“Τσεκούρι” 17,1% υπέστησαν οι μισθοί στο δημόσιο τη δεκαετία 2010-2020, σύμφωνα με μελέτη του Κοινωνικού Πολυκέντρου της ΑΔΕΔΥ.
Σύμφωνα με τη μελέτη αυτή, “η συνολική εικόνα των συνθηκών αμοιβής και εργασίας των εργαζομένων στον ελληνικό δημόσιο τομέα στην περίοδο από το ξέσπασμα της ελληνικής κρίσης μέχρι σήμερα είναι οικτρή. Στο πλαίσιο των πολιτικών λιτότητας που έχουν επιβάλλει τα Προγράμματα Οικονομικής Προσαρμογής των ΕΕ-ΕΚΤ-ΔΝΤ – και που οι δεσμεύσεις τους ακολουθούνται αδιάπτωτα μέχρι σήμερα – τόσο η απασχόληση όσο και οι μισθολογικές συνθήκες έχουν επιδεινωθεί δραματικά στον ελληνικό δημόσιο τομέα.
Όσον αφορά το επίπεδο των αμοιβών στον δημόσιο τομέα αυτές, στην περίοδο 2010-2020, έχουν μειωθεί κατά 17,1% σε όρους πραγματικών τιμών.
Όμως, η δραματικη αυτή επιδείνωση δεν περιορίζεται μόνο στον γενικό δείκτη αλλά αφορά και την αύξηση των μισθολογικών ανισοτήτων μεταξύ των διαφόρων κατηγοριών εργαζομένων στον δημόσιο τομέα. Χαρακτηριστικά, οι μισθολογικές απολαβές των ανώτερων διευθυντικών και διοικητικών στελεχών μειώνεται λιγότερο από ότι αυτές όλων των υπόλοιπων κατηγοριών.
Η ίδια τάση υπάρχει και προς όφελος εργαζομένων που ασκούν καθήκοντα επίβλεψης έναντι αυτών που δεν ασκούν. Επιπλέον, αυξάνει η μισθολογική απόκλιση σε βάρος των γυναικών. Ανάλογα, συνολικά η κατανομή των μισθών μετατοπίζεται προς τα κάτω καθώς αυξάνει το ποσοστό των χαμηλότερα αμοιβομένων δημοσίων υπαλλήλων. Αξιοσημείωτο είναι ότι δυσανάλογα μεγάλο βάρος των μισθολογικών μειώσεων επωμίζονται οι τομείς της εκπαίδευσης και της δημόσιας διοίκησης όπου οι μισθολογικές περικοπές είναι εντονότερες.
Αυτή η οικτρή εικόνα γίνεται εντονότερη όταν συγκριθούν οι μισθολογικές απολαβές των εργαζομένων στον ελληνικό δημόσιο τομέα με αυτές τόσο της ΕΕ και της Ευρωζώνης όσο και των χωρών της Ευρωζώνης που τέθηκαν υπό Προγράμματα Οικονομικής Προσαρμογής.
Κατά την περίοδο 2008-2020 ο μέσος μισθός στον δημόσιο τομέα στην Ελλάδα μειώθηκε κατά 25,6%, ενώ αντίθετα στην Ευρωζώνη αυξήθηκε κατά 21,4% και στην ΕΕ κατά 23,8%. Η μοναδικότητα του ύψους της αρνητικής προσαρμογής του μισθού των δημοσίων υπαλλήλων στην Ελλάδα ξεχωρίζει ακόμη και σε σύγκριση με τις άλλες χώρες της Ευρωζώνης που τους επιβλήθηκαν Προγράμματα Οικονομικής 40 Προσαρμογής. Πάντα για την περίοδο 2008-2020, η Κύπρος εμφανίζει αύξηση κατά 6,3%, η Πορτογαλία κατά 5,2%, ενώ μόνον η Ιρλανδία εμφανίζει μείωση κατά 6,5% (που όμως πάλι είναι αισθητά μικρότερη με την ελληνική απομείωση κατά 25,6%).
Παρόμοια με την πλειονότητα των άλλων χωρών αυτής της κατηγορίας, η Ισπανία (στην οποία εφαρμόσθηκε μόνο ένα πρόγραμμα για τον χρηματοπιστωτικό τομέα) ο μέσος μισθός στον δημόσιο τομέα αυξήθηκε επίσης κατά 6,3%, Στον αντίποδα των χωρών της ευρωπεριφέρειας, σε πολλές χώρες του ευρωκέντρου εμφανίζονται εντυπωσιακές αυξήσεις του μέσου μισθού στον δημόσιο τομέα.
Ενδεικτικά, για την περίοδο 2008-2020, έχουμε αυξήσεις του μέσου μισθού στον δημόσιο τομέα στην Γερμανία κατά 37,2%, στην Ολλανδία κατά 29,8% και στην Γαλλία κατά 21,8%. Όσον αφορά το ζήτημα του εάν οι εργαζόμενοι στον δημόσιο τομέα αποτελούν ή όχι βάρος για τα δημόσια έσοδα (ένα επιχείρημα που προβλήθηκε έντονα από κυβερνητικά κέντρα), αποδεικνύεται ότι διαχρονικά – με την εξαίρεση μιας μικρής περιόδου πριν την κρίση – οι εργαζόμενοι στον δημόσιο τομέα συνεισφέρουν περισσότερο στα δημόσια έσοδα από όσα λαμβάνουν μέσω αναδιανεμητικών διαδικασιών.
Αυτή η οικτρή εικόνα των μισθολογικών συνθηκών των εργαζομένων στον δημόσιο τομέα στην Ελλάδα επιδεινώνεται περαιτέρω εάν συνυπολογισθούν οι τρέχουσες ευρύτερες μακροοικονομικές συνθήκες. Η εκρηκτική αύξηση του πληθωρισμού το 2022 και το γεγονός ότι δεν είναι παροδικό φαινόμενο (καθώς εκτός από συγκυριακά ενδεχομένως έχει και βαθύτερα διαρθρωτικά αίτια) προοιωνίζει μία ακόμη μεγαλύτερη επιδείνωση της εισοδηματικής θέσης των εργαζομένων στον ελληνικό δημόσιο τομέα.
Είναι κρίσιμο ζήτημα όχι μόνο για τους εργαζόμενους στον δημόσιο τομέα και το συνδικαλιστικό τους κίνημα αλλά ευρύτερα για την ελληνική κοινωνία και οικονομία η άμεση βελτίωση των μισθολογικών συνθηκών τους. Ο δημόσιος τομέας απέδειξε για άλλη μία φορά τον στρατηγικό και κομβικό του ρόλο κατά την κρίση που πυροδότησε η πανδημία COVID-19. Χωρίς την στοιχειωδώς ομαλή και αποτελεσματική παρέμβασή του οι επιπτώσεις της κρίσης θα ήταν πολύ χειρότερες.
Οι συνθήκες εργασίας και αμοιβής των εργαζομένων στον τομέα αυτό είναι κρίσιμο στοιχείο της αποτελεσματικής λειτουργίας του. Τέλος, ένα ενδεχομένως σημαντικό υποστήριγμα στην ανάταξη της θέσης των εργαζομένων στον δημόσιο τομέα αποτελεί η θεσμοποίηση διαδικασίας διαπραγμάτευσης συλλογικής σύμβασης στον δημόσιο τομέα.
Στην χώρα μας η διαδικασία αυτή 41 απουσιάζει καθώς υπάγεται στην διαμόρφωση της ευρύτερης κυβερνητικής εισοδηματικής πολιτικής. Αυτό αποδυναμώνει το συνδικαλιστικό κίνημα καθώς του στερεί ένα βασικό μηχανισμό διεκδίκησης. Τα παραδείγματα χωρών όπου υπάρχει ο θεσμός αυτός δείχνουν ότι εξασφαλίζει καλύτερα τις συνθήκες εργασίας και αμοιβής των εργαζομένων στον δημόσιο τομέα”.