειρηματική απόδοσή τους και να διαχειριστούν αποτελεσματικά τον κίνδυνο από συμβάντα που μπορεί να πλήξουν τους ανθρώπους τους. Τα προγράμματα υγείας πρέπει να θεωρούνται επένδυση στους ανθρώπους, και όχι μόνο απαραίτητο έξοδο».