Εκ του πάντα επίκαιρου τίτλου αυτού άλλοι μεν θα πονηρευτούν, άλλοι δε θα μυγιαστούν. Δεν πρόκειται όμως ούτε περί των μεν ούτε περί των δε, αλλά περί των αρχαίων Αθηναίων της λεγόμενης κλασικής εποχής.
Ο παγκοσμίως αναγνωρισμένος και τιμημένος Κερκυραίος Καθηγητής και Ακαδημαϊκός Ανδρέας Μ. Ανδρεάδης (1876-1935) στο δίτομο και μνημειώδες έργο του με τίτλο «Ιστορία της Ελληνικής Δημόσιας Οικονομίας, από των ομηρικών μέχρι των ελληνομακεδονικών χρόνων» (η ορθή και αληθής αναφορά του σε «ελληνομακεδονικούς χρόνους» τιμωρήθηκε μετά θάνατον και εσωτερικά, με δόλια λήθη και διδακτικό αποκλεισμό του), αναφέρει τα εξής (Α΄ τόμος, σελ. 315, εκδόσεις «Παπαδήμα»).
«Τρεις ήταν οι κυριότεροι μισθοί:
α) Ο βουλευτικός, β) ο δικαστικός, γ) ο εκκλησιαστικός».
Η απλή και μόνο ανάγνωση των τίτλων αυτών είναι δυνατόν να οδηγήσει σε εντελώς εσφαλμένες κατανοήσεις και επιπλέον να προκαλέσει σοβαρή σύγχυση περί των τότε και τώρα δημοκρατικών θεσμών.
Κατά το Συγγραφέα λοιπόν και αναλυτικά οι τρεις παραπάνω μισθοί ήταν:
α) Ο βουλευτικός
Μία (1) δραχμή κατά συνεδρίαση και συμμετοχή στη Βουλή, που μετά τα Χρυσά Χρόνια του Περικλή μειώθηκε κατά το 1/6 αυτής (5 οβολοί).
Οι συνεδριάσεις της Βουλής δεν υπερέβαιναν τις 300 ετησίως, εξαιτίας των εορτών και των διακοπών, που πρόθυμα αντέγραψαν και αύξησαν τα νεότερα συστήματα.
«Βουλευτής» ήταν τιμητικό αξίωμα, αλλά και υποχρέωση προσφοράς υπηρεσιών στα κοινά, ετήσιας διάρκειας και διά κλήρου μεταξύ των πολιτών -όχι ψήφου-, χωρίς κανένα απολύτως προσωπικό όφελος, αντίθετα με οικονομική και χρονική επιβάρυνσή του, στοιχείο που μετέτρεπε το αξίωμα σε ανεπιθύμητο και αποφευκτέο. Ο «μισθός» είχε την έννοια καλύψεως των σημερινών, πραγματικών όμως, εξόδων παραστάσεως, οπότε ακριβώς για το λόγο αυτό χορηγούνταν και κατά παράσταση.
Πόσοι όμως ήταν οι «βουλευτές» και ποια η τότε Βουλή;
Ο Συγγραφέας επικαλείται την «Αθηναίων Πολιτεία» του Αριστοτέλη, στην οποία αναφέρεται ο αριθμός των «βουλευτών» διά των λέξεων «βουλή δε πεντακόσιοι».
Μεταξύ των 500 «βουλευτών» κληρώνονταν και ένας μικρός αριθμός «πρυτάνεων», που ήταν οι συντονιστές και προσέφεραν περισσότερες υπηρεσίες, υπηρετούντες το σύνολο και τους πολίτες (υπουργούντες δηλαδή) και για το λόγο αυτό αμείβονταν σταθερά με μία (1) δραχμή ημερησίως, ανεξάρτητα από συνεδριάσεις ή μη της Βουλής.
Για να κατανοήσουμε ποια ήταν η Βουλή και ποια η τότε Δημοκρατία της, θα πρέπει πρώτα να κατανοήσουμε ποιοι ήταν οι πολίτες που τις συνέθεταν. Και εδώ μπαίνουμε στα δύσκολα, που εύλογα και κατανοητά αποκρύβονται έκτοτε, για να πειστούμε όχι για τη διδαχή του κόσμου από την αθηναϊκή Δημοκρατία, αλλά κυρίως για τα επιλεκτικά τμήματα αντιγραφής και εφαρμογής αυτής.
Πολίτης λοιπόν και κατά την τότε έννοια δεν υπήρξε έκτοτε και ουδαμού της Γης μέχρι των ημερών μας, διότι:
Ο Αθηναίος πολίτης ήταν ελεύθερος και αληθής Εταίρος-Μέτοχος του Δήμου και του θεσμού της Δημοκρατίας του, σιτιζόμενος και αμειβόμενος υπ΄ αυτού, χωρίς να πληρώνει κανένα είδος φόρου για τα κοινά του Δήμου και του εαυτού του, θεωρουμένου ότι η φορολόγηση του πολίτη μετατρέπει αυτόν σε υποτελή και υπήκοο, οπότε παύει να είναι πολίτης.
Για τη διάκριση και κατανόηση της υψηλότατης έννοιας αυτής, πρέπει να αναφερθεί ότι υποκείμενος σε φόρο ήταν ο ανελεύθερος και στερούμενος πολιτικών δικαιωμάτων, ο μέτοικος (ξένος), ο κατεκτημένος, ο υποτελής σύμμαχος, ο δούλος κ.λπ.
Αντίθετα, ο τότε πολίτης ως Εταίρος-Μέτοχος των κοινών συμμετείχε εξ ιδίων του στις «αυξήσεις του εκάστοτε κεφαλαίου», διά συναποφασιζόμενων εισφορών, ελεύθερες χορηγίες για την παιδεία, τέχνη, πόλεμο και άλλα κοινά, από τα οποία ωφελούνταν άμεσα αλλά και βλάπτονταν από τις κοινές ζημίες και φθορές των κοινών!
Από αυτού, του εκλείψαντος, είδους των πολιτών κληρώνονταν οι ετησίως 500 «βουλευτές και πρυτάνεις» και αυτοί, μετ΄ άλλων που θα δούμε, συνέθεταν και λειτουργούσαν τη Βουλή του Δήμου ή της Πόλεως-Κράτους του τότε μεγάλου και ισχυρού ελληνισμού.
β) Ο δικαστικός
Ο μισθός αυτός καθιερώθηκε από τον Περικλή και ήταν αρχικά ένας (1) οβολός (1/6 της δραχμής) ή ένα διώβολο (2/6 της δραχμής), ανάλογα με τις προσφερόμενες υπηρεσίες. «Καταστρατηγήσαντος δ΄ όμως του Κλέωνος ανεβιβάσθη εις τρεις οβολούς και έμεινεν τοσούτος καθ΄ όλον τον δ΄ αιώνα», αναφέρει ο ίδιος Συγγραφέας.
Για να κατανοηθεί η αξία της τότε δραχμής με τη σημερινή, αν υπήρχε έστω και σε τριώβολο (η Ελλάδα μπορεί να εκτυπώσει μόνο κέρματα μέχρι 2 ευρώ), πρέπει να αναφερθεί, από την ίδια πάντα πηγή, ότι ο Παρθενώνας κόστισε 4,2 εκατ. δρχ., η Χρυσελεφάντινη Αθηνά 6 εκατ. δρχ. και τα Μεσαία Τείχη 18 εκατ. δρχ., ποσά τεράστια για την εποχή εκείνη, αφού το ημερομίσθιο ενός ελεύθερου εργάτη, ναύτη και στρατιώτη, ήταν περί τις 3 δρχ. Ένα βόδι στην εποχή του Σόλωνα κόστιζε 5 δρχ. και ένα πρόβατο 1 δρχ., με αύξηση της αξίας αυτών από της εποχής του Περικλή και μετά μέχρι το εικοσαπλάσιο. Η αξία της τότε δραχμής, με τις υποδιαιρέσεις της σε 6 οβολούς, πρέπει να πολλαπλασιαστεί τουλάχιστον κατά 700 φορές, για να προσεγγίσουμε τα 2 ευρώ που μπορεί να εκτυπώνει η υποτελής σε άλλους σημερινή Αθήνα.
Τιμητικό αξίωμα διά κλήρου και ετησίως ήταν και αυτό του «δικαστή».
Επειδή όμως η Αθήνα δίκαζε και υποθέσεις των «συμμάχων» της, όπως ας πούμε η όποια σημερινή Χάγη και επειδή δίκαζε ατελείωτες πολιτικές υποθέσεις πολυλογάδων και επαγγελματιών συκοφαντών, έστησε εισπρακτική «μηχανή» τεραστίων εσόδων της από την επιβολή εξόδων και προστίμων. Είχε σοβαρούς λόγους να αυξάνει συνεχώς τις δίκες, όπως σήμερα αυξάνει συνεχώς και τις δίκες και τους φόρους.
Μόνο ο αριθμός των 6.000 αμειβομένων εκ των κοινών «δικαστών», που ήταν, κατά εποχές, το 5 μέχρι και 15% του πληθυσμού των πολιτών της, επιβεβαιώνει τα παραπάνω και αποδεικνύει περίτρανα τον τρόπο αντιγραφής και εφαρμογής εκείνης της αυθεντικής Δημοκρατίας με τις άσχετες σημερινές, όπου οι πολιτικές δίκες «δικάζονται» από τους Βουλευτές κάθε Κόμματος και όχι από κληρωτούς ή φυσικούς Δικαστές. Στις τότε ελληνικές Δημοκρατίες οι κληρωτοί πολίτες δίκαζαν τους πολιτικούς και άλλους εξουσιαστές.
γ) Ο εκκλησιαστικός
Εδώ μη βιαστείτε να σκεφτείτε μισθούς υπηρετούντων θρησκείες, δόγματα και εκκλησίες. Καμία απολύτως σχέση με τα σημερινά δεδομένα και αμαρτωλά ιερωμένα.
Από το ρήμα «καλώ» και την πρόθεση «εκ» προήλθαν οι λέξεις «εκκλησία» και «έκκλητος».
Κατά τους βασικούς κανόνες της αυθεντικής αθηναϊκής Δημοκρατίας δεν μπορούσε να λειτουργήσει η Βουλή των «βουλευτών» της αν δε συμμετείχε το ουσιαστικό στοιχείο αυτής, που ήταν οι εκφράζοντες γνώμη πολίτες της, οι οποίοι ήταν, πάντα και υποχρεωτικά, καλεσμένοι και καλούμενοι «Εκκλησία του Δήμου». Αυτοί και αφού άκουγαν τους ρήτορες («βουλευτές», «δικαστές» κ.λπ.) αποφάσιζαν επί όλων των θεμάτων.
Επειδή όμως η πολυλογία των ρητόρων, οι πολιτικαντισμοί, οι κλίκες και οι αβανταδόροι είχαν καταντήσει βαρετοί και ενοχλητικοί, υπήρχε απροθυμία συμμετοχής εκκλησιαζόντων και εκκλησιαζουσών. Για να υπάρχει κίνητρο συμμετοχής, αντικαταστάθηκε η αρχική τιμητική χορήγηση συμβόλου (π.χ., φύλλο ελιάς) με χρήμα και συγκεκριμένα με έναν (1) οβολό κατά συμμετοχή.
Αργότερα αυξήθηκε σε διώβολο, μετά σε τριώβολο και μέχρι μία (1) δραχμή. Ο εκκλησιαστικός μισθός έφτασε μέχρι 9 οβολούς (1 ½ δρχ.) και γενικεύτηκε προς όλους τους πολίτες.
Φαντάζεστε να καλούνταν οι σημερινοί «πολίτες» στην όποια και κάθε Βουλή των «δημοκρατιών» του κόσμου και αφού άκουγαν τους ρήτορες-εισηγητές να αποφάσιζαν αυτοί και να εισέπρατταν μέχρι και τα διπλάσια αυτών κατά παράσταση;
Μπορεί να λειτουργήσει παρόμοια Βουλή σε οποιαδήποτε σημερινή «Δημοκρατία»; Κι όμως, στις αληθείς Δημοκρατίες των αρχαίων ελληνικών πόλεων και των αληθών πολιτών τους λειτούργησε.
Πώς όμως, πέρα από το ασύγκριτο υψηλό πνεύμα, άντεξε οικονομικά και πρακτικά η αυθεντική Δημοκρατία, ειδικά της εδώ περιγραφόμενης αρχαίας Αθήνας;
Την απάντηση δίδει ο ίδιος Συγγραφέας, Καθηγητής και Ακαδημαϊκός Ανδρέας Ανδρεάδης, αποκαλύπτοντας μεταξύ άλλων διδακτικών του ότι μεταξύ των μισθοδοτούμενων της αρχαίας Αθήνας υπήρχαν και οι ελλησποντοφύλακες!
Την κατηγορία των αμειβομένων αυτών και κυρίως την ουσία του σκοπού της αμοιβής των την έχετε ακούσει άλλη φορά;
Μήπως τη διδαχθήκαμε από τα «χρήσιμα σχολικά βιβλία» και τους κρατικώς αμειβόμενους «μεταδότες γνώσεων»; Μήπως δε γνωρίζουν αυτά τα καταλυτικώς σοβαρά για τους Έλληνες ή μήπως υπάρχουν άλλοι λόγοι σιωπής;
Ώστε λοιπόν οι αρχαίοι Αθηναίοι πλήρωναν μισθούς φυλάκων τους στον Ελλήσποντο και ήλεγχαν τα στενά, εξασφαλίζοντες πρώτα και πάνω απ΄ όλα τα σιτηρά από τη Θράκη και τον Πόντο για την επιβίωση των ιδίων και την εμπορία τους στη Νοτιοελλαδική Συμμαχία τους, αλλά και για τη λειτουργία της Δημοκρατίας κατά το ύψιστο πνεύμα τους και τις τότε χρηματιστηριακές «μπίζνες» τους. Στο ίδιο βιβλίο αποκαλύπτεται η πηγή τρόπου λειτουργίας των σημερινών «παπαγαλακίων» με το τότε «χρηματιστήριο σιτηρών» και εντέχνων αυξήσεων των τιμών από τις 3 δρχ. μέχρι και τις 15 δρχ. κατά μέδιμνο σιτηρών (400%), διά ρυθμιζόμενων «ειδήσεων» περί «κλεισίματος των στενών» για αυξήσεις και «σιτοπομπών πλοίων» για μειώσεις, που ακόμη και εντός μίας ημέρας αυξομειώνονταν οι τιμές μέχρι 30%, όπως τα «μαθητούδια» των αρχαιοελλήνων κάνουν με τα σημερινά πετρέλαια, αέρια, επιτόκια και λοιπές αρπαχτές, γνωστές εδώ και 2.500 χρόνια στην Ελλάδα.
Όταν ο έλεγχος των στενών αυτών περιήλθε στον Φίλιππο της Μακεδονίας, η Μακεδονία έγινε ο Ηγέτης των Ελλήνων, αλλά και του τότε γνωστού κόσμου, ως Πρώτος Ημιπλανητάρχης.
Μετά ήρθαν οι Ρωμαίοι στα ίδια στενά, οι Βυζαντινοί, οι Οθωμανοί και οι Δυτικοί, για να ορίσει τελικά «μισθωτό φύλακά» της ο ένας μόνον Ημιπλανητάρχης, διά των υπ΄ αυτού διατηρούμενων «γειτόνων» μας. Εμείς και ως κάποτε φύλακες των ιδίων στενών και σταυροδρομίων σαφώς δεν τους κάναμε ως «φύλακες-σύμμαχοι», ακριβώς επειδή θα… ξυπνούσαμε!
Το γεγονός ότι ο Κερκυραίος Καθηγητής τιμήθηκε και υπήρξε μέλος της Γαλλικής Ακαδημίας, της Αγγλικής Βασιλικής Εταιρείας και κυρίως της Ακαδημίας Πολιτικών Επιστημών της Ν. Υόρκης, βεβαιώνει ότι όχι απλώς διάβασαν τις γραφές του, αλλά κυρίως εφάρμοσαν τις διδαχές του!
Και στη νεοταξική Αθήνα των μετοίκων της τι έπραξαν οι «Πανέλληνες» και σύγχρονοι «ελληνοταμίες» της;
Απλώς έθαψαν τα παγκοσμίου αποδοχής και χρήσεως δημοσιονομικά του Κερκυραίου Καθηγητή και «άξιος ο μισθός τους»!
Κατανοητοί συνεπώς και από όλους οι λόγοι και τρόποι της εξαθλίωσης και του ευτελισμού του ελληνισμού, από πτώσεως του ελληνομακεδονισμού, και ποιοι οι λόγοι και οι σκοποί αποκοπής και αλλοίωσης της ιστορικής Μακεδονίας και της Θράκης από τα λείψανα των κάποτε Ελλησποντοφυλάκων και Ηπειροκρατούντων.
Ο Μελάς Γιαννιώτης είναι
Πρόεδρος του Ομίλου ΙΝΤΕΡΣΑΛΟΝΙΚΑ και της Ένωσης Ασφαλιστών Βορείου Ελλάδος.