Σε υπόθεση πεζού που παρασύρθηκε από λεωφορείο το δικαστήριο έκρινε ότι υπήρξε συνυπαιτιότητα 50% του πεζού και 50% του οδηγού λεωφορείου. Σύμφωνα με το άρθρο που δημοσιεύεται στην Επιθεώρηση Συγκοινωνιακού Δικαίου, ο οδηγός του λεωφορείου οδηγώντας με τα ταχύτητα μεγαλύτερη του επιτρεπόμενου ορίου (70χ/ω αντί 50 χ/ω) όταν αντιλήφθηκε, σε σημείο όπου δεν υπήρχαν πλησίον φωτεινοί σηματοδότες ή διάβαση πεζών, την προσπάθεια του πεζού – ιστάμενου επί διπλής διαχωριστικής γραμμής – να διασχίσει το ρεύμα κυκλοφορίας που εκινείτο το λεωφορείο δεν πραγματοποίησε τροχοπέδηση, όπως είχε υποχρέωση, αλλά τροχοπέδησε το όχημά του καθυστερημένα σε απόσταση 20 μέτρων από τον πεζό, μη έχοντας όμως τον απαιτούμενο χρόνο να αποφύγει την παράσυρσή του.
Εάν ο οδηγός είχε τη νομίμως προβλεπόμενη ταχύτητα έως 50 χλμ/ώρα κατά το χρόνο, που αντιλήφθηκε τον πεζό, σε απόσταση 100 μέτρων από αυτόν, το λεωφορείο σύμφωνα με τον αποδεκτό επιστημονικά χρόνο οδηγικής αντίδρασης του ενός δευτερολέπτου και συντελεστή τριβής 0,70 θα είχε ακινητοποιηθεί δώδεκα (12) μέτρα από το σώμα του πεζού (άρθρα 12 παρ. 1, 19 παρ. 1 και 2 και 20 παρ. 1 του ΚΟΚ).
Ταυτόχρονα το δικαστήριο έκρινε και υπαιτιότητα 50% του πεζού ο οποίος παρά το γεγονός ότι είχε καθαρή οπτική επαφή με το ερχόμενο λεωφορείο επιχείρησε να διασχίσει το ρεύμα κυκλοφορίας, όπου αυτό εκινείτο, ενώ είχε τη δυνατότητα να περιμένει στη διαχωριστική γραμμή τη διέλευση του λεωφορείου και στη συνέχεια να διασχίσει το ρεύμα κυκλοφορίας χωρίς κίνδυνο (άρθρο 38 αριθ. 4 περ. ε’ του ΚΟΚ).
Απορριπτέος κρίθηκε εν προκειμένω ο εκ του άρθρου 559 αρ.11 περ.γ ΚΠολΔ λόγος αναιρέσεως της Εφετειακής απόφασης, όπου σύμφωνα με τις αιτιάσεις των αναιρεσειόντων το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη του τη μη τελεσίδικη ακόμη, απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Ρόδου, με την οποία ο πρώτος αναιρεσείων (οδηγός του λεωφορείου), κηρύχθηκε κατά πλειοψηφία αθώος για την κατηγορία της ανθρωποκτονίας από αμέλεια, με σύμφωνη Εισαγγελική πρόταση, αλλά και μία σειρά από αποδεικτικά μέσα (καταθέσεις των μαρτύρων που εξετάστηκαν στο ποινικό δικαστήριο, τις προανακριτικές καταθέσεις των αυτοπτών μαρτύρων, την έκθεση Πραγματογνωμοσύνης του, διορισθέντος από το Τμήμα Τροχαίας πραγματογνώμονος, την, τεχνική έκθεση πραγματογνωμοσύνης του διορισθέντος από την δεύτερη αναιρεσείουσα Μηχανολόγου – Μηχανικού, την περιεχόμενη στα πρακτικά της πρωτοβάθμιας δίκης κατάθεση του αδελφού του θανόντος). Και ναι μεν η προσβαλλόμενη δεν μνημονεύει ρητά την ανωτέρω αθωωτική απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Ρόδου, όμως όπως προκύπτει έλαβε υπόψη την ως άνω απόφαση, αφού αντικρούει τις παραδοχές της πλειοψηφούσας γνώμης του Ποινικού Δικαστηρίου περί αυτοκτονίας του θύματος.
Αναιρετική Διαδικασία κατ΄άρθρ. 559 αρ.19 ΚΠολΔ
Με τον δεύτερο λόγο αναίρεσης, αποδίδεται στην προσβαλλομένη η πλημμέλεια από το άρθρο 559 αριθ. 19 ΚΠολΔ, διότι δεν διευκρινίζεται α) το μέγεθος της ταχύτητας, με την οποία κινείτο το λεωφορείο, όταν ο οδηγός του αντελήφθη τον πεζό να κινείται, εκ νέου, μετά την διακοπή της πορείας του επί της διαχωριστικής διαγραμμίσεως και αν στο μεσοδιάστημα μέχρι να πλησιάσει τον πεζό, συνέχισε αυτό να κινείται με την ίδια ταχύτητα ή μείωσε την ταχύτητά του με άλλο τρόπο πλην της τροχοπεδήσεως, β) σε πόση απόσταση είχε, πλέον, πλησιάσει το λεωφορείο, μόλις, εκδηλώθηκε αυτή η τελική απότομη είσοδος του πεζού εντός του ρεύματος κυκλοφορίας, γ) δεν αναφέρει το σημείο, από το οποίο, κατά την κρίση του δευτεροβαθμίου Δικαστηρίου, θα έπρεπε να ξεκινήσει η διαδικασία τροχοπεδήσεως, ώστε να επιτευχθεί η ακινητοποίηση του λεωφορείου σε απόσταση 12 μ. από τον πεζό και δ) δεν εξηγείται η μέθοδος υπολογισμού της ταχύτητας.
Απορριπτέες κρίθηκαν ως απαράδεκτες οι ανωτέρω αιτιάσεις για ελλιπή και αντιφατική αιτιολογία, διότι αφορούν στην πληρέστερη, κατά την άποψη των αναιρεσειόντων ανάλυση του αποδεικτικού υλικού και υπό την επίφαση της πλημμέλειας του άρθρου 559 αρ. 19 ΚΠολΔ επιχειρείται να πληγεί με αυτές η ανέλεγκτη αναιρετικά εκτίμηση του αποδεικτικού υλικού από το Δικαστήριο της ουσίας (άρθρ. 561 αρ. 1 ΚΠολΔ). Σε κάθε περίπτωση όμως, είναι και ουσιαστικά αβάσιμες, εφόσον το Εφετείο με σαφείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες υπήγαγε τα πραγματικά περιστατικά, που δέχτηκε ότι αποδείχθηκαν, ως προς την πρόκληση του δυστυχήματος στις ουσιαστικές διατάξεις των άρθρ. 297, 298, 300, 330 περ. β’, 914 ΑΚ και των αριθ. 12 παρ. 1, 19 παρ. 1 και 2 και 20 παρ. 1 του Ν. 2696/1999 – ΚΟΚ, ώστε να καθίσταται εφικτός ο αναιρετικός έλεγχος περί της ορθής ή μη υπαγωγής αυτών στις παραπάνω διατάξεις.