Στην ελληνική κοινωνία ακούς ταυτόχρονα δύο εκ διαμέτρου αντίθετες απόψεις. Η πρώτη, ότι «ο έλληνας πληρώνει πολλά λεφτά στις ασφαλιστικές εταιρείες και δεν έχει ασφάλιση, δεν είναι ευχαριστημένος». Η δεύτερη, ότι «ο έλληνας είναι ανασφάλιστος, ξοδεύει ελάχιστα για ιδιωτική ασφάλιση γιατί δεν εμπιστεύεται τις ασφαλιστικές εταιρείες». Ποιά είναι η αλήθεια; Τι πραγματικά ισχύει; Η απάντηση είναι απλή, ισχύουν και τα δύο, με κοινό παρονομαστή την δυσαρέσκεια του έλληνα για την ιδιωτική ασφάλιση, αλλά και την στρεβλή ανάπτυξή της.
Ας πάρουμε τα πράγματα με την σειρά. Καταρχήν, ο έλληνας δεν πληρώνει πολλά χρήματα στις ασφαλιστικές εταιρείες. Αυτό που κάνει να του φαίνονται πολλά είναι η συνολική αρνητική άποψη που έχει για την ασφαλιστική αγορά. Έτσι κι΄αλλοιώς, ασφαλιστική παιδεία δεν υπήρχε και δεν υπάρχει και η πρώτη επαφή της μεγάλης πλειοψηφίας των ελλήνων με την ασφαλιστική αγορά τα προηγούμενα χρόνια ήταν η στιγμή της ασφάλισης του πρώτου του αυτοκινήτου ή, ακόμα χειρότερα, η στιγμή του πρώτου ατυχήματος. Εκεί ανακάλυπτε ότι «η ασφαλιστική αγορά είναι απατεώνες», όχι για κανέναν άλλον λόγο, αλλά γιατί κάτι άλλο είχε στο μυαλό του, κάτι άλλο νόμιζε, κάτι άλλο είχε καταλάβει. Η άγνοια τον οδηγούσε σε συμπεράσματα που τις περισσότερες φορές δεν ήταν σωστά, αλλά έχτιζαν σιγά-σιγά την δυσπιστία. Ήρθαν και οι δεκάδες ανακλήσεις αδειών λειτουργίας των τελευταίων 2-3 δεκαετιών, που όλα τα μέσα μαζικής ενημέρωσης κάθε φορά τις πρόβαλαν λες και χαιρόντουσαν για ότι είχε συμβεί και η ατομική δυσπιστία και δυσαρέσκεια μετατράπηκε σε «πιστεύω» της κοινωνίας, σε υποσυνείδητη συλλογική θέση.
Φυσικά, η περίπτωση του ομίλου Ασπίς, με τεράστιες ευθύνες της Πολιτείας, έδωσε και την χαριστική βολή σε μια αγορά που φαινόταν ότι είχε αρχίσει να στέκεται αξιοπρεπώς στα πόδια της και να στοχεύει σε καλύτερες «ευρωπαϊκές» μέρες.
Ο συνδυασμός του σκανδάλου Ασπίς με την παρατεταμένη πολυετή ύφεση και δραματική μείωση του διαθέσιμου εισοδήματος, αποτέλεσαν το εκρηκτικό μείγμα για την πυροδότηση της πορείας προς τα πίσω. Μια ποσοτική οπισθοδρόμηση που παρά την αδιαμφισβήτητη ποιοτική εξέλιξη των τελευταίων χρόνων, τόσο σε επίπεδο προϊόντων όσο και σε επίπεδο προσφερομένων υπηρεσιών, στένεψε πολύ τα όρια. Ανεξάρτητα από την εσωστρέφειά μας και την παρουσίαση προς τα έξω επιχειρημάτων όπως «η αγορά άντεξε, η μείωση είναι σχεδόν ανάλογη της μείωσης του ΑΕΠ» ή ότι «άλλες αγορές κατάρρευσαν, η ασφαλιστική όχι», η αλήθεια είναι ότι οι υποχρεωτικές ασφαλίσεις (αστική ευθύνη οχημάτων-σκαφών και δανειοδοτημένα ακίνητα) λειτούργησαν εν πολλοίς, ως κολώνες σωτηρίας.
Σε κάθε περίπτωση, το 2011 αναλογούν στον κάθε κάτοικο αυτής της χώρας 439 ευρώ ετήσια ασφάλιστρα, χωρίς βέβαια τους φόρους και τις κρατήσεις υπέρ τρίτων. Από αυτά, τα 191 ευρώ αφορούν σε ασφαλίσεις ζωής και 248 στις υπόλοιπες ασφαλίσεις κατά ζημιών. Η αναλογία αυτή βέβαια εξηγείται σχετικά εύκολα, αφού τα θέματα της σύνταξης και της περίθαλψης ο έλληνας τα είχε εναποθέσει στο κράτος, το οποίο απλόχερα παρείχε τις καλύψεις. Προς θεού, αυτό δεν ήταν κακό, απλώς έγινε τόσο απρογραμμάτιστα και χωρίς ίχνος κοστολόγησης, που κάποια μέρα έσκασε. Υψηλές συντάξεις και υψηλό επίπεδο περίθαλψης είναι (ή τουλάχιστον ήταν) ζητούμενα από κάθε πολιτισμένη κοινωνία, απλώς εδώ έγινε μάλλον τυχαία, ρουσφέτι στο ρουσφέτι, μπάλωμα στο μπάλωμα, παροχή στην παροχή και φυσικά χωρίς ίχνος ορθολογικής δομής και εποπτείας. Πάρε κόσμε… και ψήφισέ μας…
Έτσι λοιπόν, ο έλληνας έμαθε ότι «σύνταξη και υγεία» στο κράτος, ασφαλιστική αγορά ίσον αυτοκίνητο, σπίτι λόγω δανείου και κάποια ατυχήματα. Α, βέβαια και το ομαδικό στην δουλειά. Εκεί η ιδιωτική ασφάλιση ήταν καλή, δεν ήταν «απατεώνες» γιατί είχαμε ομαδικό που κάλυπτε «τα πάντα», που δεν το πληρώναμε και ολοκληρο!
Με ποιές προϋποθέσεις λοιπόν να αναπτυχθεί η ασφαλιστική αγορά σε τομείς όπως η σύνταξη και η υγεία, όταν είχε ως κύριο αντίπαλο το ίδιο το κράτος; Αν υπήρχε πραγματικά (ελληνική; διεθνής;) Ανεξάτητη Αρχή Ανταγωνισμού, θα έπρεπε να είχε καταδικάσει το Ελληνικό κράτος για αθέμιτο ανταγωνισμό κατ’ εξακολούθηση. Αυτό βέβαια δεν νομιμοποιεί οποιονδήποτε (και κυρίως τους πολιτικούς εξουσίας) να αποφασίζουν μονομερώς την διάλυση της ελληνικής κοινωνίας σε χρόνο dt, να θεωρούν παράνομο και προκλητικό ότιδήποτε οι ίδιοι (!) είχαν νομοθετήσει τα προηγούμενα χρόνια και να γυρνάν τον διακόπτη από τις full παροχές στο μηδέν, στην εξαθλίωση, στα συσσίτια.
Τι γίνεται όμως στην Ευρώπη; Για την ίδια χρονιά, το 2011, ο ευρωπαίος ξόδεψε 1.816 ευρώ για προγράμματα ιδιωτικής ασφάλισης, τα τετραπλάσια δηλαδή από τον έλληνα. Είχε και τετραπλάσιους μισθούς; Δεν νομίζω. Και το σημαντικότερο, από τα 1.816 αυτά ευρώ, τα 1.072 αφορούν στο κλάδο ζωής και μόνο τα 744 στους υπόλοιπους κλάδους κατά ζημιών. Ο ευρωπαίος πολίτης, μπορεί να πληρώνει τα τριπλάσια για τους κλάδους κατά ζημιών (744 ευρώ έναντι 248 του έλληνα), αλλά ξοδεύει τα εξαπλάσια σχεδόν για τον κλάδο ζωής (1.072 ευρώ έναντι 191 του έλληνα) γιατί ξέρει ότι από εκεί θα πάρει σύνταξη και περίθαλψη.. Το κράτος θα εξαντλήσει την παροχή του σε ένα α επίπεδο και μετά, μέσω του δεύτερου και του τρίτου πυλώνα, ο κάθε εργαζόμενος, ο κάθε πολίτης, η κάθε επαγγελματική ομάδα, η κάθε τάξη αποφασίζει τι ακριβώς θέλει. Το ξέρει από τότε που θα γεννηθεί, ως άτομο, ως οικογένεια, ως κοινωνία.
Έχει κάθε δικαίωμα καθένας μας να συμφωνεί ή να διαφωνεί. Έχει επίσης κάθε δικαίωμα να παλεύει, να αγωνίζεται για μια άλλη κοινωνία. Όταν όμως μιλάμε για αγορές και μεγέθη, όταν συγκρίνουμε ή σχολιάζουμε, πρέπει καταρχήν να μιλάμε την ίδια γλώσσα. Για να έχουμε πιθανότητα να βγάλουμε και χρήσιμα συμπεράσματα, προς την μια ή την άλλη κατεύθυνση.