Τις δυσκολίες που αντιμετωπίζουν σε οικονομικό επίπεδο οι πολίτες στην Ελλάδα αποτυπώνει έρευνα της Eurostat που κατατάσσει τις χώρες με βάση την αγοραστική τους δύναμη. Στην τελευταία έρευνα του 2023 οι Έλληνες είναι στην προτελευταία θέση (-33%), μία ανάσα μπροστά από τους Βούλγαρους (-36%), στους πολίτες της ΕΕ με τη χαμηλότερη αγοραστική δύναμη. Το χρόνο που πέρασε το κατά κεφαλήν ακαθάριστο εγχώριο προϊόν, σαν μονάδες αγοραστικής δύναμης διαμορφώθηκε από 64% -του μέσου όρου της ΕΕ- στη Βουλγαρία έως και 240% στο Λουξεμβούργο.
Η μειωμένη αγοραστική δύναμη των εισοδημάτων των πολιτών έχει πολυεπίπεδα επιπτώσεις τόσο κοινωνικές όσο και οικονομικές και συνδέεται άμεσα με τις προοπτικές ανάπτυξης του επιχειρείν.
Το Λουξεμβούργο έχει μακράν το υψηλότερο κατά κεφαλήν ΑΕΠ μεταξύ των 27 χωρών που περιλαμβάνονται σε αυτή τη σύγκριση, 140 % πάνω από τον μέσο όρο της ΕΕ. Αυτό εξηγείται σε κάποιο βαθμό από το γεγονός ότι ένας μεγάλος αριθμός αλλοδαπών κατοίκων απασχολείται στη χώρα και συνεπώς συμβάλλει στο ΑΕΠ της, ενώ δεν αποτελούν μέρος του πληθυσμού που κατοικεί στο Λουξεμβούργο. Οι καταναλωτικές τους δαπάνες καταγράφονται στους εθνικούς λογαριασμούς της χώρας διαμονής τους.
Η Ιρλανδία έρχεται δεύτερη μεταξύ των κρατών μελών της ΕΕ, με 112 % πάνω από τον μέσο όρο της ΕΕ, ακολουθούμενη από τις Κάτω Χώρες, τη Δανία και την Αυστρία, η καθεμία με κατά κεφαλήν ΑΕΠ πάνω από 20 % πάνω από τον μέσο όρο. Το Βέλγιο, η Σουηδία, η Γερμανία, η Φινλανδία, η Μάλτα και η Γαλλία ήταν τα άλλα κράτη μέλη της ΕΕ με κατά κεφαλήν ΑΕΠ πάνω από τον μέσο όρο της ΕΕ. Χώρες όπως η Ιταλία, η Κύπρος, η Σλοβενία και η Τσεχία καταγράφουν δείκτη κατά 10 % κάτω από τον μέσο όρο της ΕΕ, ακολουθούμενες από την Ισπανία, τη Λιθουανία, την Πορτογαλία και την Εσθονία με 10 % έως 20 % χαμηλότερα. Οι δείκτες της Ρουμανίας, της Ουγγαρίας, της Κροατίας, της Σλοβακίας και της Λετονίας ήταν λιγότερο από 30 % χαμηλότερο από τον μέσο όρο της ΕΕ, ενώ η Ελλάδα και η Βουλγαρία ήταν λιγότερο από 40 % χαμηλότερα.