Οι στρεβλώσεις του συστήματος και η νέα πρόταση καθολικής κάλυψης του πληθυσμού
του Σταμάτη Βαρδαρού, αναπληρωτή γενικού γραμματέα του υπουργείου Υγείας
Η οικονομική κρίση έχει μειώσει δραστικά το ΑΕΠ της χώρας από το 2008 μέχρι σήμερα τόσο σε απόλυτους αριθμούς όσο και σε σχέση με το ΑΕΠ των λοιπών χωρών της Ε.Ε. Αντίστοιχα οι δημόσιες δαπάνες έχουν πέσει από το 60,68% του ΑΕΠ στο 49,83%, η ανεργία έχει φθάσει το 23,5% του εργατικού δυναμικού και μάλιστα το 73,1% του άνεργου πληθυσμού είναι μακροχρόνια άνεργοι, φέρνοντας τη χώρα μας στην πρώτη θέση ανάμεσα στις λοιπές χώρες της Ε.Ε.
Την ίδια στιγμή, το 15,1% του πληθυσμού βρίσκεται στο όριο της φτώχειας στην 3η θέση στην Ε.Ε. μετά την Εσθονία και την Ισπανία. Οι δαπάνες για την υγεία, έχουν περιοριστεί λίγο πάνω από το 8% του ΑΕΠ με μεγάλη ιδιωτική συμμετοχή, καθώς η δημόσια δαπάνη περιορίζεται στο 5% του ΑΕΠ και από τα ποσά που διατίθενται, το 2,35% του ΑΕΠ απορροφάται από τη φαρμακευτική δαπάνη, φέρνοντας τη χώρα μας στην πρώτη θέση μεταξύ των λοιπών χωρών της Ε.Ε.
Η Ελλάδα είναι η δεύτερη χώρα του ΟΟΣΑ μετά την Τουρκία από πλευράς κατανάλωσης αντιβιοτικών και η 4η στην Ε.Ε. με το μεγαλύτερο αριθμό αξονικών τομογράφων, τη μεγαλύτερη αναλογία γιατρών / πληθυσμού και μόλις 3,6 νοσηλευτές /1000 κατοίκους.
Οι καπνιστές αφορούν το 27,3% του πληθυσμού άνω των 15 ετών, η παχυσαρκία πλήττει το 56,3% του πληθυσμού άνω των 15 ετών, και το 74% του πληθυσμού άνω των 15 ετών δηλώνει καλή ή πολύ καλή υγεία με μόνο το 11% να αναφέρει κακή υγεία, ξεπερνώντας και στις δύο περιπτώσεις τον μέσο όρο του ΟΟΣΑ. Το σύστημα υγείας χαρακτηρίζεται από στρεβλή οργάνωση με τον λήπτη των υπηρεσιών υγείας να στρέφεται απ΄ ευθείας ο ίδιος στις πρωτοβάθμιες μονάδες του ΠΕΔΥ, τους γιατρούς του ΕΟΠΥΥ, τους ιδιώτες γιατρούς και τα διαγνωστικά κέντρα, τα νοσοκομεία και τα φαρμακεία.
Οι ασθενείς ψωνίζουν οι ίδιοι εξειδικευμένες υπηρεσίες υγείας, ανεβάζοντας το δημοσιονομικό κόστος και την ίδια δαπάνη, χωρίς απαραίτητα να απολαμβάνουν ποιότητα υπηρεσιών και ικανοποίηση. Και αυτό συμβαίνει καθώς το 61% των γιατρών είναι εξειδικευμένοι, και μόλις το 5% είναι γενικοί γιατροί, ενώ το υπόλοιπο ποσοστό είναι αδιευκρίνιστο.
Έτσι οι ίδιες δαπάνες του πληθυσμού φτάνουν το 4,1% της συνολικής δαπάνης των νοικοκυριών, φέρνοντας τη χώρα μας στην 3η θέση απευθείας πληρωμών, μετά την Κορέα και την Ελβετία, όταν ο μέσος όρος στον ΟΟΣΑ περιορίζεται στο 2,8%. Οι στρεβλώσεις του συστήματος ξεκινούν από τον κατακερματισμό των υπηρεσιών και συνεχίζουν με την αύξηση των ειδικοτήτων, την πολυφαρμακία, την υπερπροσφορά τεχνολογικού εξοπλισμού, την προκλητή ζήτηση, την μετακύλιση του κόστους στον ασθενή, την αύξηση της ίδιας δαπάνης, τα πολλαπλά εμπόδια στην πρόσβαση και τις αυξημένες υγειονομικές ανάγκες του πληθυσμού.
Έτσι, η χώρα μας παίρνει τη 2η θέση του ΟΟΣΑ μετά τη Λετονία στις ακάλυπτες ανάγκες για ιατρική εξέταση, λόγω οικονομικών ή άλλων λόγων ανάλογα με το εισόδημα, δεδομένο που αφορά το 15% του πληθυσμού χαμηλού και μέσου εισοδήματος. Με δεδομένα τα παραπάνω, η Πρωτοβάθμια Φροντίδα Υγείας (ΠΦΥ) δεν είναι η δυνατότητα των ασθενών να προσεγγίζουν τα εξωτερικά ιατρεία των νοσοκομείων και τις μονάδες του ΠΕΔΥ.
Είναι η δωρεάν, ποιοτική, διαπροσωπική, ολοκληρωμένη, ανθρωποκεντρική, προσβάσιμη, ισότιμη, ασφαλής, πληθυσμιακά καθορισμένη και κοινωνικά ελεγχόμενη δυνατότητα του πληθυσμού για υπηρεσίες διατήρησης και βελτίωσης της υγείας και επανένταξης στον κοινωνικό ιστό μετά την αποθεραπεία.
Σύμφωνα με το σχεδιασμό του υπουργείου για το νέο σύστημα ΠΦΥ, οι υπηρεσίες στην κοινότητα ξεκινούν από το Κέντρο Υγείας, απευθύνονται στην Τοπική Μονάδα Υγείας και τις λοιπές υπηρεσίες και παρόχους όπου είναι αναγκαίο, για να καταλήξουν στο νοσοκομείο, εφόσον δεν έχουν αντιμετωπιστεί εξωνοσοκομειακά. Μέσω των τοπικών μονάδων υγείας αντιστοιχούν σε 10.000 αστικού πληθυσμού 4 οικογενειακοί γιατροί, ένας παιδίατρος, 4 νοσηλευτές – επισκέπτες υγείας, ένας κοινωνικός λειτουργός και δύο διοικητικοί υπάλληλοι.
Οι μονάδες αυτές θα λειτουργούν καθημερινά από τις 8 πμ-8μμ, με αντικείμενο την πρόληψη νοσημάτων, την παροχή έκτακτης περίθαλψης, την παρακολούθηση και ρύθμιση χρονίων νοσημάτων και πολυνοσηρότητας, την πραγματοποίηση κατ΄ οίκον επισκέψεων, την καταγραφή των πληθυσμιακών αναγκών και την παραπομπή σε λοιπές υπηρεσίες υγείας. Με την οργάνωση αυτή, επιτυγχάνεται καθολική κάλυψη του πληθυσμού, ισότιμη πρόσβαση στις υπηρεσίες υγείας και οικονομική προστασία των νοικοκυριών.
Το νέο σύστημα θα αναπτυχθεί σταδιακά το 2017 και 2018, με την κάλυψη κατ΄ αρχήν σε 2,5 εκ. πληθυσμού εκ των οποίων οι 850.000 σε κίνδυνο φτώχειας, από 239 τοπικές μονάδες υγείας, 1380 γιατρούς και συνολικό προσωπικό 3.053 ατόμων. Το μέσο ετήσιο κόστος ανά τοπική μονάδα υπολογίζεται στις 370.000 ευρώ και το συνολικό ετήσιο κόστος λίγο πάνω από τα 82 εκ. ευρώ.