Ένας νέος κύκλος συζητήσεων, επαφών, διαρροών και ανταλλαγής επιχειρημάτων έχει ξεκινήσει το τελευταίο διάστημα, σχετικά με τη δημιουργία ενός μεγάλου ελληνικού ασφαλιστικού φορέα, μιας ελληνικής ιδιωτικής ασφαλιστικής εταιρείας, που θα μπορέσει να επιβιώσει στο ασταθές οικονομικό περιβάλλον.
Ένα περιβάλλον που αναδιαμορφώνεται συνεχώς από εξωγενείς, μη ασφαλιστικούς παράγοντες (οικονομική κρίση, κουρέματα ομολόγων, διακυβερνητικές αποφάσεις κ.λπ.), αλλά και από ενδοασφαλιστικούς παράγοντες, μέσω των οδηγιών που διαμορφώνονται σε παγκόσμιο, ευρωπαϊκό και τοπικό-ελληνικό επίπεδο.
Σκοπός βέβαια ενός τέτοιου εγχειρήματος δεν μπορεί να είναι απλώς η δυνατότητα επιβίωσης, αλλά η διαρκής ανάπτυξη και κερδοφορία, ώστε αφενός να σταθεί αξιοπρεπώς στον ανταγωνισμό και αφετέρου να λειτουργήσει ως κυματοθραύστης στον ολοκληρωτικό επερχόμενο αφελληνισμό της ελληνικής αγοράς. Δυστυχώς όμως, η συζήτηση αυτή δεν είναι καινούργια. Και ακόμα χειρότερα, η συζήτηση αυτή επανέρχεται λίγο πριν και λίγο μετά, από δυσάρεστες καταστάσεις ανάκλησης αδειών λειτουργίας ελληνικών ασφαλιστικών εταιρειών. Και όπως όλοι γνωρίζουμε, συζητήσεις που γίνονται και αποφάσεις που λαμβάνονται υπό την πίεση εξωγενών παραγόντων, δεν είναι και οι καλύτερες. Γιατί αυτό το σχέδιο δεν αποτελούσε αντικείμενο ειλικρινούς διαλόγου την περασμένη δεκαετία, όταν υπήρχαν άλλα δεδομένα και τεράστια ευχέρεια λήψης αποφάσεων και σχεδιασμού «εν ψυχρώ»; Τότε όμως, ο καθένας πίστευε ότι θα τα καταφέρει μόνος του, ότι δεν θα είναι σαν τους άλλους ή ότι έχει βρει το μαγικό ραβδάκι για την εύκολη επιτυχία.
Σήμερα, όλες αυτές οι συζητήσεις γίνονται ως άμυνα, ως τελευταίο οχυρό και ως ένα είδος απάντησης στο βέβαιο αφελληνισμό. Σήμερα όμως οι συνθήκες είναι τελείως διαφορετικές και σχεδόν απαγορευτικές. Σήμερα δεν αρκεί ο «μεγάλος φορέας». O όγκος εργασιών είναι η μία μόνο πλευρά και ίσως όχι η σημαντικότερη. Η απλή άθροιση κεφαλαίων, παραγωγών, υποχρεώσεων και δικαιωμάτων είναι από μόνη της καταστροφική. Ούτε οι οικονομίες κλίμακας, ούτε η γνώση της αγοράς, μπορούν να εξασφαλίσουν βιωσιμότητα, ανάπτυξη και επιτυχία. Σήμερα τα προβλήματα είναι κεφαλαιακά και μόνο και στον τομέα αυτό τα πράγματα είναι δύσκολα έως απαγορευτικά.
Συνεπώς τι; Να μη γίνονται ούτε συζητήσεις; Όχι βέβαια. Τη λύπη μας, για τις χαμένες ευκαιρίες του παρελθόντος εκφράζουμε. Ίσως, η αναζήτηση άλλων μορφών συνεργασίας μεταξύ των ελληνικών ασφαλιστικών εταιρειών είναι προσφορότερη από τις κλασικές συνταγές των συγχωνεύσεων και των απορροφήσεων. Συνέργειες κάθε μορφής (λειτουργικές, δικτυακές, αντασφαλιστικές κ.λπ.) μπορούν να δώσουν σημαντικές ανάσες, αλλά αν δεν εξασφαλίζουν κεφαλαιακή επάρκεια σε όλα τα επίπεδα, δεν επιλύουν ριζικά το πρόβλημα.
Φυσικά, από την ανάλυση των στοιχείων της κάθε εταιρείας μπορεί να προκύπτουν πεδία συμπληρωματικότητας, που λύνουν σε σημαντικό βαθμό τα επιμέρους προβλήματα, στο πλαίσιο ενός ευρύτερου σχήματος. Μακάρι να υπάρχουν τέτοια πεδία, αλλά τότε δημιουργείται ένα νέο ερώτημα, αυτό του αναζητούμενου αμοιβαίου οφέλους. Ένα νέο σχήμα, με οποιαδήποτε μορφή, είναι υλοποιήσιμο, όταν δημιουργεί πρόσθετη αξία σε όλα τα συμπράττοντα μέλη, όταν λύνει προβλήματα όλων των πλευρών χωρίς να «καταδικάζει» τους υγιείς. Αν όχι, τότε μιλάμε για εξαγορά του προβληματικού από τον υγιή, όποια μορφή κι αν λάβει η εξαγορά αυτή.
Και όλα αυτά σε ένα ρευστό τοπίο, όπου στον κλάδο οχημάτων οι μετακινήσεις των παραγωγών αποτελούν καθημερινό φαινόμενο, όπου η είσοδος νέων παικτών, κυρίως με τη μορφή των εταιρειών ΕΠΥ θα συνεχισθεί εντονότερα και όπου η ίδια η αγορά έχει μπει στο καταστροφικό και αυτοκτονικό παιχνίδι του χαμηλότερου ασφαλίστρου. Αν συνεχιστεί η κατάσταση αυτή, τότε πολύ σύντομα, θα έχουμε 10-15 εταιρείες εγκατεστημένες στην Ελλάδα, που θα προβάλλουν ως συγκριτικό τους πλεονέκτημα την ίδια τους την εγκατάσταση και την ιστορία τους στην ελληνική αγορά και άλλες 10 εταιρείες ΕΠΥ που θα προβάλλουν ως συγκριτικό τους πλεονέκτημα το χαμηλότερο ασφάλιστρο, ίσως την καινοτομία τους και την ευρωπαϊκή νομοθεσία(!). Και φυσικά, από τις εγκαταστημένες εταιρείες, οι καθαρά ελληνικών συμφερόντων θα είναι το πολύ δυο-τρεις.
Βέβαια, εδώ ανοίγει και ένας άλλος διάλογος, τι σημαίνει εταιρεία «ελληνικών συμφερόντων»; Γιατί πρέπει να διαφοροποιείται η ασφαλιστική αγορά από την υπόλοιπη αγορά; Σε πόσες κλαδικές αγορές παροχής υπηρεσιών στη χώρα μας κυριαρχούν ή έχουν σημαντική παρουσία εταιρείες «ελληνικών συμφερόντων»; Έχουμε απαντήσεις καταρχήν σε αυτά τα ερωτήματα ή κυριαρχεί η εσωστρέφειά μας; Έχουμε τις ίδιες απαντήσεις, ως εργαζόμενοι στην ασφαλιστική αγορά (με οποιαδήποτε ιδιότητα) και ως καταναλωτές προϊόντων και υπηρεσιών; Θεωρούμε ελληνική την “ελληνική” τράπεζα που ανήκει π.χ. κατά 80% στο Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας;
Αυτό που χρειαζόμαστε ως αγορά, ως εργαζόμενοι, ως καταναλωτές, είναι υγιείς ασφαλιστικές. Είτε μικρές, είτε μεγάλες, είτε ελληνικές, είτε ξένες, είτε νέες, είτε παλιές, είτε… Αυτό που χρειαζόμαστε είναι αξιόπιστη και φερέγγυα ασφαλιστική αγορά στο σύνολό της, εταιρείες και διαμεσολαβητές, με κανόνες ισονομίας. Και πάνω απ’ όλα εποπτεία προληπτική και όχι κατασταλτική.