Η στάση της ηγεσίας και της εξειδίκευσης στις επιχειρήσεις για τα ζητήματα βιωσιμότητας, αναμφίβολα πρέπει να βλέπει μακριά σε έναν ορίζοντα. Χρειάζεται ένας προορισμός που να πείθει και να εμπνέει την εταιρική κοινωνία.
Του Γιάννη Ρούντου
Τονίζω τον “προορισμό” αποφεύγοντας να χρησιμοποιήσω τη βερμπαλιστικά παραφθαρμένη έννοια “όραμα”. Στα σύγχρονα μοντέλα ηγεσίας, το θετικό στοιχείο της διάχυσης της ηγετικής ευθύνης από πάνω προς τη βάση των εργαζομένων βρίσκεται απέναντι στην πρόκληση της εμπέδωσης μιας ισχυρής εταιρικής κουλτούρας για τη Βιώσιμη Ανάπτυξη.
Αυτή η διάσταση-παραβολή στη διαδικασία υλοποίησης κατευθύνει φυσικά σε συνθήκες “κοινοβιακές” ως προς τη δέσμευση, τη συναντίληψη και ομοθυμία για την επίτευξη του “σκοπού” (purpose). Συνθήκες, που δυστυχώς δεν εξυπηρετούνται από τον ολονένα και πιο αποσπασματικό και περιοριζόμενο δεσμό των εργαζομένων με την εταιρεία και μεταξύ τους (εξ αποστάσεως εργασία, βραχυχρόνια περάσματα από εργοδότη σε εργοδότη). Αντιπαρέρχομαι τα θεωρήματα επί χάρτου και μιλώ για την πράξη, με δεδομένη μεν την περισσότερη “δημοκρατία” στις λειτουργίες, αλλά ταυτοχρόνως και τη λιγότερη “συγγένεια διαρκείας” και όσμωση για τους εργαζομένους σε σύγχρονα επιχειρηματικά περιβάλλοντα.
Με άλλα λόγια, χρειάζεται μια κοινή φιλοσοφική βάση αναφοράς, ώστε η βιωσιμότητα να ξεπερνά τα κλισέ και να αποφεύγει την ταύτιση με την επιβίωση (και στις δύο έννοιες-στόχους, ο μετασχηματισμός είναι τρόπος και όχι αξία). Εδώ, αν ζητήσουμε μια αμετάβλητη εταιρική αναφορά ποιοτικής διαφοράς, πιστεύω πως θα βρούμε περισσότερο “ειδικό βάρος” στο S [Social] των ESG, που εξ όσων παρατηρώ, εισπρακτικά είναι ο πιο αδύναμος κρίκος, μολονότι υπερκαλύπτει το E και το G στο καταληκτικό ζητούμενο της βιωσιμότητας.
Τεχνικά βεβαίως, οι απαιτήσεις στις επιχειρήσεις οδηγούν σε εξελισσόμενη εξειδίκευση για ρόλο Chief Sustainability Officer στη διοικητική δομή, σε επαφή ευθύνης με την εταιρική στρατηγική σχέσης με τους stakeholders όσον αφορά, κυρίως, στα κανονιστικά πλαίσια που θα μεταβάλλονται εφεξής συνεχώς. Είναι ο λόγος, άλλωστε, που στους καθ’ ύλην αρμοδίους του Sustainability των εταιρειών θα βρίσκουμε π.χ. και CFOs, αφού το επενδυτικό σκέλος και η κερδοφορία θα πρέπει να υπηρετούν την απόδοση οικονομικής αξίας. Το ενδεχόμενο να παραμένει ένας τέτοιος ρόλος CSO απλώς τεχνικός-διαχειριστικός και να μην είναι πόλος εταιρικής έμπνευσης και δράσης, κατά τη γνώμη μου είναι πιθανό για τους λόγους που προανέφερα.
Σχετικά με την εφαρμογή των κριτηρίων ESG, έχει ανοίξει μεγάλη συζήτηση και για την αναγκαιότητα προσαρμογής και ευθυγράμμισης των μικρομεσαίων επιχειρήσεων, που αποτελούν τον κορμό του επιχειρείν στην Ευρώπη και πολύ περισσότερο στην Ελλάδα.
Πράγματι, τα ESG αποτελούν πρόκληση (ετερορρύθμισης ή/και αυτορρύθμισης) για την ανταπόκριση σε προσδοκίες βιωσιμότητας και για τις ΜμΕ, για “έναν καλύτερο κόσμο”. Αρκεί να διευκολυνθούν οι μικρομεσαίοι σε αυτή την πορεία που έχει σε πρώτο χρόνο επαχθές “κόστος” γι’ αυτούς, καθώς προς το παρόν ασθμαίνουν και υφίστανται πρώτοι τις δοκιμασίες και περιπέτειες κάθε μεγάλης αλλαγής και κρίσης.
Διαφορετικά, μόνον ως άλλοθι εξυπηρέτησης μιας συγκεντρωμένης επιχειρηματικότητας σε κολοσσούς υψηλής κερδοφορίας μπορεί να αξιοποιείται η επιταγή συμμόρφωσης των ΜμΕ στις περιβαλλοντικές, κοινωνικές και διακυβερνητικές υπαγορεύσεις. Οι πολυεθνικοί γίγαντες συγκέντρωσης του οικονομικού πλούτου γνωρίζουν καλά το “αναπτυξιακό” δόγμα “κάνω την κρίση ευκαιρία”, όπου οι μικρομεσαίοι υπάρχουν για να κάνουν θελήματα, ελπίζοντας σε κάποιο φιλοδώρημα εξαγοράς στην καλύτερη περίπτωση.
Το ερώτημα, ωστόσο, κορυφαίας ουσιαστικότητας επί της αρχής θα παραμένει: βιώσιμη ανάπτυξη προς όφελος ποιών; Το greenwashing και το socialwashing έχουν γίνει πανηγύρι. ´Οσοι διερευνούν, ίσως ανακαλύψουν πεφυσιωμένους οργανισμούς που έχουν κάνει σημαία τα ESG και ταυτοχρόνως με τις πράσινες επενδύσεις, επενδύουν και σε μετοχές εμπορίας όπλων… Σε αυτό το επίπεδο, όλη η συζήτηση στα φόρουμ φαίνεται ακαδημαϊκά στρογγυλοποιημένη.