Τα τελευταία χρόνια έχει καταγραφεί ένα ράλι αυξήσεων στα ασφάλιστρα υγείας, το οποίο έχει επιβαρύνει τους Έλληνες καταναλωτές, που προσπαθούν να διατηρήσουν τα συμβόλαιά τους σε περιόδους όπου η αγοραστική δύναμη του εισοδήματός τους είναι μειωμένη. Στα λεγόμενα ισόβια προγράμματα οι ασφαλισμένοι κλήθηκαν να καταβάλουν έως και 15% υψηλότερα ασφάλιστρα, ενώ στα ετησίως ανανεούμενα οι αυξήσεις έφτασαν στο 7-8%.
του Νίκου Μωράκη (Δημοσιεύτηκε στο “Κ” της ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗΣ στο αφιέρωμα “ασφάλιση υγείας”)
Με περίπου ένα εκατομμύριο να έχουν ατομικά συμβόλαια υγείας, εκ των οποίων περίπου το 25% έχουν ασφαλίσεις μακροχρόνιας διάρκειας, οι συνεχείς αυξήσεις οδήγησαν τον Ιανουάριο του 2025 στην παρέμβαση της κυβέρνησης, με τον υπουργό Ανάπτυξης Τάκη Θεοδωρικάκο να δηλώνει από το βήμα της Βουλής ότι θα προχωρήσει αμέσως σε νομοθετική ρύθμιση για να περιορίσει τις αυξήσεις. Η παρέμβαση μάλιστα έγινε σε δύο χρονικά επίπεδα: πρώτον, για το 2025 ο υπουργός ζήτησε η αύξηση των ασφαλίστρων να μην ξεπερνά το 7% μεσοσταθμικά και, δεύτερον, δημιουργήθηκε ένα νέο πλαίσιο με τροπολογία, το οποίο θα τεθεί σε ισχύ από τον Ιανουάριο του 2026.
→ τι ορίζει η τροπολογία για τα ασφάλιστρα υγείας
Η τροπολογία που πέρασε στις 15 Ιανουαρίου φέρνει δύο σημαντικές αλλαγές από τον επόμενο χρόνο. Η πρώτη είναι ότι η αναπροσαρμογή των ασφαλίστρων θα γίνεται με βάση τον Ετήσιο Δείκτη Αναπροσαρμογής μακροχρόνιων ασφαλίσεων υγείας της ΕΛΣΤΑΤ και όχι με βάση τον δείκτη υγείας του ΙΟΒΕ, ο οποίος αποτέλεσε μέχρι τώρα το μέτρο για τις αυξήσεις. Ταυτόχρονα, προβλέπει ότι οι εταιρείες θα πρέπει να δημοσιεύουν σε διακριτή ιστοσελίδα του σάιτ τους τις τιμολογιακές αναπροσαρμογές στα προγράμματά τους, με την ανακοίνωση να περιλαμβάνει τουλάχιστον την ονομασία του ασφαλιστικού προϊόντος, το ποσοστό της αναπροσαρμογής του ασφαλίστρου και τον χρόνο έναρξης ισχύος της αναπροσαρμογής. Η δεύτερη παρέμβαση σχετίζεται με τη διαφάνεια στις χρεώσεις των υπηρεσιών ιδιωτικής υγείας, που αποτελεί καθοριστικό παράγοντα της διαμόρφωσης του κόστους των ασφαλίστρων. Σε μια αγορά όπου το κόστος της ιδιωτικής υγείας καθίσταται συνεχώς ακριβότερο ως υπηρεσία για τις ασφαλιστικές, φτάνοντας σε σημείο να έχουν υψηλά loss ratio, μοιραία οι αυξήσεις περνούν και στους καταναλωτές. Με δεδομένο μάλιστα ότι η αγορά της ιδιωτικής υγείας στη χώρα μας είναι ολιγοπωλιακή, χάνεται το πλεονέκτημα του ανταγωνισμού των τιμών που λειτουργεί προς όφελος των καταναλωτών.
Η τροπολογία φαίνεται πως, θέλοντας να αντιμετωπίσει ζητήματα που αφορούν τη διαφάνεια και τη «δίκαιη» τιμολογιακή πολιτική, επιβάλλει στα νοσηλευτήρια να ανακοινώνουν δημόσια τις τιμές των παρεχόμενων υπηρεσιών τους, ιδίως για κάθε είδος ιατρικής ή νοσηλευτικής πράξης που προσφέρουν στους καταναλωτές, καθώς και το ύψος αναπροσαρμογής της τιμής τους από την αμέσως προηγούμενη. Η ανακοίνωση θα γίνεται με τη μορφή πίνακα-τιμοκαταλόγου, σε διακριτή σελίδα του ιστότοπου της επιχείρησης με τίτλο «τιμές υπηρεσιών υγείας».
→ ρίχνοντας τις τιμές
Το ζήτημα των αυξημένων ασφαλίστρων αποτελεί αναμφίβολα σημείο μεγάλου προβληματισμού για τις ασφαλιστικές, καθώς εκεί συναντούν μια σημαντική τροχοπέδη: το κόστος των υπηρεσιών υγείας, το οποίο σε καμία περίπτωση δεν μπορούν να ελέγξουν. Μιλώντας σχετικά με την τροπολογία, ο υπουργός Ανάπτυξης είχε δηλώσει στη Βουλή ότι προτίθεται να απευθυνθεί εκ νέου στην Επιτροπή Ανταγωνισμού και να ζητήσει την άμεση ανακοίνωση ελέγχου για την ύπαρξη καρτέλ στον χώρο της ιδιωτικής υγείας. Τα νούμερα πάντως είναι αυτά που αποτυπώνουν και την πραγματικότητα των ασφαλισμένων, καθώς, λόγω του μεγάλου κόστους, σταδιακά φαίνεται ότι πολλοί ασφαλισμένοι εγκατέλειψαν τα μακροχρόνια προγράμματα ασφάλισης υγείας που είχαν. Έτσι, από 711.000 ασφαλισμένους με ισόβια συμβόλαια το 2011, έφτασαν τους 370.000 το 2018 και τους 255.000 το 2023. Από την αρχή η Ένωση Ασφαλιστικών Εταιρειών είχε επισημάνει ότι πρέπει να υπάρξει ολοκληρωμένη και αποτελεσματική προσέγγιση στη διαχείριση της αύξησης των ασφαλίστρων υγείας, τονίζοντας ότι πρέπει να ρυθμιστούν όλοι οι παράγοντες που επιβαρύνουν το κόστος. Μάλιστα, στις αρχές του 2025 οι ασφαλιστικές εταιρείες, παρά το γεγονός ότι ο κλάδος υγείας ήταν ζημιογόνος, προχώρησαν σε ανακοινώσεις σχετικά με την τιμολογιακή πολιτική που θα ακολουθούσαν μέσα στο έτος. Η μία μετά την άλλη, παραμερίζοντας το τεχνικό πρόβλημα που αφορά τις ίδιες και επί της ουσίας εμφανίζει ζημιές στις παραγωγές τους, ανακοίνωσαν ότι οι αυξήσεις τους μεσοσταθμικά δεν θα περάσουν το 8%, με στόχο να στηρίξουν τους καταναλωτές.
Ως προς τις ρυθμίσεις για τις επιχειρήσεις παροχής υγείας, οι ασφαλιστικές αναφέρουν: Μια νοσηλεία δεν συνίσταται μόνο από υπηρεσίες, αλλά περιλαμβάνει και υλικά, ειδικά και υγειονομικά, και φάρμακα, το κόστος των οποίων φτάνει στο 40% του συνολικού κόστους της νοσηλείας. Η συμπερίληψη αυτών στους τιμοκαταλόγους είναι αναγκαία. Οι τιμοκατάλογοι συνιστούν ένα βήμα αλλά όχι επαρκές. Διαφάνεια και συγκράτηση του αυξανόμενου κόστους των νοσηλειών μπορεί να επιτευχθεί με τη γενικευμένη εφαρμογή του συστήματος Gr-DRG από τις ιδιωτικές κλινικές, ανεξαρτήτως του ποιος πληρώνει – είτε πρόκειται για τον ΕΟΠΥΥ, είτε για την ιδιωτική ασφάλιση, είτε για τον πολίτη που προσέρχεται απολύτως ιδιωτικά.
τι προτείνει η ΕΑΕΕ:
Γενίκευση της εφαρμογής των DRGs στον ιδιωτικό τομέα για εξορθολογισμό του αυξανόμενου κόστους των νοσηλειών, του βασικότερου με άλλα λόγια παράγοντα διαμόρφωσης του ασφαλίστρου.
Ενίσχυση του ανταγωνισμού στον τομέα της υγείας μέσω απλοποίησης του πλαισίου για τη δημιουργία νέων ιδιωτικών κλινικών και την ταχύτερη προσέλκυση επενδύσεων στον τομέα αυτόν.
Επανεξέταση του ΦΠΑ 24% στις ιδιωτικές υπηρεσίες υγείας για μείωση της επιβάρυνσης.
Ελάφρυνση της φορολογικής επιβάρυνσης 15% στα ασφάλιστρα υγείας ώστε να γίνουν πιο προσιτά.
Σύμπραξη Δημόσιου και Ιδιωτικού Τομέα (ΣΔΙΤ) μέσω συνεργασίας των ασφαλιστικών εταιρειών με δημόσια νοσοκομεία, προς όφελος των πολιτών, των ασφαλισμένων και των εσόδων του κράτους.