Η κρίση που βιώνουμε τα τελευταία χρόνια έχει μεταβάλει ριζικά τον τρόπο με τον οποίο σκεφτόμαστε σε όλα τα επίπεδα: πολιτικό, οικονομικό, κοινωνικό, ατομικό. Το σημαντικότερο νομίζω μήνυμα που έλαβε ο ‘Ελληνας από αυτή την εμπειρία είναι πως πρέπει να είναι προετοιμασμένος για όλα τα ενδεχόμενα, να μη θεωρεί καμία κατάσταση παγιωμένη και να προετοιμάζεται με τις δικές του δυνάμεις για τυχόν αλλαγές της οικονομικής του θέσης κάνοντας αυτό που λέμε «διαχείριση κινδύνου». Αναπόσπαστο μέρος του οικονομικού προγραμματισμού και της διαχείρισης κινδύνου ενός νοικοκυριού, μιας επιχείρησης ή/και του κράτους είναι η ασφάλιση, αποτελώντας τον βέλτιστο τρόπο οργάνωσης των οικονομικών ώστε και το κόστος να μην είναι δυσβάσταχτο και τη στιγμή της επέλευσης του κινδύνου το άτομο, ο οργανισμός ή το κράτος να λάβουν την απαραίτητη οικονομική ενίσχυση, με τη μορφή της ασφαλιστικής αποζημίωσης, για να επανέλθουν στην προτέρα κατάσταση.
Η τρέχουσα, παρατεταμένη και βαθιά κρίση βρίσκει την ελληνική κοινωνία έντονα υπασφαλισμένη, με τα ασφάλιστρα να αποτελούν το 2,4% του ΑΕΠ τη στιγμή που ο ευρωπαϊκός μέσος όρος φτάνει σχεδόν το 9%. Το κοινωνικό κράτος των τελευταίων δεκαετιών άφησε «ατροφική» την ασφαλιστική συνείδηση του Έλληνα, δίνοντάς του την αίσθηση ότι μπορεί να του παρέχει πλούσιες καλύψεις -ιδιαίτερα στη σύνταξη και την υγεία- για «πάντα».
Στον ζωτικής σημασίας τομέα των συντάξεων, για παράδειγμα, το αναδιανεμητικό σύστημα, μέσω του οποίου το κράτος διαχειριζόταν τις εισφορές, έχει καταρρεύσει και είναι πλέον αδύνατον να ανταποκριθεί στις αυξημένες απαιτήσεις των πολιτών, λόγω της αναστροφής της δημογραφικής πυραμίδας και της αύξησης του προσδόκιμου ζωής των πολιτών. Ο Έλληνας της γενιάς του baby-boom, ελλείψει άλλης πρόβλεψης, θα πρέπει είτε να ξοδέψει από το απόθεμά του είτε να δανειστεί, επιλογές εξαιρετικά περιορισμένες την εποχή της κρίσης, για να διατηρήσει ένα ελάχιστο επίπεδο οικονομικής και κοινωνικής αξιοπρέπειας στα χρόνια της σύνταξης.
Ο Έλληνας σήμερα ζει περισσότερο σε σχέση με το παρελθόν. Το προσδόκιμο ζωής για τους άνδρες το 1970 ήταν τα 71,6 έτη και η μέση ηλικία συνταξιοδότησης τα 67,3 έτη (δηλαδή 4,3 συντάξιμα χρόνια). Το 2011 το προσδόκιμο ζωής για τους άνδρες ήταν τα 78,5 έτη και η μέση ηλικία συνταξιοδότησης τα 61,8 έτη (δηλαδή 16,7 συντάξιμα χρόνια) [Πηγή: OECD]. Επομένως υπάρχει μια αύξηση κατά 288% των συντάξιμων χρόνων που πρέπει να χρηματοδοτηθούν από έναν οικονομικά ασθενέστερο (λόγω κρίσης) και αριθμητικά μικρότερο (λόγω ανεργίας και αναστροφής της δημογραφικής πυραμίδας) πληθυσμό, ενώ ταυτόχρονα το επίπεδο διαβίωσης των πολιτών που θα πρέπει να διατηρηθεί είναι σημαντικά υψηλότερο σε σχέση με το παρελθόν.
Με την αναγκαστική συρρίκνωση του κοινωνικού κράτους, που αποτυπώνεται στα απομειωμένα αποθεματικά των Ταμείων, είναι πλέον επικίνδυνο να είναι κανείς ανασφάλιστος. Η αντικειμενικά μεγάλη δυσκολία του κράτους να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις των καιρών, η ανάγκη για στήριξή του με κάθε δυνατή ενέργεια καθιστούν αναγκαία τη δημιουργία ενός νέου μοντέλου ασφάλισης με τη συμμετοχή του ιδιωτικού φορέα σε τομείς όπως οι συντάξεις, η υγεία αλλά και η περιουσία. Το υπάρχον σύστημα δεν θα μπορέσει να ανταποκριθεί στις οικονομικές συνέπειες μιας καταστροφής ευρείας κλίμακας, όπως π.χ. ενός σεισμού. Γίνεται σαφής επομένως η σημασία και η αξία της μεταφοράς του οικονομικού κόστους του κινδύνου, για ένα επιμέρους μικρό ασφάλιστρο από την οικονομική μονάδα (το νοικοκυριό, την επιχείρηση, το κράτος), στα ασφαλιστικά κεφάλαια. Το αποδεκτό μείγμα κοινωνικής και ιδιωτικής ασφάλισης χρειάζεται να προσδιοριστεί μέσα από το διάλογο και τα κατάλληλα μέτρα να θεσπιστούν για την εφαρμογή του.
Η ελληνική ασφαλιστική αγορά είναι έτοιμη να αναλάβει τον κρίσιμο ρόλο που της αναλογεί σε ένα διευρυμένο ασφαλιστικό σύστημα διαθέτοντας όλα τα χαρακτηριστικά που την καθιστούν τον καταλληλότερο φορέα για την υλοποίηση αυτού του σχεδίου: τεχνογνωσία, βαθιά εμπειρία και κατάλληλη υποδομή (ανθρώπινο δυναμικό, κεφάλαια και τεχνολογία). Ο κλάδος της ιδιωτικής ασφάλισης, παρ’ όλη την πτώση της παραγωγής που έρχεται ως συνέπεια της οικονομικής ύφεσης, εξακολουθεί να βρίσκεται δίπλα στους ασφαλισμένους και να ανταποκρίνεται στις υποχρεώσεις του, παρέχοντας σταθερά τα τελευταία χρόνια αποζημιώσεις άνω των €3 δισ. ετησίως σε εκατοντάδες χιλιάδες πελάτες, παρά το γεγονός ότι την περσινή χρονιά η ασφαλιστική αγορά έγραψε ζημίες ύψους €611 εκατ. Το 2011 οι μέτοχοι των ασφαλιστικών εταιρειών απορρόφησαν πλήρως τις οικονομικές επιπτώσεις του PSI, που ανήλθαν περίπου σε €2 δισ. για το σύνολο της αγοράς, χωρίς καμία επίπτωση στους ασφαλισμένους. Ο σοβαρός εποπτικός έλεγχος της Τράπεζας της Ελλάδος και το θεσμικό πλαίσιο που γίνεται ολοένα και πιο αυστηρό (με κύριο άξονα το νέο ευρωπαϊκό καθεστώς Solvency II το οποίο θέτει όχι μόνο υψηλές κεφαλαιακές απαιτήσεις αλλά και ποιοτικές αλλαγές στον τρόπο οργάνωσης και λειτουργίας των ασφαλιστικών εταιρειών) διασφαλίζουν πλέον την αξιοπιστία και τη φερεγγυότητα της αγοράς.
Το ασφαλιστικό προϊόν δεν είναι αγαθό πολυτελείας. Είναι ένα κοινωνικό αγαθό η έλλειψη του οποίου, κυρίως σε περιόδους κρίσης, μπορεί να επιφέρει οικονομική καταστροφή. Είναι πια η ώρα να αντιμετωπίσουμε, ατομικά και κοινωνικά, την πραγματικότητα με τη σοβαρότητα που απαιτείται και να χτίσουμε ένα μακροπρόθεσμα αποτελεσματικό και βιώσιμο σύστημα. Η κοινωνία μας θα πρέπει να οργανωθεί με τέτοιον τρόπο ούτως ώστε η κοινωνική ασφάλιση να παρέχει στους πολίτες ένα ελάχιστο δίχτυ ασφαλείας, κάτι οικονομικά εφικτό με βάση τα δημοσιονομικά δεδομένα, και να θεσμοθετήσει τα συστήματα εκείνα που θα επιτρέψουν τη μεταφορά κινδύνων συμπληρωματικά στον ιδιωτικό τομέα για τα υπόλοιπα – ειδικά στον τομέα των συντάξεων και των φυσικών καταστροφών. Υπάρχουν παραδείγματα εφαρμογής σε πάρα πολλές χώρες του κόσμου. Πρέπει όμως όλα αυτά να αποκρυσταλλωθούν γρήγορα σε αποφάσεις, διότι η εφαρμογή τέτοιων συστημάτων απαιτεί πολύ χρόνο. Ο καιρός γαρ εγγύς!