Συνέντευξη του Πλάτωνα Τήνιου, Αναπληρωτή Καθηγητή Στατιστικής και Ασφαλιστικής Επιστήμης του Πανεπιστημίου Πειραιώς, στον Πλάτωνα Τσούλο
«Δεν πρέπει να παραμείνουμε στη λογική της “μεταρρύθμισης με δόσεις”, σε ένα σύστημα το οποίο θα έχει και πάλι την ανάγκη νέων μεταρρυθμίσεων. Οι περιορισμένης έκτασης παρεμβάσεις λειτουργούν ισοπεδωτικά στο σύστημα.»
Τα ανωτέρω δηλώνει σε συνέντευξή του στο «AM», ο Επίκουρος Καθηγητής Στατιστικής και Ασφαλιστικής Επιστήμης του Πανεπιστημίου Πειραιώς, Πλάτων Τήνιος, αναφερόμενος στην πρωτοβουλία της κυβέρνησης να αναθεωρήσει το συνταξιοδοτικό καθεστώς της χώρας και προσθέτει ότι το αρμόδιο υπουργείο, προκειμένου να ξεπεράσει το πρόβλημα, οφείλει να επικεντρωθεί στις ανάγκες της οικονομίας και όχι στις ανάγκες του συνταξιοδοτικού.
Ποια είναι η πρότασή σας για τη νέα αναμόρφωση του συνταξιοδοτικού;
Καταρχήν θα ήθελα να επισημάνω ότι όποιες αλλαγές υλοποιήθηκαν στο συνταξιοδοτικό σύστημα της χώρας κατά τη διάρκεια των μνημονίων, το μόνο που πέτυχαν ήταν η «αναπαλαίωση» ενός αναχρονιστικού καθεστώτος. Αν θέλαμε να έχει απτά αποτελέσματα η σημερινή δομή, θα έπρεπε να είχε εισαχθεί όταν το πρόβλημα επισημάνθηκε για πρώτη φορά – τη δεκαετία του 1960. Όμως, ο κόσμος αλλάζει, πλέον, με ταχείς ρυθμούς, οι οικονομίες αναδομούνται, οι εργασιακές σχέσεις ανατρέπονται. Έτσι, ο τρόπος με τον οποίο επιχειρούμε να αλλάξουμε το συνταξιοδοτικό δεν ανταποκρίνεται πλέον στις απατήσεις της εποχής.
Την περίοδο των μνημονίων δομήθηκε ένα νέο σύστημα συνταξιοδότησης με όρους δεκαετίας του ’60. Γι΄ αυτό σε κάθε περίπτωση θα το χαρακτήριζα ακατάλληλο για τις ανάγκες και τις στοχεύσεις του σήμερα. Σε αντιδιαστολή, η πρόταση που είχαμε συνυποβάλλει με τον καθηγητή Μιλτιάδη Νεκτάριο προέβλεπε την πλήρη ανατροπή του υφιστάμενου συστήματος. Βάσιζε τη δομή της στη λογική ότι προέχουν οι ανάγκες της οικονομίας και έπονται οι ανάγκες της ασφάλισης, και όχι αντιστρόφως. Έτσι, με την ανάπτυξη της οικονομίας θα καλύπτεται κεφαλαιακά το συνταξιοδοτικό σύστημα της χώρας. Με απλά λόγια, πρέπει πρώτα να σκεφθούμε τι χρειάζεται η οικονομία μας και μετά να μεταρρυθμίσουμε το συνταξιοδοτικό κι όχι πρώτα να αλλάξουμε το συνταξιοδοτικό και μετά να αναλογιστούμε τις συνέπειες που θα προκληθούν στην οικονομία. Σε κάθε περίπτωση θεωρώ ότι όποια πρόταση κι αν υιοθετήσουμε θα πρέπει να φροντίσουμε να μην υποθηκεύουμε το μέλλον των νέων γενεών. Το μέλλον όσων θέλουν να εργασθούν και να προσφέρουν στη χώρα.
Άρα ποιοι πρέπει να έχουν τον πρώτο «λόγο» σε μια μεταρρύθμιση, αυτοί που κατέβαλλαν τα προηγούμενα χρόνια τις εισφορές τους στα Ταμεία ή οι μελλοντικοί εργαζόμενοι;
Να διευκρινίσουμε πρώτα ότι το προηγούμενο σύστημα αναγνώριζε ορισμένες ακραίες «γενναιοδωρίες», όπως κι ότι δεν ήταν ακριβοδίκαιο στη διαχείριση των εισφορών σε σχέση με τις χορηγούμενες παροχές. Σαφώς και οφείλεις να εγγυηθείς όσους προηγούνται μιας ασφαλιστικής μεταρρύθμισης. Όμως αυτό δεν πρέπει να γίνεται αποκλειστικά σε βάρος των νέων εργαζόμενων. Δεν μπορούν να πληρώνουν μόνο αυτοί για τις αμαρτίες του παρελθόντος. Καλό είναι να παραδεχθούμε ότι στο παρελθόν υπήρξαν «νησίδες» υπερπροστασίας σε ένα… πέλαγος ανεπάρκειας. Ένα κεντρικό ζητούμενο είναι η διαχείριση του κόστους «κληρονομιάς» του παρελθόντος – που δυστυχώς αξιολογείται ως υψηλό. Θα έλεγα ότι η παρούσα κυβέρνηση επιχειρεί να επιμερίσει τα περισσότερα από τα εν λόγω βάρη στους εργαζόμενους, σημερινούς και αυριανούς και όχι στους συνταξιούχους. Ίσως θα έπρεπε να επιδιωχθεί η αποκοπή των βαρών και η αντιμετώπισή τους χωριστά, διότι στο τέλος της ημέρας θα πρέπει να υπάρξει αυτό που ονομάζουμε «ισορροπία μεταξύ γενεών» – διαγενεακή δικαιοσύνη.
Πόσο γρήγορα καλείται σήμερα να «τρέξει»η κυβέρνηση;
Μια οικονομία όπως αυτή της Ελλάδας που είχε χρεοκοπήσει, δεν διαθέτει την πολυτέλεια του χρόνου. Υποχρεούται να ακολουθήσει έναν γρήγορο βηματισμό, να κάνει επιλογές που επιφέρουν άμεσα αποτελέσματα κι όπως προανέφερα να υιοθετεί λύσεις που δεν θα προκαλέσουν ανάσχεση στην οικονομία. Με σύστημα που φαίνεται να θέλει να προτείνει η κυβέρνηση, οι αλλαγές θα επέλθουν σε βάθος χρόνου, μετά από δυο – τρεις δεκαετίες. Πρόκειται για πρόταση που υποβαθμίζει τις όποιες επιπτώσεις υπάρξουν στην οικονομία και άρα για πολλά έτη θα έχει μηδενικό όφελος για τη χώρα. Ας μην ξεχνάμε ότι ο τρόπος που λειτουργεί η ασφάλιση σήμερα ήταν ένας από τους βασικούς λόγους που προκάλεσε τη χρεοκοπία της χώρας. Αν συνεχίσουμε στην ίδια λογική θα υποχρεωθούμε στη λήψη νέων μέτρων σε μεσοπρόθεσμο ορίζοντα.
Θεωρείτε ότι θα πρέπει να υπάρξουν νέες περικοπές στις συντάξεις ή ορθώς η κυβέρνηση βελτιώνει τις συντάξιμες αποδοχές;
Μια συνολική μεταρρύθμιση είναι βέβαιο ότι θα πρέπει να προβλέπει αλλαγές και στις κύριες συντάξεις. Ωστόσο η σημερινή κυβέρνηση εξήγγειλε μειώσεις εισφορών, δίχως να εξαγγείλει και μειώσεις δικαιωμάτων, δημιουργώντας ένα κενό που πρέπει να αναπληρωθεί. Αυτό που θεωρούμε ότι πρέπει να γίνει λοιπόν είναι οι κύριες συντάξεις να μετατραπούν σε ένα σύστημα ατομικών λογαριασμών – κουμπαράδων – όπου ο κάθε δικαιούχος θα διαθέτει τα δικά του κεφάλαια. Σε ένα τέτοιο σύστημα νοητής κεφαλαιοποίησης, μειώσεις εισφορών σήμερα «αυτόματα» οδηγούν σε μικρότερες δαπάνες στο μέλλον – αφού εφαρμόζει απόλυτη ανταποδοτικότητα. Αν, αντιθέτως, δεν υπάρξει πρόβλεψη μείωσης των δικαιωμάτων (όπως στις προτάσεις της κυβέρνησης), το μόνο βέβαιο είναι ότι θα προκαλέσουμε μια νέα «τρύπα» στο σύστημα. Με άλλα λόγια θα παραμείνουμε στη λογική της «μεταρρύθμισης με δόσεις», σε ένα σύστημα το οποίο θα έχει και πάλι την ανάγκη νέων μεταρρυθμίσεων. Αντιλαμβάνομαι ότι οι περιορισμένης έκτασης παρεμβάσεις προκαλούν και μικρότερο πολιτικό κόστος, λειτουργούν ωστόσο ισοπεδωτικά στο σύστημα. Τολμώ να πω ότι μέχρι σήμερα ουδείς επιχείρησε να λύσει με όρους αγοράς το ζήτημα του συνταξιοδοτικού και όσο αποφεύγουμε μια ανάλογη επιλογή τόσο θα οδηγούμαστε σε αδιέξοδο. Το δομικό πρόβλημα του συνταξιοδοτικού κακοφόρμισε επί πολλές δεκαετίες, ιδιαίτερα μετά την έκθεση Σπράου που αποτέλεσε «σιωπητήριο» για το όλο θέμα. Κι ενώ το σύστημα έχει πλέον επιβαρυνθεί υπερβολικά, σήμερα επαναφέρουμε τις συντάξεις χηρείας σε νεαρές γυναίκες και ξοδεύουμε πόρους δίχως μελέτη και χωρίς να αναλογιζόμαστε πόσο μας κοστίζουν. Θυμίζω μόνο ότι, αυτός ακριβώς ο τρόπος αντίδρασης μάς οδήγησε στη χρεοκοπία.
Κι ο ρόλος των θεσμών ποιος είναι σήμερα; Γιατί αφήνουν και διαιωνίζεται μια κατάσταση όπως την περιγράφετε;
Ας μην ξεχνάμε ότι κι οι θεσμοί είναι πολιτικά όντα. Οι ίδιοι θεωρούν ότι οι συντάξεις το 2020, ως διά μαγείας, θα έχουν μειωθεί κατά 4 μονάδες επί του ΑΕΠ, την ίδια στιγμή που με θεσμικές παρεμβάσεις οι συντάξιμες αποδοχές αυξάνονται. Δυστυχώς, το παρελθόν έδειξε ότι κι οι θεσμοί πολλές φορές συναινούν στα Greek statistics. Εκτιμώ λοιπόν ότι κανείς δεν θέλει σήμερα να ανοίξει πραγματικά το κεφάλαιο «συνταξιοδοτικό» και προτιμούν να το κρύβουν κάτω από το χαλί – ως την επόμενη έκρηξη. Όπως παλιά.
Πώς θα μπορούσε να κερδίσει τους εργαζόμενους ένα νέο συνταξιοδοτικό καθεστώς;
Ίσως μια δοκιμαστική εφαρμογή του προωθούμενου από την κυβέρνηση συστήματος πείσει τους νέους εργαζόμενους να αλλάξουν προσέγγιση και να ενταχθούν, στο μέλλον, μαζικότερα, σε ένα ανακεφαλαιοποιητικό συνταξιοδοτικό καθεστώς. Ελπίζω ότι θα υπάρξει αυτή η σκέψη – αντί της σχεδιαζόμενης ατέρμονης μεταβατικής περιόδου – ώσπου ο νέος ασφαλισμένος που θα είναι 20 ετών το 2021 να πάρει σύνταξη το 2070…
Τι ρόλο μπορεί να διαδραματίσει στο νέο ασφαλιστικό σύστημα ο ιδιωτικός τομέας και ειδικότερα οι ασφαλιστικές εταιρείες;
Βασικός ρόλος του ιδιωτικού τομέα θα είναι να συμπληρώνει και να στηρίζει το κράτος εκεί που έχει συγκριτικό πλεονέκτημα. Οι ασφαλιστικές εταιρείες διαθέτουν τεχνογνωσία στο να συγκεντρώνουν και να διαχειρίζονται πολλές μικρές εισφορές. Σήμερα, ανάγκη για συμπληρωματική ασφάλιση υπάρχει στις μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις. Στο πεδίο αυτό είναι αναγκαία η τόνωση της ασφαλιστικής συνείδησης, όπως κι η συλλογή, επεξεργασία και αξιοποίηση των σχετικών στοιχείων. Οι ασφαλιστικοί όμιλοι διαθέτουν βαθιά γνώση στο να εισπράττουν κεφάλαια και να διαχειρίζονται λογαριασμούς.
Σε μία εποχή που οι αποδόσεις των ομολόγων στις διεθνείς αγορές διαμορφώνονται σε σχεδόν μηδενικά επίπεδα, μέσα από ποιες εναλλακτικές θα μπορούσε να επιβιώσει ένα κεφαλαιοποιητικό σύστημα διαχείρισης αποθεματικών;
Είναι ορθό αυτό που λέτε, ότι δηλαδή τα επιτόκια κινούνται σε μηδενική βάση. Όμως εκτός από τις αποδόσεις σε σχεδόν μηδενικό επίπεδο κινείται έτσι και η ανάπτυξη. Άρα το πρόβλημα των χαμηλών συντάξεων υπάρχει και με το σημερινό διανεμητικό σύστημα. Το κρίσιμο σημείο είναι πώς θα αποκτήσουμε ανάπτυξη με νέες δυναμικές επενδύσεις. Αυτό θα βελτιώσει και τις παλιές και τις νέες συντάξεις. Και, βέβαια, σε καμία περίπτωση δεν θα πρέπει να ξοδεύουμε τα χρήματα στην κατανάλωση, να αυξάνουμε συντάξεις χωρίς να υπάρχει δυνατότητα να χρηματοδοτηθούν. Οφείλουμε να παράγουμε πλεονάσματα και να επενδύουμε στην παραγωγή – ώστε να μην υποθηκεύουμε το μέλλον μας, το μέλλον των νέων εργαζόμενων. Όμως, αν εξετάσουμε τις ιστορικές αποδόσεις της Ευρώπης, αποδόσεις που καταγράφηκαν τα τελευταία 40-50 χρόνια, μια μέση απόδοση της τάξης του 3% ετησίως δείχνει ρεαλιστική. Τέτοια απόδοση οδηγεί σε συντάξεις περίπου εφάμιλλες με συντάξεις του διανεμητικού συστήματος. Η διαφορά είναι ότι στο σημερινό σύστημα υπόσχεσαι τέτοιες αποδόσεις προκαταβολικά. Αν αποδειχθούν οι υποθέσεις αισιόδοξες, το διανεμητικό σύστημα δεν θα είναι βιώσιμο. Η επιλογή συστήματος δεν είναι θέμα λογιστικό – ποιο δίνει πιο ψηλές συντάξεις. Τόσο το κεφαλαιοποιητικό όσο και το διανεμητικό σύστημα θα δώσουν καλύτερες συντάξεις αν η χώρα αναπτυχθεί. Προτείνουμε ένα μεικτό σύστημα – που βασίζεται και στην κεφαλαιοποίηση – ακριβώς επειδή θεωρούμε ότι αυτό θα βοηθήσει την ανάπτυξη.
Πηγή: Ασφαλιστικό Marketing Οκτωβρίου 2019