Η ασφάλιση πιστώσεων είναι ένα από τα πιο χρήσιμα εργαλεία αποφυγής επιχειρηματικών κινδύνων, καθώς μπορεί να αποτελέσει ασπίδα προστασίας των επιχειρήσεων απέναντι στο ενδεχόμενο αθέτησης ή αδυναμίας των πελατών τους να ανταποκριθούν στις συμφωνηθείσες πληρωμές.
του Λάμπρου Πολύζου (Αναδημοσίευση από την ειδική έκδοση Οδηγός Ασφάλισης που κυκλοφόρησε με την Καθημερινή της Κυριακής 13/11/2022)
Ασφαλίζοντας δηλαδή τις πιστώσεις της η κάθε επιχείρηση, σε περίπτωση που κάποιος αγοραστής δεν μπορεί για οποιονδήποτε λόγο να πληρώσει, παίρνει τα χρήματά της από την ασφαλιστική εταιρεία. Από αυτό και μόνο αντιλαμβάνεται κανείς τη σημασία που έχει η εξασφάλιση αυτή για τις επιχειρηματικές ροές και τον συνολικό κύκλο δραστηριοτήτων μιας εταιρείας, ιδιαίτερα μάλιστα όταν οι οικονομίες βαδίζουν σε αχαρτογράφητα νερά, όπως συμβαίνει σήμερα. Αναφερόμενος στο σημερινό περιβάλλον, ο Managing Director της Atradius Ελλάδος, Γεράσιµος Τζέης, τονίζει ότι, ενώ η πρωτοφανής περίοδος της πανδημίας του κορωνοϊού τείνει να αποτελέσει παρελθόν, ο συνδυασμός των ανατιµήσεων στην αγορά ενέργειας και του στασιµοπληθωρισµού, µε φόντο τη συνεχιζόµενη ρωσο- ουκρανική κρίση, πλήττει ήδη τη βάση της οικονοµικής πυραµίδας, την αγοραστική δύναµη, ενώ αρκετές επιχειρήσεις δεν θα µπορέσουν να συνεχίσουν τη λειτουργία τους λόγω του δυσανάλογα µεγάλου κόστους ενέργειας. Η αύξηση των επισφαλειών διεθνώς αποτελεί νομοτελειακή εξέλιξη, σύµφωνα µε τις τελευταίες εκτιµήσεις των αναλυτών της Atradius, ενώ για την Ελλάδα οι επισφαλείς συναλλαγές αναµένεται να αυξηθούν φέτος κατά 15%.
H υπόθεση της Thomas Cook
Οι περίοδοι κρίσης είναι από τις πιο οδυνηρές, αλλά και από τις πιο «διδακτικές» για την ανάπτυξη της επιχειρηματικότητας. Αν ανατρέξει κανείς στο πρόσφατο παρελθόν, υπάρχουν και στη χώρα μας περιστατικά που δείχνουν τη σημασία και την ειδική βαρύτητα της ασφάλισης πιστώσεων. Η υπόθεση του μεγάλου tour operator Thomas Cook που «έσκασε» το 2019 και αποτέλεσε μεγάλο πλήγμα για τον ελληνικό τουρισμό, με ζημίες για τουριστικές επιχειρήσεις της Κέρκυρας και της Κρήτης που ξεπέρασαν τα 500 εκατ. ευρώ, είναι ένα από αυτά. Όπως προέκυψε λοιπόν από την εξέλιξη της υπόθεσης, ο αριθμός των επιχειρήσεων που είχαν καλύψει με συμβόλαια τις πιστώσεις τους προς την Thomas Cook δεν ξεπερνούσαν τις 20, ενώ τα ασφαλιζόμενα κεφάλαια περιορίζονταν σε ένα ποσό της τάξης του 1 εκατ. ευρώ. Γενικότερα, το χαρτοφυλάκιο των ελληνικών τουριστικών επιχειρήσεων και ειδικότερα των ξενοδοχείων που φέρονται να κατέχουν συμβόλαια ασφάλισης πιστώσεων είναι εξαιρετικά μικρό. Επίσης περιορισμένο παραμένει το ποσοστό των ελληνικών επιχειρήσεων που κάνουν χρήση αυτής της ασπίδας προστασίας των πιστώσεών τους. Σύμφωνα με τα στοιχεία που έχει επεξεργαστεί η Ένωση Ασφαλιστικών Εταιρειών, το 2020 η παραγωγή της ασφάλισης πιστώσεων, η οποία ακόμη και για τη στατιστική επετηρίδα της ΕΑΕΕ δεν μετράει ως ξεχωριστός κλάδος, διαμορφωνόταν περί τα 40 εκατ. ευρώ, που αντιστοιχεί στο 1,77% της συνολικής παραγωγής της αγοράς, παρουσιάζοντας αύξηση περίπου 7% έναντι του 2019. Αυτή η αύξηση είναι αποτέλεσμα των επιπτώσεων που άφησε πίσω της η υπόθεση της Thomas Cook.
ΕΠΟΧΗ ΤΩΝ CAPITAL CONTROLS
Περισσότερους πόντους κέρδισε η επιλογή της ασφάλισης πιστώσεων λίγα χρόνια πιο πριν, όταν ουσιαστικά και έμπρακτα «ξεκλείδωσε» τα capital controls. Σύμφωνα με ανάλυση του Γ. Χουδαλάκη, της Atradius, η επιβολή των capital controls είχε ως αποτέλεσμα να καταστεί απαγορευτική η εισαγωγή πρώτων υλών και να μειωθεί δραστικά η παροχή ρευστότητας από τις τράπεζες. «Στη δύσκολη αυτή κατάσταση, η χρήση του συμβολαίου πιστώσεων ως μορφή εγγύησης έναντι των πιστωτικών ιδρυμάτων και των οίκων factoring αύξησε ακόμη περισσότερο τον βαθμό διείσδυσης του εν λόγω ασφαλιστικού προϊόντος στην αγορά. Ειδικότερα, το γεγονός πως οι οίκοι factoring εξαιρέθηκαν των ΠΝΠ που καθόριζαν τον έλεγχο κεφαλαίων, οδήγησε πολύ μεγάλο αριθμό ληπτών ασφάλισης να εκχωρήσουν τα συμβόλαιά τους στους οίκους factoring, επιτυγχάνοντας έτσι σημαντική ρευστότητα», τονίζει και συνεχίζει: «Μέσα από επίπονη προσπάθεια και σε αγαστή συνεργασία με την αγορά, κατέστη δυνατή η διατήρηση της κάλυψης για τις ελληνικές επιχειρήσεις. Συνεκτιμώντας τον κλάδο δραστηριοποίησης, το cash flow, την ύπαρξη τραπεζικών λογαριασμών στην αλλοδαπή αλλά και τη συναλλακτική εμπειρία που διέθεταν οι ξένοι προμηθευτές για τους Έλληνες αγοραστές, επετεύχθη η ομαλοποίηση των εισαγωγών επί πιστώσει μέσω της έγκρισης πιστωτικών ορίων».
Πέρα από όλα αυτά, προφανή είναι και τα εξής:
Όσο πιο εξωστρεφής και φιλόδοξη είναι μια επιχείρηση, τόσο περισσότερο εκτίθεται σε πιστωτικό κίνδυνο. Και μάλιστα σε ένα περιβάλλον όπου το ύψος των απλήρωτων επιταγών και συναλλαγματικών δεν είναι αμελητέο.
Με την ασφάλιση των πιστώσεων καθίσταται δυνατή η μεταφορά του κινδύνου επισφαλειών εκτός του ισολογισμού μιας επιχείρησης, κάτι που απελευθερώνει κεφάλαια κίνησης και ασφαλέστερο ορίζοντα.
Παράλληλα, η ασφάλιση πιστώσεων είναι ένα ισχυρό μέσο πρόγνωσης και αξιολόγησης της πιστοληπτικής ικανότητας των πελατών μιας επιχείρησης, πολύ περισσότερο δε όταν η επιχείρηση αυτή βρίσκεται μπροστά στην επιλογή επέκτασης του πιστωτικού ορίου στους ήδη πελάτες της ή ετοιμάζεται να μπει σε νέες, αχαρτογράφητες αγορές. Ενώ όμως αυτά είναι προφανή, η ασφάλιση πιστώσεων, όπως συμβαίνει και με την ασφάλιση εγγυήσεων, δεν αντιπροσωπεύει σημαντικό όγκο στα χαρτοφυλάκια ακόμη και των ασφαλιστικών διαμεσολαβητών πρώτης γραμμής της ελληνικής ασφαλιστικής αγοράς
Ένας βασικός λόγος είναι ότι και οι δύο –παρεμφερείς– ασφαλίσεις απαιτούν εξειδικευμένη γνώση, ασκούνται από εξειδικευμένες στα αντικείμενα ασφαλιστικές εταιρείες και κατά μεγάλο μέρος στην Ελλάδα προωθούνται βασικά μέσω τραπεζικών δικτύων στα πελατολόγια των τραπεζών.
ΜΙΚΡEΣ ΕΤΑΙΡΕIΕΣ ΑΛΛA ΚΑΙ ΠΟΛΥΕΘΝΙΚEΣ
Το φάσμα των καλύψεων που παρέχεται εκτείνεται σε μια κλίμακα μεγέθους, από τις μικρές εταιρείες έως τις πολυεθνικές. Ενδεικτικά, καλύπτεται η προστασία από τον κίνδυνο μη είσπραξης των εμπορικών τους απαιτήσεων, η προστασία ταμειακών ροών, η εξατομικευμένη διαχείριση πιστωτικού κινδύνου. Παρέχονται υπηρεσίες είσπραξης απαιτήσεων που δεν αφορούν μόνο ασφαλισμένους πελάτες της ασφαλιστικής εταιρείας, αλλά και μη ασφαλισμένους. Αυτό σημαίνει ότι, εάν μια εταιρεία (ασφαλισμένη ή μη) έχει ανεξόφλητες οφειλές από πελάτες της οπουδήποτε στον κόσμο, συμπεριλαμβανομένης και της Ελλάδας, η ασφαλιστική αναλαμβάνει μέσω του δικτύου της την είσπραξη των απαιτήσεων αυτών. Καλύπτεται επίσης, ανάλογα με το συμβόλαιο, ο πολιτικός κίνδυνος. Αυτό σημαίνει ότι αποζημιώνεται από την ασφαλιστική εταιρεία ο προμηθευτής (στην προκειμένη περίπτωση ο εξαγωγέας), εάν ο οφειλέτης του δεν μπορεί να τον πληρώσει όχι για οικονομικούς λόγους, αλλά για εξωγενείς-πολιτικούς λόγους, όπως για παράδειγμα πόλεμος κ.λπ. Τα κριτήρια που λαμβάνονται υπόψη για την ασφάλιση μιας επιχείρησης είναι η πιστοληπτική της ικανότητα, η οικονομική σταθερότητα του πελατολογίου της, ενώ παράλληλα υπολογίζεται για κάθε πελάτη ένα όριο, το οποίο αντιστοιχεί στο μέγιστο ποσό αποζημίωσης σε περίπτωση αδυναμίας πληρωμής. Οι αποζημιώσεις καταβάλλονται σε συμφωνημένα προκαθορισμένο χρόνο, ενώ συνεχής είναι η παρακολούθηση της φερεγγυότητας των αγοραστών κάθε επιχείρησης μέσα από τη συλλογή οικονομικών, χρηματοπιστωτικών καθώς και εμπορικών πληροφοριών.
Η ΑΣΦAΛΙΣΗ ΕΓΓΥHΣΕΩΝ
Δίχτυ ασφαλείας για τις επιχειρήσεις αποτελούν και οι καλύψεις εγγυήσεων, που έρχονται να συνδράμουν ως αναγκαίος αναπτυξιακός συντελεστής την επιχειρηματικότητα μέσα σε ένα ρευστό και αβέβαιο περιβάλλον. Η παροχή εγγυητικής επιστολής από ασφαλιστική εταιρεία είναι μια εναλλακτική πηγή εγγυοδοσίας, που αυξάνει την πιστοδοτική της ικανότητα, χωρίς να δεσμεύει πλαφόν από τον τραπεζικό της δανεισμό. Και μάλιστα πολλές φορές χωρίς να είναι απαραίτητο να υποθηκεύσει πάγια ή κυκλοφορούντα στοιχεία του ενεργητικού της. Σύμφωνα με στοιχεία της Interamerican, στον διεθνή επιχειρηματικό χώρο η χορήγηση εγγυήσεων από ασφαλιστικούς οργανισμούς είναι μια πρακτική ιδιαίτερα διαδεδομένη. Έτσι, ενώ στην Ελλάδα οι εγγυητικές επιστολές εκδίδονται σχεδόν εξ ολοκλήρου από τις τράπεζες, παγκοσμίως το 25% των εγγυητικών επιστολών εκδίδεται από ασφαλιστικές εταιρείες, με εγγυημένα κεφάλαια πάνω από 900 δισεκατομμύρια ευρώ. Υπάρχουν άλλωστε χώρες, όπως η Αγγλία και η Ιταλία, όπου οι εγγυήσεις από ασφαλιστικές και από τραπεζικά ιδρύματα μοιράζονται ισομερώς την αγορά. Ενδεικτικά, στην ελληνική αγορά παρέχονται εγγυήσεις για γκάμα υποχρεώσεων, από συμβάσεις κατασκευών ή υπηρεσιών μέχρι τις συνήθεις λειτουργίες εμπορικών επιχειρήσεων. Σχεδόν οποιαδήποτε πώληση, υπηρεσία ή συμφωνία μπορεί να εξασφαλιστεί μέσω της έκδοσης συμβολαίου Ασφάλισης Εγγυήσεων.