Τoυ Πάνου Ν. Ρούσση
Το φετινό χειμώνα επισκέφτηκα αναγκαστικά ένα γριπωμένο πελάτη μου στο σπίτι του. Όλοι στο γραφείο, και ιδιαίτερα η γυναίκα μου, επέμεναν να μην πάω, γιατί θα κολλούσα γρίπη.
Εγώ, όντας αγύριστο κεφάλι, είπα «όχι, θα πάω να εξυπηρετήσω τον πελάτη μου». Και πήγα
και φυσικά κόλλησα γρίπη. Κόλλησα αυτόν τον καινούργιο ιό της γρίπης που μπαίνει και φωλιάζει βαθιά στα σωθικά σου και σε εξουθενώνει, ενώ συγχρόνως οι μεγάλες μεταπτώσεις στον πυρετό που προκαλεί, σου προκαλούν αλγεινές συσπάσεις στο άδειο στομάχι.
Όσο λοιπόν η ασθένεια αυτή εξελισσόταν, πρόσεξα ότι, ενώ κάθε πρωί είχα σχετικά χαμηλότερους βαθμούς θερμοκρασίας, μόλις βράδιαζε, ο πυρετός ανέβαινε απότομα και έφθανε μέχρι και 39,8°C. Απορημένος, ρώτησα το γιατρό που με παρακολουθούσε πώς και γιατί συμβαίνει αυτό. Μου απάντησε, και τον πίστεψα απόλυτα, πως ο οργανισμός του ανθρώπου δίνει την καθημερινή και συνεχή μάχη του απέναντι στις σωματικές και ψυχικές κοπώσεις, από τη στιγμή που θα ξυπνήσει ξεκούραστος το πρωί μέχρι και την ώρα που θα κοιμηθεί το βράδυ, χωρίς να μιλάμε για τις ώρες του βραδινού ύπνου, γιατί σ’ αυτές η αντίσταση του οργανισμού είναι εξαιρετικά μειωμένη.
Όσο λοιπόν περνούν οι ώρες της ημέρας, τόσο μειώνεται η αντίσταση του οργανισμού, για να φθάσουμε σ ένα οριακό σημείο που είναι γύρω στις 8.00 το βράδυ, και που πέρα απ αυτό η πτώση της άμυνάς του είναι απότομη. Σ αυτό λοιπόν το σημείο όλοι οι κίνδυνοι για τον οργανισμό που ελλόχευαν τόσες ώρες (όπως κόπωση, ψυχικές καταστάσεις, πόνοι, μικρόβια, ιοί), εφορμούν ακάθεκτοι και πλημμυρίζουν τα σωθικά μας, με όλες τις παρεπόμενες συνέπειες. Αν τώρα κάποιος δεν πιστεύει αυτή την ιατρική εκδοχή, ας θυμηθεί πως όλοι οι ξαφνικοί πόνοι εμφανίζονται μόλις νυχτώσει, πως ένας οξύς πονόδοντος θα εμφανιστεί πάντα το βράδυ και ιδιαίτερα το σαββατόβραδο, τότε δηλαδή που ιδιαίτερα ο οργανισμός μας λασκάρει περισσότερο, πως οι περισσότεροι θάνατοι συμβαίνουν με το σβήσιμο της ημέρας ή κατά τη διάρκεια της νύχτας. Βλέπετε, ο άνθρωπος από τη στιγμή που εμφανίστηκε στη Γη, συνήθισε με τη δύση του ήλιου να μειώνει πάντα την ενεργητικότητά του.
Ας δούμε όμως αυτό το περίεργο, αλλά όχι αφύσικο φαινόμενο, από μια άλλη, μη ιατρική πλευρά: από την ασφαλιστική πλευρά. Τι συμβαίνει στον οργανισμό του ασφαλιστή όταν βραδιάζει; Εδώ λοιπόν συμβαίνουν εκπληκτικά πράγματα, πράγματα ανεξήγητα. Πράγματα που αντιβαίνουν σε κάθε λογική, σε κάθε ιατρικό δεδομένο, σε κάθε σωματική και ψυχική δυναμική.
Ο επαγγελματίας ασφαλιστής, όσο η ημέρα χάνεται, αντί η σωματική κόπωση να τον καταβάλλει, αρχίζει να αντλεί δυνάμεις
από τη νύχτα που έρχεται. Στα 25 χρόνια περίπου που είμαι ασφαλιστής, η στατιστική μου μου λέει ότι το 75-80% από τα πιο αξιόλογα συμβόλαιά μου ασφαλειών Ζωής έχουν κλειστεί μετά τις 8.00 το βράδυ, και μάλιστα στο σπίτι του υποψήφιου πελάτη.
Με αυτή πλέον τη δεδομένη εμπειρία, έχω καθιερώσει τα ασφαλιστικά μου ραντεβού να γίνονται στο σπίτι του υποψήφιου πελάτη και πάντα μετά τις 8.00 το βράδυ, ζητώντας να παρευρίσκεται και η σύζυγός του, που είναι συνήθως και ο καλύτερός μου σύμμαχος.
Είναι περίεργο πώς ένας μέχρι εκείνη τη στιγμή δύστροπος και πολυάσχολος υποψήφιος μεταμορφώνεται σε έναν ευχάριστο και καλόβολο οικοδεσπότη, έτοιμο να ακούσει και φυσικά να κλείσει το προτεινόμενο πρόγραμμα. Συνήθως φτάνοντας στο ραντεβού μου, με περιμένει μια αρχική ευχάριστη έκπληξη. Φαίνεται καθαρά ότι η επίσκεψή μου ήταν αναμενόμενη και καλοδεχούμενη, αφού πάνω στο τραπεζάκι του σαλονιού υπάρχουν έτοιμα μπολ με ξηρούς καρπούς και ποτήρια, ενώ πολύ κοντά υπάρχει εμφανώς τοποθετημένος ένας δίσκος με διάφορα ποτά. Όλα δείχνουν ότι είχε υπολογιστεί πως η αναμενόμενη συζήτηση θα είναι ενδιαφέρουσα και ότι έπρεπε να «βραχεί» λιγάκι. Ο υποψήφιος συνήθως έχει προλάβει να τσιμπήσει κάτι, έχει καθίσει στην πολυθρόνα του κι έχει ηρεμήσει. Είναι στο γήπεδό του.
Όμως τι συμβαίνει με τον ασφαλιστή; Ο επαγγελματίας ασφαλιστής έχει αρχίσει να εργάζεται τουλάχιστον από τις 9.00 το πρωί. Ίσως δεν έχει πάει στο σπίτι του το μεσημέρι, ίσως έχει φάει ένα πλαστικό χάμπουργκερ ή το πολύ ένα σάντουιτς για να ξεγελάσει την πείνα του. Όλο αυτό το διάστημα ώς τις 8.00 το βράδυ το έχει αναλώσει με το να πάει σε πελάτες του που έχουν καταστήματα ή επιχειρήσεις, να πάρει δικαιολογητικά, να δώσει επιταγές αποζημιώσεων, να κάνει κάποια επείγουσα είσπραξη προκειμένου να σώσει κάποιο συμβόλαιο την τελευταία στιγμή, να κλείσει κάποια επαγγελματική ασφάλιση πυρός ή αυτοκινήτου και τελικά να περάσει και από το υποκατάστημά του να πάρει την αλληλογραφία του, να καταθέσει τα παραστατικά και τις εισπράξεις της ημέρας και να συνεννοηθεί με το διευθυντή του για τα προβλήματα που έχουν προκύψει.
Φτάνοντας το βράδυ, είναι πια ένας κουρασμένος άνθρωπος που κανονικά πρέπει να πάει σπίτι του, να φάει ένα ζεστό φαγητό και να ξεκουραστεί, για να μπορέσει την επόμενη ημέρα να εργαστεί το ίδιο εξαντλητικά. Αντί όμως γι αυτό, τι κάνει;
Ανασυντάσσεται με μια δύναμη που ξαφνιάζει και είναι έτοιμος να αντιμετωπίσει υπομονετικά τον πιο δύστροπο, τον πιο απαιτητικό συνομιλητή. Με το μυαλό νηφάλιο και όλες του τις αισθήσεις τεντωμένες στο έπακρο, δεν πρέπει να κάνει λάθος, δεν πρέπει να κομπιάσει, δεν μπορεί να πει «αυτό δεν το ξέρω» ή «αυτό δεν το θυμάμαι».
Ασχέτως αν, όσο περνάει η ώρα, η φυσιολογική κόπωση εισβάλλει σε κύματα θεόρατα στον οργανισμό του, αυτός πρέπει να είναι νηφάλιος και ήρεμος, να είναι έτοιμος να ακούσει και να συμβουλεύσει το συνομιλητή του και να τον οδηγήσει κατάλληλα στο λαβύρινθο ενός ασφαλιστικού προγράμματος, προσβλέποντας και μόνο σ ένα τελικό αποτέλεσμα που είναι η σύναψη ενός συμβολαίου κατάλληλου για το συγκεκριμένο υποψήφιο, όσο κι αν του κοστίσει αυτό, όση ώρα κι αν καταναλώσει.
Μα ποιος λοιπόν είναι αυτός ο επαγγελματίας ασφαλιστής; Τι δυνάμεις, τι γνώσεις, τι ψυχικό σθένος, τι υπομονή πρέπει να έχει αυτός ο ειδικός άνθρωπος;
Αν με ρωτούσατε με τι θα μπορούσα να προσομοιάσω τον επαγγελματία ασφαλιστή, θα σας απαντούσα ανεπιφύλακτα πως είναι ένας μοναχικός οδοιπόρος που τριγυρνάει μέρα-νύχτα στην παγωμένη και αφιλόξενη κοινωνική στέπα, προσφέροντας στο συνάνθρωπό του σιγουριά για το μέλλον και κάλυψη σ αυτόν και στην οικογένειά του από τις πιθανές ή αναπόφευκτες αντιξοότητες που θα δημιουργηθούν κατά τη διάρκεια της κοινωνικής του ζωής.