Η επίθεση με το κακόβουλο λογισμικό NotPetya που έγινε γνωστή τον Ιούνιο του 2017 επηρέασε χιλιάδες ηλεκτρονικούς υπολογιστές πολυεθνικών εταιρειών σε 65 χώρες, ανάμεσα στις οποίες ήταν και η φαρμακευτική Merck, η οποία αξίωσε για την επίθεση αυτή 700 εκατ. δολάρια, δηλαδή το 40% της συνολικής της κάλυψης, από τις ασφαλιστικές της. Σύμφωνα με το Blοomberg οι ασφαλιστικές και η φαρμακευτική μετά από πολυετή δικαστική μάχη συμφώνησαν σε διακανονισμό της διαφοράς τους, χωρίς ωστόσο να δίνονται περισσότερες πληροφορίες.
Μετά τις επιθέσεις του NotPetya, οι ασφαλιστικές αρνήθηκαν την κάλυψη της αξίωσης στην Merck λόγω μιας ρήτρας που απαλλάσσει την ευθύνη της ασφαλιστικής εταιρείας σε «πράξεις πολέμου». Το κακόβουλο λογισμικό, το οποίο μόλυνε περισσότερα από 40.000 μηχανήματα στο δίκτυο της Merck, στόχευσε πρώτα σε συστήματα – στόχους στην Ουκρανία και πιστεύεται ότι είχε δημιουργηθεί από στελέχη της ρωσικής κυβέρνησης.
Απόφαση εφετείου του Νιου Τζέρσεϊ που εκδόθηκε όμως το 2023 όριζε ότι “η κυβερνοεπίθεση του NotPetya δεν περιελάμβανε στρατιωτική δράση και για αυτό δεν μπορεί να αποκλειστεί από την ασφαλιστική κάλυψη βάσει πολεμικής εξαίρεσης”.
Το εξειδικευμένο ειδησεογραφικό site law Bloomberg ανέφερε ότι τρεις ασφαλιστικές συμφώνησαν με τη φαρμακευτική να λήξουν τη διαμάχη αλλά ο διακανονισμός είναι εμπιστευτικός. Περισσότερες από 30 ασφαλιστικές συμμετείχαν στην υπόθεση στην αρχή, αλλά οι περισσότερες έχουν επιλύσει τις αξιώσεις τους με τη Merck. Οκτώ ασφαλιστικές εταιρείες που παρέμειναν στην υπόθεση ήταν οι εταιρείες Ace American, Allianz, Liberty Mutual, QBE, XL και Lloyd’s. Το πρόγραμμα ασφάλισης περιουσίας της Merck περιλάμβανε κάλυψη «όλων των κινδύνων» σε μια δομή τριών επιπέδων, με συνολικά όρια 1,75 δισεκατομμυρίων δολαρίων μετά από τα πρώτα 150 εκατομμύρια δολάρια που ήταν το ποσό της απαλλαγής. Τα υπόλοιπα οκτώ ασφαλιστήρια συμβόλαια ασφάλιζαν ποσοστά κάλυψης σε ένα, δύο ή και τα τρία επίπεδα.
Πηγές: insurancejournal, therecord.media