Φαίνεται απλή η ερώτηση; Νομίζετε ότι είναι αυτονόητο το πότε και πώς ανανεώνεται ένα ασφαλιστήριο συμβόλαιο; Θεωρείτε ότι η ανανέωση ενός συμβολαίου ακολουθεί συγκεκριμένες διαδικασίες στην αγορά; Κανείς δεν ασχολείται με το θέμα, όταν όλα «βαίνουν καλώς». Όταν όμως κάτι στραβώσει, τότε ίσως ο κάθε ενδιαφερόμενος να ανακαλύψει ότι ίσως κάτι δεν έχει προβλεφθεί, ίσως κάποιο κενό υπάρχει.
Διευκρινίζω ότι δεν αναφέρομαι σε συγκεκριμένη ασφαλιστική εταιρεία, ούτε σε συγκεκριμένο συμβάν. Θα προσπαθήσω όμως να αναλύσω μια κατάσταση και κάθε άποψη δεκτή. Για την προσέγγιση του θέματος και μόνον, θα πρέπει καταρχήν να διαχωρίσουμε τα ασφαλιστικά προϊόντα σε τρεις μεγάλες κατηγορίες: α) στα προγράμματα ζωής και υγείας που είναι μακροχρόνια, έχουν συγκεκριμένη ημερομηνία λήξης και οι ενδιάμεσες πληρωμές αποτελούν «δόσεις» ασφαλίστρων και όχι ασφάλιστρα ανανέωσης. Συνεπώς, για την κατηγορία αυτή δεν τίθεται θέμα, β) στα προγράμματα αστικής ευθύνης οχημάτων (και κατ’ επέκταση συνολικά στα προγράμματα οχημάτων), για τα οποία υπάρχει ειδική νομοθεσία που προβλέπει τις διαδικασίες ανανέωσης, μη ανανέωσης ή ακύρωσης των συμβολαίων. Συνεπώς και εδώ δεν τίθεται θέμα, γ) στα υπόλοιπα προγράμματα ασφαλίσεων κατά ζημιών και αστικών ευθυνών, τα οποία είναι συνήθως ετήσια και ταυτόχρονα δεν υφίσταται ειδική πρόβλεψη στη νομοθεσία, ως προς τις ανανεώσεις τους.
Σε αυτή την τρίτη κατηγορία εστιάζω τα ερωτήματά μου και τονίζω, ότι δεν αφορούν στις διαδικασίας ακύρωσης ή καταγγελίας, αλλά μόνο στις διαδικασίες ανανέωσης. Στην αγορά το θέμα δεν αντιμετωπίζεται με ενιαίο τρόπο. Υπάρχουν εταιρείες και συμβόλαια, στους όρους των οποίων προβλέπεται ρητά το θέμα της ανανέωσης. Για παράδειγμα σε συμβόλαιο επαγγελματικής αστικής ευθύνης μεγάλης εταιρείας αναφέρεται: «Το ασφαλιστήριο είναι ορισμένης διάρκειας και λήγει με την παρέλευση της «περιόδου ασφάλισης». Το ασφαλιστήριο δεν ανανεώνεται αυτόματα αλλά απαιτεί προηγούμενη έγγραφη συμφωνία του «Ασφαλιστή» μαζί με την καταβολή του ασφαλίστρου από τον «Λήπτη της Ασφάλισης». Απλός, ξεκάθαρος όρος που δεν αφήνει περιθώρια παρερμηνειών. Σε παρόμοιο συμβόλαιο όμως, ίδιας επαγγελματικής αστικής ευθύνης, μεγάλης επίσης εταιρείας, δεν αναφέρεται οτιδήποτε περί ανανέωσης.
Ταυτόχρονα και οι δύο εταιρείες π.χ. στα συμβόλαια περιουσίας (κατοικιών, καταστημάτων, γραφείων, μικρών επιχειρήσεων κ.λπ.), ουδέν αναφέρουν στους όρους περί ανανέωσης, αλλά μόνο ότι «η ασφαλιστική σύμβαση διαρκεί μέχρι την αναγραφόμενη στο ασφαλιστήριο ημερομηνία λήξης της”. Και όμως και οι δύο εταιρείες ανανεώνουν και αποστέλλουν τα «ανανεωτήρια» στους πελάτες τους. Μην βιαστούν να απαντήσουν κάποιοι ότι γενικώς, τα συμβόλαια περιουσίας ανανεώνονται αυτόματα και αν δεν τα παραλάβει ο πελάτης επιστρέφονται προς ακύρωση, ενώ τα συμβόλαια αστικών ευθυνών (γιατρών, δικηγόρων κλπ) ή σκαφών δεν ανανεώνονται, αν δεν δηλώσει εκ των προτέρων ο πελάτης ότι επιθυμεί την ανανέωση. Αυτό μπορεί να είναι η πρακτική πολλών εταιρειών που ισχύει στην αγορά. Το ερώτημα που θέτω είναι το που προβλέπεται ή που βασίζεται η ανανέωση ή η μη ανανέωση των συμβολαίων αυτών; Αν δεν υπάρχει στους όρους του συγκεκριμένου συμβολαίου, που πρέπει να αναγράφεται; Αν παρέλθει η ημερομηνία λήξης ενός ασφαλιστηρίου, στους όρους του οποίου ουδέν αναγράφεται περί διαδικασιών ανανέωσης και για το οποίο ουδεμία αλληλογραφία υπήρξε πριν τη λήξη του, περί επιθυμίας ανανέωσης ή μη, και τρεις ημέρες μετά συμβεί γεγονός που οδηγεί σε απαίτηση, καλύπτεται ή όχι; Μια εύκολη απάντηση είναι ότι οι εταιρείες αποστέλλουν ληξιάρια στους διαμεσολαβούντες και από εκεί προκύπτει, εάν θα ανανεωθεί ή όχι ένα συμβόλαιο. Δεν θα συμφωνήσω με την απάντηση αυτή, γιατί αφενός δεν στέλνονται από όλους και πάντοτε ληξιάρια και αφετέρου γιατί, η μη επιστροφή ενός συμπληρωμένου ληξιαρίου από έναν διαμεσολαβητή δεν μπορεί να έχει επίπτωση στην ισχύ της κάλυψης ενός πελάτη, όταν τα ληξιάρια, αφενός δεν βρίσκονται σε γνώση του πελάτη και αφετέρου δεν προβλέπονται στους όρους του ασφαλιστηρίου του. Τα ληξιάρια λειτουργούν επιβοηθητικά και για την αποφυγή εκδόσεων τροποποιητικών προσθέτων πράξεων, αλλά δεν μπορούν να υποκαταστήσουν τους όρους ενός συμβολαίου.
Κλείνοντας, θεωρώ ότι το θέμα της αυτόματης ή μη ανανέωσης ενός ασφαλιστηρίου πρέπει να προβλέπεται ρητά στους όρους οποιουδήποτε συμβολαίου ώστε, ανεξάρτητα από την ύπαρξη ή όχι διαμεσολαβούντος προσώπου, να είναι σε γνώση του πελάτη. Συνεπώς, θα έπρεπε κατά την άποψή μου να υποχρεωθούν οι ασφαλιστικές εταιρείες, είτε να περιλάβουν συγκεκριμένη διατύπωση στους όρους των συμβολαίων, είτε να ενημερώνουν γραπτώς τους πελάτες τους σχετικά με την διαδικασία ανανέωσης του ασφαλιστηρίου τους.
Πολύ σωστός ο προβληματισμός του κ. Παπανικόλα και τα εύλογα τα ερωτήματα που θέτει.
Το σχόλιό μου είναι απλό και συγκεκριμένο: Οι απαντήσεις στα ερωτήματα και τα θέματα που επισημαίνονται, εμπίπτουν σε αυτό που δεν έχουν κατανοήσει οι περισσότεροι και που λέγεται “Επαγγελματική Αστική Ευθύνη Ασφαλιστικού Διαμεσολαβητή“.
Οι Ασφαλισμένοι που πληρώνουν τα ασφάλιστρα, δικαιούνται βάση νόμου να απαιτούν ασφαλιστική κάλυψη και δεν είναι λογικό αλλά ούτε να υποχρεούνται να γνωρίζουν λεπτομέρειες για το Ασφαλιστήριο και το πως λειτουργεί η Ασφάλιση.
Από την πλευρά της η Ασφαλιστική Εταιρεία προσφέρει το Ασφαλιστήριο που επί της ουσίας είναι ένα ιδιωτικό συμφωνητικό με συγκεκριμένους όρους και εξαιρέσεις, που μόνο σε ένα πολύ μικρό βαθμό είναι διαπραγματεύσιμοι.
Είναι προφανής ο ρόλος αλλά και οι ευθύνες του Ασφαλιστικού Διαμεσολαβητή που αμείβεται για τις υπηρεσίες του. Το να γνωρίζει με επάρκεια τα περί των ασφαλιστηρίων που προωθεί, το να εξηγεί και να επισημαίνει (όπου χρειάζεται εγγράφως) στον Πελάτη του τα απαραίτητα που πρέπει να γνωρίζει. Μιλάμε δηλαδή για την Επαγγελματική Ευθύνη του για την οποία βάσει νόμου, είναι ασφαλισμένος ώστε να αποζημιώνεται ο Ασφαλισμένος Πελάτης όταν υπάρχουν ζημιογόνες συνέπειες από τυχόν λάθη ή παραλείψεις του.
Η Ασφάλισή της Επαγγελματικής Ευθύνης του Ασφαλιστικού Διαμεσολαβητή, είναι αυτή που αντικειμενικά συμπληρώνει (αποζημιώνει) τα “κενά και τις αρρυθμίες” στην παροχή ασφαλιστικών υπηρεσιών. Αυτό θα πρέπει να το γνωρίζουν καλά οι Ασφαλιστές πριν το συνειδητοποιήσουν ευρέως οι διάφοροι Ασφαλισμένοι και οι Δικηγόροι τους.
Απολύτως ορθά όσα αναφέρει ο κ. Κουτίνας, ως ειδικός άλλωστε. Οι διαμεσολαβούντες φέρουν τεράστια ευθύνη, όχι μόνο στην συγκεκριμένη περίπτωση των ανανεώσεων, αλλά γενικά στην κάθε πτυχή της καθημερινής τους λειτουργίας. Πρέπει να το συνειδητοποιήσουν και να λειτουργούν με τον μεγαλύτερο δυνατό επαγγελματισμό και τηρώντας κάθε τυπική διαδικασία, που δυστυχώς πολλοί θεωρούν άχρηστες. Όμως αυτή είναι η μία πλευρά του νομίσματος. Η άλλη πλευρά ξαναθέτει το ερώτημα που διατυπώνει ο κ. Παπανικόλας. Γιατί δεν υπάρχει συγκεκριμένη διατύπωση στους όρους του κάθε συμβολαίου σχετικά για την ανανέωσή του; Γιατί το μπαλάκι πετιέται στην λειτουργία του διαμεσολαβητή ή στην δικαιολογημένη άγνοια του καταναλωτή; Οι εταιρείες είναι στο απυρόβλητο; Όπου θέλουν ανανεώνουν αυτόματα και όπου θέλουν μπορούν να ισχυριστούν ότι “δεν μου ζήτησες να το ανανεώσω”; Τουλάχιστον ας είναι γραμμένο σαφέστατα στους όρους του κάθε συμβολαίου.