1 Στα πλαίσια της ασφαλιστικής σύμβασης με την οποία καλύπτεται η αστική ευθύνη εκ της κυκλοφορίας του αυτοκινήτου έναντι τρίτων ζημιωθέντων, απορρέει, κατ’ άρθρον 1 παρ. 1 και 7 παρ. 7 Ν.2496/1997, η υποχρέωση του ασφαλιστή να παράσχει ασφαλιστική κάλυψη σε περίπτωση επέλευσης της ασφαλιστικής περίπτωσης, δηλαδή σε περίπτωση πρόκλησης ζημιών σε τρίτο πρόσωπο από την κυκλοφορία του ασφαλισμένου αυτοκινήτου. Αντίστοιχα, ο ασφαλισμένος, εφόσον δεν συντρέχει περίπτωση εξαίρεσης από την ασφαλιστική κάλυψη κατ’ άρθρον 6β ν.489/1976, έχει δικαίωμα να στραφεί κατά του ασφαλιστή και, ασκώντας αναγωγή, να απαιτήσει απ’ αυτόν όσα τυχόν κατέβαλε ή, κατ’ άρθρον 69 παρ.1 ε ΚΠολΔ, να απαιτήσει όσα τυχόν θα καταβάλει στον τρίτο ζημιωθέντα, περιλαμβανομένων των τόκων και των δικαστικών εξόδων.
2 Το ζήτημα της παραγραφής των αξιώσεων του ασφαλισμένου κατά του ασφαλιστή που πηγάζουν από τη σύμβαση ασφαλίσεως, δεν ρυθμίζεται από το ν.489/1976, όπως έχει κωδικοποιηθεί και ισχύει με το πδ 237/1986, αλλά ρυθμίζεται……..
από τη γενική διάταξη του άρθρου 10 Ν. 2496/1997, η οποία αντικατέστησε τη διάταξη του άρθρου 195 ΕμπΝ. που ίσχυε μέχρι τις 17-11-1997 και καταργήθηκε με το άρθρο 33 παρ. 2 ν.2496/1997.
3 Συγκεκριμένα, όπως δέχεται παγίως η νομολογία, για τις αξιώσεις εκ της σύμβασης ασφάλισης αστικής ευθύνης του Ν. 489/1976, εφαρμόζεται κατ’ αναλογίαν η παραγραφή που ισχύει για τις ασφαλίσεις ζημιών, η οποία είναι πλέον τετραετής κατ’ άρθρον 10 Ν. 2496/1997 (ΑΠ 231/2010, ΕφΛαρ 205/2014), ενώ υπό την ισχύ του 195 ΕμπΝ ήταν τριετής (ΑΠ 1884/2005, ΑΠ 728/1985).
4 Ο χρόνος έναρξης της παραγραφής ανατρέχει στο τέλος του έτους μέσα στο οποίο γεννήθηκαν οι αξιώσεις που πηγάζουν από την ασφαλιστική σύμβαση και, σύμφωνα με την πάγια άποψη της νομολογίας, ανατρέχει στο τέλος του έτους εντός του οποίου επιδόθηκε στον ασφαλισμένο η αγωγή του ζημιωθέντος τρίτου, έστω και αν δεν έχει προσδιοριστεί με δικαστική απόφαση ή εξώδικο διακανονισμό το μέγεθος της αξίωσης του τρίτου, γιατί τότε πραγματώνεται η ασφαλιστική περίπτωση και είναι δυνατή κατ’ άρθρον 251 ΑΚ η δικαστική επιδίωξή της από τον ασφαλισμένο στον ασφαλιστή (ΑΠ 941/2017, ΑΠ 69/2011).
Μάλιστα, ακριβώς επειδή το κρίσιμο γεγονός για την επέλευση της ασφαλιστικής περίπτωσης, και κατ’ επέκταση για το εφαρμοστέο δίκαιο, είναι ο χρόνος άσκησης της αγωγής του τρίτου και όχι ο χρόνος του ατυχήματος, κρίθηκε ότι, από άποψη διαχρονικού δικαίου, έστω και αν το ατύχημα συνέβη πριν τις 17-11-1997 υπό την ισχύ ακόμη του ένατου τμήματος του Εμπορικού Νόμου που ρύθμιζε την ασφαλιστική σύμβαση, εφόσον η αγωγή του τρίτου ασκήθηκε μετά τη θέση σε ισχύ του άρθρου 10 Ν. 2496/1997, ισχύει η τετραετής παραγραφή που αυτό προβλέπει για τις αξιώσεις εκ της ασφαλιστικής σύμβασης και δεν ισχύει η τριετής παραγραφή τού προϊσχύσαντος άρθρου 195 ΕμπΝ (ΑΠ 231/2010).
5 Η παραγραφή αυτή των αξιώσεων του ασφαλισμένου κατά του ασφαλιστή μπορεί να διακοπεί ή να ανασταλεί σύμφωνα με τα όσα προβλέπουν οι γενικές διατάξεις του Αστικού Κώδικα (άρθρα 255 επ. ΑΚ).
6 Περίπτωση διακοπής της παραγραφής συνιστά και η αναγνώριση κατά την ΑΚ 260 από τον υπόχρεο της αξίωσης με οποιοδήποτε τρόπο. Όπως έχει κρίνει ο Άρειος Πάγος, η συμμετοχή του ασφαλιστή στη δίκη για την απόκρουση της αγωγής του ζημιωθέντος τρίτου κατά του ασφαλισμένου συνιστά αναγνώριση της υποχρέωσης του ασφαλιστή για ασφαλιστική κάλυψη και συγχρόνως αναγνώριση της έναντι αυτού αξίωσης του ασφαλισμένου, έστω και αν ο ασφαλιστής και ο ασφαλισμένος παρίστανται στη δίκη αυτοτελώς και με διαφορετικούς πληρεξούσιους δικηγόρους (ΑΠ 1596/1995, ΑΠ 1275/2009. Επίσης, Κρητικός Αθ. Αποζημίωση, 2008 σελ. 625 – 627).
Συγκεκριμένα, ο Άρειος Πάγος με την 1596/1995 απόφασή του, με την οποία επικύρωσε την απόφαση 7160/1993 του Εφετείου Αθηνών, έκρινε ότι:
«Εξάλλου από το άρθρο 260 ΑΚ, το οποίο ορίζει ότι η παραγραφή διακόπτεται όταν ο υπόχρεος αναγνωρίσει την αξίωση με οποιοδήποτε τρόπο, συνάγεται ότι αρκεί για τη διακοπή της παραγραφής οποιαδήποτε συμπεριφορά ή ενέργεια του οφειλέτη προς το δανειστή, με την οποία εκφράζεται ρητώς ή σιωπηρώς, αλλά σαφώς, η πεποίθηση του οφειλέτη για την ύπαρξη της υποχρεώσεώς του και της αξίωσης του δανειστή, εις τρόπον ώστε να μην παρίσταται αναγκαία η έγερση της οικείας αγωγής, χωρίς να είναι απαραίτητο η τοιαύτη συμπεριφορά ή ενέργεια του οφειλέτη να έχει δικαιοπρακτικό χαρακτήρα ή να γίνεται με το σκοπό αναλήψεως υποχρεώσεως ή να γίνει αποδεκτή από το δανειστή. Τοιαύτη αναγνώριση συνιστά και η παροχή νομικής προστασίας προς τον ασφαλισμένο από τον ασφαλιστή, που συμμετέχει στη δίκη για την απόκρουση της αγωγής του ζημιωθέντος τρίτου.»
- Η εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών που συνιστούν αναγνώριση, υπόκειται ανελέγκτως ακυρωτικώς κατά το άρθρο 561 αρ.1 ΚΠολΔ στην κρίση των δικαστηρίων της ουσίας (ΑΠ 1596/1995).
- Όπως έχει κριθεί νομολογιακά, η συμμετοχή της ασφαλιστικής εταιρείας ως συνεναγόμενης με τον ασφαλισμένο στη δίκη επί της αγωγής αποζημίωσης που άσκησε ο τρίτος για το τροχαίο ατύχημα, κατά την οποία η ασφαλιστική εταιρεία αρνήθηκε την ουσιαστική βασιμότητα της αγωγής και παρείχε, έστω και αυτοτελώς παριστάμενη με δικό της πληρεξούσιο δικηγόρο, νομική προστασία στον ασφαλισμένο της προς απόκρουση της αγωγής του τρίτου, συνιστά αναγνώριση της αξίωσης του ασφαλισμένου έναντι αυτής (ΑΠ 1596/1995, ΕφΠατρών 281/2003).
- Κατά συνέπεια, ακόμη κι αν έχει παρέλθει χρονικό διάστημα μεγαλύτερο της τετραετίας από το τέλος του έτους που ασκήθηκε η αγωγή του τρίτου κατά του ασφαλισμένου, οι αξιώσεις αυτού εκ της ασφαλιστικής σύμβασης έναντι της εταιρίας δύναται να μην έχουν παραγραφεί, καθώς, με την αναγνώριση από την ασφαλιστική εταιρία της αξίωσής του για ασφαλιστική κάλυψη, επήλθε διακοπή της παραγραφής κατ’ άρθρον 260 ΑΚ.
- Η παραγραφή αρχίζει εκ νέου κατ’ άρθρον 270 ΑΚ από τότε που περατώθηκε η διακοπή και, κατ’ αναλογία με τα προβλεπόμενα στην παράγραφο 2 του 270 ΑΚ για την παραγραφή εκ του άρθρου 250 ΑΚ, η παραγραφή στην περίπτωση του άρθρου 10 ν. 2496/1997 αρχίζει από το τέλος του έτους μέσα στο οποίο περατώθηκε η διακοπή, δηλαδή από το τέλος του έτους μέσα στο οποίο έγινε η τελευταία διαδικαστική πράξη κατά την εκδίκαση της αγωγής του τρίτου στην οποία συμμετείχε η ασφαλιστική εταιρία.
- Δικονομικά, ο ισχυρισμός του ασφαλισμένου για διακοπή της παραγραφής των αξιώσεών του εκ της ασφαλιστικής σύμβασης, πρέπει να υποβληθεί κατά τρόπο ορισμένο και παραδεκτό, τόσο με τις προτάσεις όσο και με σχετική καταχώρηση στα πρακτικά της δίκης (άρθρο 591 παρ.1 δ΄ ΚΠολΔ), ως αντένσταση επί της ένστασης παραγραφής που ήθελε τυχόν προβάλει η ασφαλιστική εταιρία προς απόκρουση της αγωγής αναγωγής του ασφαλισμένου κατ’ αυτής. Η απλή άρνηση από τον ασφαλισμένο της ένστασης παραγραφής της ασφαλιστικής εταιρίας δεν αρκεί για το παραδεκτό της υποβολής του σχετικού ισχυρισμού περί διακοπής της παραγραφής (ΑΠ 1275/2009).
Ηλίας Ι. Κλάππας, Δικηγόρος Παρ’ Αρείω Πάγω
Πηγή: Επιθεώρηση Συγκοινωνιακού Δικαίου