Η Οικονομική και Κοινωνική σημασία των Ασφαλίσεων είναι τέτοια που θεωρείται γενικά αναγκαία η παρέμβαση των Δημόσιων Αρχών, με την μορφή της Προληπτικής Εποπτείας. Οι Ασφαλιστικές Επιχειρήσεις δεν παρέχουν μόνο προστασία έναντι μελλοντικών γεγονότων τα οποία μπορεί να οδηγήσουν σε Ζημία, αλλά επίσης διοχετεύουν τις Αποταμιεύσεις των νοικοκυριών στις Χρηματοπιστωτικές Αγορές και στην πραγματική Οικονομία (Ανάπτυξη). Η παρέμβαση από τις Δημόσιες Αρχές τείνει να επικεντρώνεται στην Εισαγωγή μέτρων για την Εξασφάλιση της Φερεγγυότητας των Επιχειρήσεων ή την Ελαχιστοποίηση της Διατάραξης και των Ζημιών που προκαλούνται από την Έλλειψη Φερεγγυότητας.
Αδυναμίες του Ισχύοντος Καθεστώς της ΕΕ
- Έλλειψη ευαισθησίας στον κίνδυνο: ορισμένοι βασικοί κίνδυνοι, συμπεριλαμβανομένων του κινδύνου αγοράς, του πιστωτικού και του λειτουργικού κινδύνου, δεν λαμβάνονται επαρκώς υπόψη στο ισχύον καθεστώς της ΕΕ. Επιπλέον, περιλαμβάνει πολύ λίγες ποιοτικές απαιτήσεις αναφορικά με τη διαχείριση του κινδύνου και την διακυβέρνηση και δεν επιβάλλει στις εποπτικές αρχές την διεξαγωγή τακτικών ελέγχων των εν λόγω ποιοτικών πτυχών. Η έλλειψη ευαισθησίας έναντι του κινδύνου δεν παροτρύνει τις ασφαλιστικές επιχειρήσεις να διαχειρίζονται κατάλληλα τους κινδύνους τους ούτε να βελτιώνουν και να επενδύουν στη διαχείριση του κινδύνου. Το παρόν καθεστώς δεν εγγυάται ακριβή και έγκαιρη επέμβαση εκ μέρους των εποπτικών αρχών, ούτε διευκολύνει τη βέλτιστη κατανομή του κεφαλαίου. Αποτέλεσμα όλων αυτών είναι ότι το ισχύον καθεστώς της ΕΕ δεν προστατεύει τους αντισυμβαλλόμενους όπως θα έπρεπε.
- Περιορισμοί στη σωστή λειτουργία της ενιαίας αγοράς: Tο ισχύον κοινοτικό πλαίσιο καθορίζει ελάχιστους κανόνες οι οποίοι μπορούν να συμπληρωθούν από πρόσθετους κανόνες σε εθνικό επίπεδο. Οι πρόσθετοι αυτοί κανόνες στρεβλώνουν και υπονομεύουν την ορθή λειτουργία της ενιαίας ασφαλιστικής αγοράς. Το γεγονός αυτό αυξάνει το κόστος για τις ασφαλιστικές επιχειρήσεις της ΕΕ (και τους αντισυμβαλλόμενους) και παρακωλύει τον ανταγωνισμό εντός της ΕΕ. Εξακολουθούν να υφίστανται σημαντικές διαφορές στον τρόπο με τον οποίο ασκείται η εποπτεία, με αποτέλεσμα να δυσχεραίνεται περαιτέρω η λειτουργία της ενιαίας αγοράς. Σύμφωνα με την πρόταση οδηγίας Φερεγγυότητα ΙΙ, οι ομιλοι που λειτουργούν στην ΕΕ θα μπορούν να καλύπτουν μέρος των κεφαλαιακών απαιτήσεων των θυγατρικών εταιρειών τους, όχι με μετρητά ή άλλης μορφής χρεόγραφα, αλλά μέσω έγγραφης απλής δήλωσής τους ότι σε περίπτωση που παραστεί ανάγκη στην εκάστοτε θυγατρική εταιρεία τους τότε μόνο θα μεταφέρουν χρήματα (μετρητά ή άλλης μορφής χρεόγραφα).
- Μη βέλτιστες ρυθμίσεις για την εποπτεία των ομίλων: Η τρέχουσα προσέγγιση της εποπτείας των ομίλων αποκλίνει όλο και περισσότερο από την πραγματικότητα σε σχέση με τη διάρθρωση και την οργάνωσή τους, καθώς εστιάζεται σε νομικές οντότητες. Η οργάνωση των ομίλων είναι όλο και περισσότερο συγκεντρωτική, καθώς έχουν εισαχθεί συστήματα διαχείρισης του κινδύνου σε επίπεδο επιχείρησης και οι βασικές λειτουργίες εκτελούνται σε ενοποιημένη βάση. Η απόκλιση μεταξύ του τρόπου διοίκησης των ομίλων και της εποπτείας τους όχι μόνο αυξάνει το κόστος για τους ασφαλιστικούς ομίλους, αλλά και το ενδεχόμενο να αγνοηθούν ορισμένοι βασικοί κίνδυνοι που αφορούν ολόκληρο τον όμιλο. Η πρόταση οδηγίας για την Φερεγγυότητα ΙΙ προβλέπει ότι ο τοπικός επόπτης (δηλαδή η Ελληνική εποπτική αρχή) δεν θα έχει αρμοδιότητα (κάτι που είναι αντίθετο από ό,τι συμβαίνει μέχρι σήμερα) για τον υπολογισμό των κεφαλαιακών απαιτήσεων φερεγγυότητας SCR των ασφαλιστικών εταιρειών που είναι θυγατρικές ξένων ασφαλιστικών ομίλων (δηλαδή μεγάλου μέρους των ασφαλιστικών εταιρειών που λειτουργούν στην Ελλάδα).
Έλλειψη διεθνούς και διατομεακής σύγκλισης: Η έλλειψη διεθνούς σύγκλισης υπονομεύει την ανταγωνιστικότητα των ευρωπαϊκών ασφαλιστών επιχειρήσεων.
Απαιτείται δράση σε επίπεδο ΕΕ
Θεωρητικά, τα κράτη μέλη έχουν τη δυνατότητα να εισαγάγουν παρόμοια ρυθμιστικά καθεστώτα για να αντιμετωπίσουν τις αδυναμίες του τρέχοντος συστήματος και οι ρυθμιστικές αρχές να συντονίσουν καλύτερα τις εποπτικές τους δραστηριότητες, αίροντας με τον τρόπο αυτό τα εμπόδια στη σωστή λειτουργία της ενιαίας αγοράς, υπάρχουν πολύ λίγες ενδείξεις ότι αυτό συμβαίνει όντως στην πράξη. Από την μέχρι τώρα κατάσταση προκύπτει ότι συμβαίνει μάλλον το αντίθετο. Απαιτείται συνεπώς η θέσπιση μέτρων προκειμένου να διευκολυνθεί μία τέτοιου είδους αλλαγή και τα μέτρα αυτά πρέπει να ληφθούν σε επίπεδο ΕΕ για να αυξηθεί η εναρμόνιση.
Λόγω των αδυναμιών του σημερινού καθεστώς της ΕΕ συμφωνήθηκαν οι κατωτέρω γενικοί στόχοι για την προσέγγιση «Φερεγγυότητας ΙΙ»:
- Εμβάθυνση της ολοκλήρωσης της ασφαλιστικής αγοράς στην ΕΕ
- Ενίσχυση της προστασίας αντισυμβαλλόμενων και δικαιούχων
- Βελτίωση της διεθνούς ανταγωνιστικότητα των κοινοτικών ασφαλιστών και αντασφαλιστών
- Προώθηση της καλύτερης ρύθμισης.
Προκειμένου να αξιολογηθούν η αποτελεσματικότητα και η αποδοτικότητα των διαφόρων επιλογών πολιτικής σε σχέση με τους γενικούς αυτούς στόχους, προσδιορίστηκαν ορισμένοι ειδικοί και επιχειρησιακοί στόχοι.
Για τους σκοπούς του εγχειρήματος, οι διάφορες επιλογές χωρίστηκαν σε επιλογές στρατηγικής φύσεως και σε λειτουργικές επιλογές:
- Οι στρατηγικής φύσεως επιλογές συνδέονται με τον συνολικό σχεδιασμό της Φερεγγυότητας II, συμπεριλαμβανομένης της αξιολόγησης του κατά πόσον απαιτείται κάποια αλλαγή και, εάν ναι, ποια νομοθετική διαδικασία πρέπει να ακολουθηθεί. Άλλα βασικά ζητήματα που αναλύθηκαν ήταν: Σε ποιο βαθμό μπορούν να εξαχθούν χρήσιμα συμπεράσματα από την «Βασιλεία II» και την οδηγία για τις κεφαλαιακές απαιτήσεις; Με ποιο τρόπο πρέπει να γίνεται η εποπτεία των ασφαλιστικών ομίλων; Ποιος πρέπει να είναι ο χειρισμός των μικρών και μεσαίων ασφαλιστικών επιχειρήσεων; Εάν πρέπει να εναρμονιστεί υπολογισμός των τεχνικών προβλέψεων και ποια προσέγγιση πρέπει να ακολουθηθεί αναφορικά με τον υπολογισμό των κεφαλαιακών απαιτήσεων.
- Οι λειτουργικές επιλογές: Μεθόδους για τον υπολογισμό των τεχνικών προβλέψεων. Το επίπεδο διαμόρφωσης των κεφαλαιακών απαιτήσεων και την μορφή που πρέπει να έχουν οι απαιτήσεις αυτές.
Συνολικός αναμενόμενος αντίκτυπος της Φερεγγυότητας II
Η ανάλυση που πραγματοποιήθηκε και οι αντιδράσεις των διαφόρων παραγόντων και ενδιαφερομένων μερών όσον αφορά τις διάφορες επιλογές ακολουθητέας πολιτικής δείχνουν ότι η εισαγωγή ενός νέου καθεστώτος φερεγγυότητας βασιζόμενου στον οικονομικό κίνδυνο, που θα εντάσσεται πλήρως στην αρχιτεκτονική Lamfalussy, είναι το αποτελεσματικότερο και αποδοτικό μέσο για την επίτευξη των γενικών στόχων του σχεδίου «Φερεγγυότητα ΙΙ.»
Η επιλεγείσα προσέγγιση για την «Φερεγγυότητα II» : Μία προσέγγιση βασιζόμενη στον οικονομικό κίνδυνο
Ένα σύστημα βασιζόμενο σε υγιείς αρχές οικονομικής αξιολόγησης θα αποκαλύψει την πραγματική χρηματοοικονομική κατάσταση των ασφαλιστικών επιχειρήσεων, αυξάνοντας τη διαφάνεια και την εμπιστοσύνη σε ολόκληρο τον τομέα. Με την εισαγωγή ρυθμιστικών απαιτήσεων με βάση τον κίνδυνο θα εξασφαλιστεί η επίτευξη μιας εύλογης ισορροπίας μεταξύ της υψηλής προστασίας των αντισυμβαλλομένων και του λογικού κόστους για τους ασφαλιστές.
Ειδικότερα, οι κεφαλαιακές απαιτήσεις θα αντικατοπτρίζουν το ειδικό προφίλ κινδύνου κάθε ασφαλιστικής επιχείρησης. Οι ασφαλιστές που διαχειρίζονται σωστά τους κινδύνους τους – επειδή διαθέτουν αυστηρές πολιτικές, χρησιμοποιούν κατάλληλες τεχνικές μείωσης του κινδύνου, ή διαφοροποιούν τις δραστηριότητές τους – θα ανταμειφθούν και θα τους επιτραπεί να κατέχουν λιγότερα ίδια κεφάλαια. Από την άλλη πλευρά, οι ασφαλιστές με κακή διαχείριση, ή οι ασφαλιστές με μεγαλύτερη τάση να αναλαμβάνουν κινδύνους θα κληθούν να διαθέτουν μεγαλύτερα ίδια κεφάλαια ώστε να είναι σε θέση να ικανοποιήσουν τις αξιώσεις των αντισυμβαλλομένων σε περίπτωση ζημίας.
Η «Φερεγγυότητα II» θα έχει ως αποτέλεσμα να δοθεί μεγαλύτερη έμφαση στην υγιή διαχείριση των κινδύνων και σε αυστηρούς εσωτερικούς ελέγχους. Η ευθύνη για την χρηματοοικονομική ευρωστία των ασφαλιστικών επιχειρήσεων θα μετατοπιστεί σταθερά στην διοίκησή τους, όπου και ανήκει. Οι ασφαλιστές θα διαθέτουν μεγαλύτερη ελευθερία – δηλ. θα κληθούν να συμμορφώνονται με αρχές υγιούς διοίκησης παρά με αυθαίρετους κανόνες. Οι ρυθμιστικές απαιτήσεις θα ευθυγραμμιστούν με την πρακτική στον κλάδο και οι ασφαλιστές θα ανταμειφθούν για την εισαγωγή συστημάτων διαχείρισης των κινδύνων και των ιδίων κεφαλαίων τους που θα ταιριάζουν καλύτερα στις ανάγκες και στο συνολικό προφίλ του κινδύνου. Σε αντιστάθμισμα, θα υπόκεινται σε ενισχυμένη προληπτική εποπτεία.
Με το νέο καθεστώς θα ενισχυθεί επίσης η διαφάνεια και η καλύτερη ενημέρωση του κοινού. Οι ασφαλιστές που εφαρμόζουν τις βέλτιστες πρακτικές θα ανταμειφθούν περαιτέρω από τους επενδυτές, τους παράγοντες της αγοράς και τους καταναλωτές.
Η νέα αρχιτεκτονική Lamfalussy θα δώσει τη δυνατότητα στο νέο καθεστώς να συγχρονιστεί με τις εξελίξεις της αγοράς και της τεχνολογίας καθώς και την πρόοδο, σε διεθνές επίπεδο, της νομοθεσίας στο λογιστικό και στον ασφαλιστικό τομέα. Μολονότι οι ίδιες υψηλού επιπέδου αρχές θα εφαρμόζονται σε όλες τις ασφαλιστικές επιχειρήσεις, τα εκτελεστικά μέτρα θα επιτρέψουν την προσαρμογή των κανόνων, οι οποίοι θα εφαρμόζονται κατ’ αναλογία με τη φύση, την κλίμακα και την πολυπλοκότητα κάθε ασφαλιστικής επιχείρησης. Η νέα αρχιτεκτονική Lamfalussy, με την προώθηση της εποπτικής σύγκλισης και της συνεργασίας, θα οδηγήσει επίσης σε περισσότερο εναρμονισμένη αντιμετώπιση των ασφαλιστικών επιχειρήσεων σε ολόκληρη την Ευρώπη.
Επιπλέον, η κωδικοποίηση του κεκτημένου και η ενσωμάτωση των νέων αρχών σε ένα ενιαίο έγγραφο θα καταστήσουν σαφέστερο το ευρωπαϊκό δίκαιο και περισσότερο προσπελάσιμο σε όλους τους ενδιαφερόμενους παράγοντες, σε συμφωνία με το πρόγραμμα για τη βελτίωση του ρυθμιστικού πλαισίου.
Οφέλη για τους ενδιαφερόμενους φορείς
Συνολικά, αναμένονται σημαντικά οφέλη από την προσέγγιση “Φερεγγυότητα ΙΙ” και ο αναμενόμενος αντίκτυπος για όλους τους ενδιαφερόμενους είναι θετικός.
- Ο κλάδος: Οι άμεσοι αποδέκτες του νέου καθεστώτος «Φερεγγυότητα II» θα είναι οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις. Εκτός από την προώθηση της υγιούς διαχείρισης του κινδύνου, της ευθυγράμμισης των εποπτικών απαιτήσεων με τις πρακτικές της αγοράς και της ανταμοιβής των επιχειρήσεων που διοικούνται σωστά, το νέο καθεστώς θα καθιερώσει επίσης πραγματικά ισότιμους όρους ανταγωνισμού και θα συμβάλει στην περαιτέρω ολοκλήρωση της ασφαλιστικής αγοράς στην ΕΕ. Η διεθνής ανταγωνιστικότητα των ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων της ΕΕ θα βελτιωθεί μέσω της ευθυγράμμισης των ποσοτικής φύσεως ρυθμιστικών απαιτήσεων με το πραγματικό οικονομικό κόστος των κινδύνων που διατρέχουν.• Εποπτικές αρχές: Οι εποπτικές αρχές θα αποκτήσουν καλύτερα εργαλεία εποπτείας, που θα παρέχουν τη δυνατότητα πιο έγκαιρης και αποτελεσματικής παρέμβασης, καθώς και εξουσίες να διεξάγουν διεξοδικούς ελέγχους όλων των κινδύνων που αντιμετωπίζουν οι ασφαλιστές. Ο καταμερισμός των καθηκόντων μεταξύ αρχών που ασκούν εποπτεία σε ατομική βάση και αρχών που ασκούν την εποπτεία ομίλων θα προσφέρει καλύτερη κατανόηση των οντοτήτων που αποτελούν μέρος ενός ασφαλιστικού ομίλου και θα ενισχύσει την εποπτική συνεργασία και τη σύγκλιση.
- Αντισυμβαλλόμενοι: Οι κυριότεροι έμμεσοι αποδέκτες της Φερεγγυότητας II θα είναι οι αντισυμβαλλόμενοι. Αρχικά, το νέο καθεστώς θα εξασφαλίσει ένα ενιαίο και ενισχυμένο επίπεδο προστασίας των αντισυμβαλλομένων σε ολόκληρη την ΕΕ, μειώνοντας την πιθανότητα να ζημιωθούν οι αντισυμβαλλόμενοι λόγω οικονομικών προβλημάτων ασφαλιστικών επιχειρήσεων. Δεύτερον, η εισαγωγή μιας προσέγγισης βασισμένης στον οικονομικό κίνδυνο θα δώσει στους αντισυμβαλλόμενους μεγαλύτερη εμπιστοσύνη στα προϊόντα που προσφέρουν οι ασφαλιστές, καθώς με το νέο καθεστώς «Φερεγγυότητα II» θα προωθηθεί η καλύτερη διαχείριση του κινδύνου, η σωστή τιμολογιακή πολιτική και η ενισχυμένη εποπτεία. Τρίτο, η «Φερεγγυότητα II» θα εντείνει τον ανταγωνισμό, ιδιαίτερα για τους ασφαλιστικούς κλάδους στους οποίους προτείνονται μαζικά προϊόντα που απευθύνονται σε ιδιώτες, όπως είναι η ασφάλιση αυτοκινήτου και κατοικίας, ασκώντας πτωτική πίεση σε τιμές πολλών ασφαλιστικών προϊόντων και θα αυξήσει την επιλογή με την ενθάρρυνση της καινοτομίας στα προϊόντα.
- Σύνολο οικονομίας: Εκτός του ότι θα βελτιωθεί ο διεθνής ανταγωνισμός μεταξύ των ασφαλιστικών επιχειρήσεων, η ευθυγράμμιση των ρυθμιστικών απαιτήσεων με την οικονομική πραγματικότητα θα οδηγήσει σε καλύτερη διάθεση των κεφαλαίων σε επίπεδο επιχείρησης, σε επίπεδο κλάδου και σε επίπεδο ευρωπαϊκής οικονομίας. Αυτό θα έχει ως αποτέλεσμα την μείωση του κόστους άντλησης κεφαλαίων για τον ασφαλιστικό τομέα και πιθανώς και για την ευρωπαϊκή οικονομία στο σύνολό της, μέσω του ρόλου του κλάδου των ασφαλίσεων ως θεσμικού επενδυτή. Η αποδοτικότερη κατανομή των κεφαλαίων και του κινδύνου εντός της οικονομίας θα συμβάλει επίσης στην χρηματοπιστωτική σταθερότητα, τόσο μεσοπρόθεσμα όσο και μακροπρόθεσμα.
Δυνητικές βραχυπρόθεσμες παράπλευρες επιπτώσεις
Μολονότι ο συνολικός αντίκτυπος του σχεδίου Φερεγγυότητα II σε όλα τα μέρη θα είναι θετικός, οι αναλυτικές εργασίες που διεξήχθησαν επισημαίνουν ορισμένα βραχυπρόθεσμου χαρακτήρα θέματα τα οποία πρέπει να ληφθούν υπόψη. Τα θέματα αυτά συνδέονται κυρίως με υφιστάμενα χαρακτηριστικά των ασφαλιστικών αγορών, τα οποία θα τονιστούν με την εισαγωγή του καθεστώτος φερεγγυότητας βάσει του οικονομικού κινδύνου. Ανάλογα με την αντίδραση των παραγόντων, μπορεί να υπάρξουν ορισμένες αρνητικές βραχυπρόθεσμες επιπτώσεις. Γενικά, όσο γρηγορότερα προετοιμαστούν οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις ενόψει της εισαγωγής του καθεστώτος «Φερεγγυότητα II», τόσο μειωμένη θα είναι η πιθανότητα να επέλθουν οι βραχυπρόθεσμες αυτές αρνητικές επιπτώσεις.
- Αρχικό κόστος εφαρμογής: Η «Φερεγγυότητα II» θα επιφέρει σημαντικό αρχικό κόστος, τόσο για τον κλάδο όσο και για τις εποπτικές αρχές που δεν θα έχουν ήδη εισαγάγει σύγχρονα συστήματα διαχείρισης του κινδύνου ή που δεν θα έχουν υιοθετήσει σύστημα εποπτείας βάσει του κινδύνου. Ωστόσο, το κόστος αυτό θα αντισταθμιστεί μακροπρόθεσμα από τα αναμενόμενα οφέλη.
- Ασφαλισιμότητα: Καθώς ο ρυθμιστικός χειρισμός των κινδύνων θα είναι ανάλογος με το πραγματικό οικονομικό τους κόστος, οι ασφαλιστικοί κλάδοι που καλύπτουν μακροπρόθεσμους κινδύνους με σοβαρές επιπτώσεις θα αποτελέσουν αντικείμενο υψηλότερων ποσοτικών απαιτήσεων. Βραχυπρόθεσμα, αυτό μπορεί να οδηγήσει σε μείωση της κάλυψης για ορισμένα είδη ασφάλισης, μολονότι, όταν η ασφαλιστική δραστηριότητα είναι γενικά οικονομικά βιώσιμη, οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις θα είναι μακροπρόθεσμα σε θέση να συνεχίσουν να παρέχουν την κάλυψη αυτή, με την χρήση τεχνικών μείωσης του κινδύνου, με την εισαγωγή νέων καινοτόμων προϊόντων και με την προσαρμογή των τιμών.
- Επενδύσεις σε μετοχές: Σε αντίθεση με το σημερινό καθεστώς, οι κίνδυνοι αγοράς θα υπόκεινται σε κεφαλαιακές απαιτήσεις βάσει της προσέγγισης Φερεγγυότητα II και το νέο πλαίσιο μπορεί έτσι να έχει επίπτωση στις επενδυτικές στρατηγικές των ασφαλιστικών επιχειρήσεων. Ιδιαίτερα, δυνάμει του καθεστώτος Φερεγγυότητα II, τα προϊόντα σταθερού εισοδήματος θα υπόκεινται σε χαμηλότερες κεφαλαιακές απαιτήσεις σε σύγκριση με τις μετοχές, καθώς είναι λιγότερο ευμετάβλητα. Αποτέλεσμα αυτού είναι ότι οι ασφαλιστές θα μπορούν να αποφασίσουν τα χαρτοφυλακία τους, προκειμένου να προβούν σε καλύτερη αντιστοίχιση μεταξύ περιουσιακών στοιχείων και υποχρεώσεων, και να αγοράσουν περισσότερα ομόλογα σε βάρος των μετοχών, εάν εκτιμούν ότι η αυξημένη δυνητική επενδυτική απόδοση από τις μετοχές δεν αντισταθμίζει το κόστος από τη διατήρηση περισσότερων ιδίων κεφαλαίων. Κάτι τέτοιο θα μπορούσε βραχυπρόθεσμα να επηρεάσει τις αγορές μετοχών της ΕΕ.
- Ενοποίηση: Η αναγνώριση της σημασίας της διαφοροποίησης (differentiation) θα έχει ως αποτέλεσμα οι σωστά διαφοροποιημένες οντότητες, ή εκείνες που αποτελούν μέρος ενός ασφαλιστικού ομίλου, να υπόκεινται στην πράξη σε χαμηλότερες κεφαλαιακές απαιτήσεις σε σύγκριση με τις μεμονωμένες οντότητες (solo) οι οποίες είναι λιγότερο καλά διαφοροποιημένες. Μολονότι αυτό είναι πλήρως σύμφωνο με τις οικονομικές αρχές στις οποίες στηρίζεται η πρόταση, και δεν επιφέρει χαμηλότερη προστασία για τους αντισυμβαλλόμενους, μπορεί ωστόσο να δράσει ως καταλύτης στην ήδη υφιστάμενη τάση ενοποίησης στην ασφαλιστική αγορά της ΕΕ και να αυξήσει τις ήδη υπάρχουσες ανταγωνιστικές πιέσεις σε μικρές και μεσαίου μεγέθους ασφαλιστικές επιχειρήσεις. Ωστόσο, πολλές ΜΜΕ είναι ήδη ειδικευμένες ασφαλιστικές επιχειρήσεις οι οποίες παρακολουθούν και διαχειρίζονται προσεκτικά τους κινδύνους τους και επωφελούνται σε μεγάλο βαθμό από το γεγονός ότι βρίσκονται σε στενή επαφή με τους πελάτες τους. Στις περιπτώσεις αυτές, τα φυσικά αυτά ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα θα αναγνωριστούν πλήρως και θα οδηγήσουν σε χαμηλότερες κεφαλαιακές απαιτήσεις για τις εν λόγω ΜΜΕ. Επιπλέον, οι πολύ μικρές ασφαλιστικές επιχειρήσεις θα εξακολουθήσουν να απαλλάσσονται δυνάμει του καθεστώτος «Φερεγγυότητα II».
Κίνδυνοι από την μη υιοθέτηση προσέγγισης βασισμένης στον οικονομικό κίνδυνο
Εάν η «Φερεγγυότητα II» δεν έχει ως αποτέλεσμα οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις να υποχρεούνται να διαθέτουν ίδια κεφάλαια ανάλογα με το οικονομικό κόστος των κινδύνων που διατρέχουν, αυτό θα μπορούσε να υπονομεύσει την αποτελεσματικότητα και αποδοτικότητα του νέου αυτού καθεστώτος. Ειδικότερα, θα μπορούσε να αυξήσει την πιθανότητα και την σοβαρότητα ορισμένων δυνητικών βραχυπρόθεσμων παράπλευρων επιπτώσεων που προαναφέρθηκαν.
Εκπόνηση εκτελεστικών μέτρων, παρακολούθηση και αξιολόγηση
Η οδηγία για την Φερεγγυότητα II θα καθορίσει τις βασικές αρχές στις οποίες θα στηρίζεται το νέο σύστημα φερεγγυότητας. Η συνολική αρχιτεκτονική του συστήματος, συμπεριλαμβανομένης της γενικής διάρθρωσης των κεφαλαιακών απαιτήσεων, θα αποτελεί σημαντικό μέρος της οδηγίας. Από τη στιγμή που θα εγκριθεί η οδηγία, θα εκπονηθούν εκτελεστικά μέτρα και στη συνέχεια θα εισαχθούν με διαδικασία τροπολογίας.