Σταθερή μεγέθυνση της αγοράς του κλάδου υγείας κατά περίπου 7%, κατά μέσο όρο, κάθε χρόνο καταγράφεται την τελευταία πενταετία, οδηγώντας σε άνοδο το ύψος των ασφαλίστρων του κλάδου, που έφτασε το 1 δισ. ευρώ το 2023. Σωρευτική αύξηση κατά περίπου 30% εμφανίζει το ίδιο διάστημα και το πλήθος των ασφαλιστικών συμβολαίων, επιβεβαιώνοντας τη σταθερή ανάπτυξη της αγοράς της ιδιωτικής υγείας στη χώρα μας, ως συνέπεια των χρόνιων αδυναμιών του δημόσιου συστήματος υγείας, οι οποίες επιδεινώθηκαν τα χρόνια της πανδημίας του Covid.
της Ευγενίας Τζώρτζη (Αναδημοσίευση από τον ΟΔΗΓΟ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ της ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗΣ που κυκλοφόρησε στις 24/11/2024)
Την τάση αυτή επιβεβαιώνουν τα στοιχεία της Ένωσης Ασφαλιστικών Εταιρειών Ελλάδος, βάσει των οποίων ο αριθμός των ασφαλιστηρίων συμβολαίων του κλάδου υγείας αυξήθηκε από τις 790.900 το 2018 στις 971.900 στα τέλη του 2023, από τα οποία οι 964.900 είναι ατομικά συμβόλαια και άλλες 7.000 είναι ομαδικά. Ο αριθμός των ενεργών ασφαλισμένων αυξήθηκε κατά 923.900, με τη μεγαλύτερη ώθηση να δίνουν τα ομαδικά προγράμματα, που προσέθεσαν 667.600 ασφαλισμένους την περίοδο 2018-2023, ενώ άλλοι 256.300 προστέθηκαν ως ενεργοί ασφαλισμένοι των ατομικών προγραμμάτων. Συνολικά στα τέλη του 2023 οι ενεργοί ασφαλισμένοι των ατομικών προγραμμάτων υγείας ξεπέρασαν το 1,2 εκατ., ενώ πάνω από 1,5 εκατ. ήταν οι ενεργοί ασφαλισμένοι μέσα από ομαδικά προγράμματα.
Ανάγκη για ποιοτικές υπηρεσίες υγείας
Η σημαντική ανάπτυξη του κλάδου υγείας συμβαδίζει με τη βελτίωση των συνθηκών στην οικονομία και την ενίσχυση του διαθέσιμου εισοδήματος. Αποτυπώνει παράλληλα τις αυξημένες ανάγκες του πληθυσμού για πρόσβαση σε ποιοτικές υπηρεσίες υγείας, με δεδομένο την ένταση των προβλημάτων στο δημόσιο σύστημα που προκάλεσε ο Covid και την αύξηση της λίστας αναμονής ακόμη και για κρίσιμες επεμβάσεις. Η συσσώρευση της ζήτησης που προκάλεσε η πανδημία αποτυπώνεται και στα στοιχεία για την εξέλιξη της αγοράς των ιδιωτικών υπηρεσιών υγείας, οι οποίες σύμφωνα με στοιχεία της ICAP CRIF αυξήθηκαν τo 2023 κατά 5,4% σε σχέση με το 2022, ανεβάζοντας την αξία της αγοράς πάνω από τα 2 δισ. ευρώ. Πρόκειται για τον κύκλο εργασιών των ιδιωτικών παρόχων υγείας στη χώρα μας, με τις εκτιμήσεις για την τριετία 2024-2026 να ανεβάζουν τον μέσο ετήσιο ρυθμό αύξησης της αγοράς στο 9% και το μέγεθος της αγοράς των ιδιωτικών υπηρεσιών υγείας να υπολογίζεται ότι θα ξεπεράσει τα 2,5 δισ. ευρώ το 2026.
700 εκατ. ευρώ αποζημιώσεις το 2023
Η συμβολή της ασφαλιστικής αγοράς στο αποτέλεσμα αυτό υπήρξε σημαντική, καθώς, με βάση τα στοιχεία, το σύνολο των αποζημιώσεων που κατέβαλε ο κλάδος το 2023 ανήλθε στα 710,2 εκατ. ευρώ, ποσό που είναι αυξημένο κατά 16,3% σε σχέση με το 2022 και κατά 31,4% σε σχέση με το 2018. Η μεγάλη αύξηση των αποζημιώσεων κατά 16,3% την περίοδο 2022-2023, έναντι 5,1% αύξησης των ασφαλιστικών εργασιών, ερμηνεύει και τις σημαντικές αυξήσεις που υποχρεώθηκαν να κάνουν οι ασφαλιστικές εταιρείες τον τελευταίο χρόνο, επαναφέροντας στο επίκεντρο της συζήτησης τις σχέσεις με τα συνεργαζόμενα νοσηλευτήρια της χώρας, στα οποία κατευθύνεται ο κύριος όγκος των περιστατικών ασθενείας. Λαμβάνοντας υπόψη ότι τα ασφάλιστρα του κλάδου ανήλθαν το 2023 στο 1 δισ. ευρώ και ότι οι αποζημιώσεις ξεπέρασαν τα 700 εκατ. ευρώ, προκύπτει ότι το loss ratio του κλάδου διαμορφώνεται πάνω από το 70%, υπονομεύοντας την κερδοφορία του, που κινείται οριακά στο break even για το 2023, αν ληφθεί υπόψη το κόστος διάθεσης των προϊόντων υγείας και το διαχειριστικό κόστος των ασφαλιστικών εταιρειών.
Ο πληθωρισμός ιατρικών υπηρεσιών
Την εκτίναξη του κόστους υγείας επιβεβαιώνουν τα στοιχεία του ΙΟΒΕ για την εξέλιξη του Ενιαίου Δείκτη Υγείας, που ανήλθε το 2022 στο 14% –για το 2023 δεν υπάρχουν δημοσιευμένα στοιχεία–, ο οποίος αποτυπώνει την εξέλιξη του κόστους για τα παλιά ετήσια συμβόλαια και αποτελεί σαφή ένδειξη της τάσης του κόστους των αποζημιώσεων. Η διαμόρφωση του Ενιαίου Δείκτη Υγείας ήταν 5,7% το 2021, 1,4% το 2020, 10,9% το 2019 και 6,6% το 2018 έναντι οριακών αυξήσεων που κατέγραψε ο αντίστοιχος δείκτης της ΕΛΣΤΑΤ, επιβεβαιώνοντας την απόκλιση που υπάρχει στο πραγματικό κόστος των αποζημιώσεων που καταβάλλει η ασφαλιστική αγορά κάθε χρόνο σε σχέση με την επίσημη πληθωριστική άνοδο των ιατρικών υπηρεσιών που καταγράφει η ΕΛΣΤΑΤ. Ο σχετικός δείκτης του ΙΟΒΕ ενσωματώνει και την ηλικιακή αύξηση, χωρίς την επίδραση της οποίας ο ιατρικός πληθωρισμός διαμορφώθηκε το 2022 επίσης σε υψηλά επίπεδα και συγκεκριμένα στο 8,2%. Με βάση τα στοιχεία, η συχνότητα εμφάνισης ζημιάς στο συγκεκριμένο χαρτοφυλάκιο αυξήθηκε το 2022 στο 17,8% από 16,4% το 2021 και το μέσο κόστος ζημιάς ανήλθε σε 4.375 ευρώ από 4.141 αντίστοιχα. Η αύξηση του δείκτη που καταρτίζει το ΙΟΒΕ αναφέρεται στις 298.600 συμβόλαια (αφορούν 339.700 ασφαλισμένουςπου ήταν το 2022 τα συμβόλαια μακροχρόνιας διάρκειας (το 2023, τα συμβόλαια αυτά μειώθηκαν σε 277.800) και δεν εφαρμόζεται στο σύνολο του χαρτοφυλακίου του κλάδου υγείας. Αποτελεί όμως σαφή ένδειξη της τάσης του ιατρικού πληθωρισμού στη χώρα μας, που δημιουργεί πιέσεις στους προϋπολογισμούς των νοικοκυριών, αλλά και εντάσεις στις σχέσεις ασφαλιστικών εταιρειών και παρόχων υπηρεσιών υγείας, με τους εκπροσώπους του κλάδου της ιδιωτικής ασφάλισης να αφήνουν σαφείς αιχμές για κατάχρηση της διαπραγματευτικής ισχύος που διαθέτουν τα νοσοκομεία λόγω της ολιγοπωλιακής διάρθρωσης της αντίστοιχης αγοράς. Την ύπαρξη ολιγοπωλίου στον κλάδο έχει επισημάνει σε δηλώσεις του και ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος, Γιάννης Στουρνάρας, καλώντας την πολιτεία για τη λήψη μέτρων που θα άρουν τα εμπόδια δραστηριοποίησης στη συγκεκριμένη αγορά.
Τεχνολογία και προκλητή ζήτηση ανεβάζουν το κόστος
Ο κλάδος των ιδιωτικών νοσηλευτηρίων αποδίδει την αύξηση του κόστους των υπηρεσιών υγείας στην τεχνολογία, που έχει διεισδύσει στην ιατρική επιστήμη και στην οποία οι ιδιωτικές μονάδες έχουν επενδύσει σημαντικά κεφάλαια τα τελευταία χρόνια, αλλάζοντας τα δεδομένα στην περίθαλψη. Οι αυξημένες δαπάνες για τεχνολογία δεν είναι η μοναδική αιτία αύξησης του κόστους υγείας. Εξίσου βασική αιτία είναι η προκλητή ζήτηση που πολλές φορές δημιουργούν τα ιδιωτικά νοσοκομεία, δηλαδή η πληθώρα σε πολλές περιπτώσεις εξετάσεων, με στόχο να αυξηθεί το κόστος μιας εισαγωγής στο νοσοκομείο. Το φαινόμενο της προκλητής ζήτησης δεν έχει να κάνει μόνο με την πληθώρα των εξετάσεων. Σχετίζεται και με το είδος των εξετάσεων, δηλαδή το κατά πόσο μια συγκεκριμένη τεχνολογία είναι αναγκαία για την αντιμετώπιση ενός περιστατικού, έτσι ώστε να δικαιολογεί και το κόστος της. Η προκλητή ζήτηση που παρατηρείται στην αγορά επισημαίνεται στη μελέτη που πραγματοποίησε το ΙΟΒΕ για το κόστος της ιδιωτικής ασφάλισης υγείας, σημειώνοντας ότι, «μολονότι γίνονται διαρκείς έλεγχοι για μη απαιτούμενες και μη σχετιζόμενες πράξεις και εξετάσεις, που αμφισβητούνται ως προς την αποζημίωσή τους, το φαινόμενο είναι υπαρκτό και δημιουργεί στρεβλώσεις».
Οι πανάκριβες επεμβάσεις
Είναι χαρακτηριστικό ότι, σύμφωνα με στοιχεία του Health Care Cost Institute, το μέσο κόστος για μια επέμβαση χολής στα ελληνικά ιδιωτικά νοσηλευτήρια χρεώνεται στις ασφαλιστικές εταιρείες 7.713 ευρώ, όταν το αντίστοιχο κόστος στην Ελβετία είναι 7.948 ευρώ, στην Ισπανία 3.510 ευρώ και στη Γερμανία 6.508 ευρώ. Ο κατάλογος με τις αποκλίσεις είναι μακρύς και μεταξύ αυτών περιλαμβάνει θεραπείες όπως η επέμβαση σκωληκοειδίτιδας, που στοιχίζει στην Ελλάδα 6.860 ευρώ, όταν στην Ελβετία το κόστος είναι 6.992 ευρώ, στην Ισπανία 2.136 ευρώ και στη Γερμανία 3.796 ευρώ. Η τοποθέτηση στεντ καρδιάς στοιχίζει στα ελληνικά νοσοκομεία 9.572 ευρώ, όταν το αντίστοιχο κόστος στην Ισπανία είναι 8.586 ευρώ, στη Γερμανία 3.794 ευρώ και στην Ελβετία 9.356 ευρώ. Η επέμβαση ανοιχτής καρδιάς στοιχίζει 33.584 ευρώ στη χώρα μας έναντι 14.351 ευρώ στην Ισπανία και 17.667 ευρώ στη Γερμανία. Η αρθροπλαστική ισχίου χρεώνεται στην Ελλάδα 10.584 ευρώ, όταν στην Ισπανία στοιχίζει 6.623 ευρώ, στη Γερμανία 7.564 ευρώ, και η γόνατος στοιχίζει στην Ελλάδα 12.053 ευρώ έναντι 6.480 ευρώ στην Ισπανία και 7.627 στη Γερμανία. Τέλος, η επέμβαση καταρράκτη στοιχίζει στη χώρα μας 2.733 ευρώ έναντι 1.804 στην Ισπανία, 1.911 στην Ελβετία και 820 ευρώ στη Γερμανία. Έτσι, με δεδομένο ότι το 96% των αποζημιώσεων που καταβάλλουν κάθε χρόνο οι ασφαλιστικές εταιρείες κατευθύνονται σε νοσοκομειακές καλύψεις, η ισορροπία μεταξύ παροχής αποτελεσματικών υπηρεσιών υγείας και συγκράτησης του κόστους εξακολουθεί να αποτελεί το ζητούμενο. Σύμφωνα με την ασφαλιστική αγορά, η λύση στο πρόβλημα θα πρέπει να αναζητηθεί στην υιοθέτηση των DRGs, που συνιστούν ένα σύστημα κατηγοριοποίησης ασθενών ανάλογα με το περιστατικό και εξασφαλίζουν τη διαφάνεια και τον έλεγχο του κόστους. Τα DRGs βασίζονται στη συστηματική συλλογή έγκυρων και αξιόπιστων δεδομένων κατά την έξοδο των ασθενών από το νοσοκομείο, με σκοπό την ταξινόμησή τους σε διαχειρίσιμο αριθμό κατηγοριών περιστατικών, οι οποίες είναι ιατρικά ουσιώδεις και ομοιογενείς και προσομοιάζουν σε επίπεδο χρήσης πόρων. Σύμφωνα με εκπροσώπους του κλάδου, είναι «ο μοναδικός δοκιμασμένος δρόμος διεθνώς για να εξισορροπηθεί και να εξορθολογιστεί το κόστος στην ασφάλιση υγείας, σε συνδυασμό με την εξασφάλιση της ποιότητας στις υπηρεσίες».
6 δισ. ευρώ πλήρωσαν τα νοικοκυριά
Ο προβληματισμός για το κόστος της ιδιωτικής υγείας στη χώρα μας επαναφέρει στο επίκεντρο της συζήτησης το μοντέλο ανάπτυξης της υγείας στην Ελλάδα και τις δυνατότητες συνεργασίας μεταξύ δημόσιου και ιδιωτικού τομέα, προκειμένου να αντιμετωπιστεί το αυξανόμενο κόστος υγείας που πυροδοτείται από τη γήρανση του πληθυσμού, τον υψηλό πληθωρισμό και τις εξελίξεις στον χώρο της τεχνολογίας. Οι προβληματισμοί αυτοί, που δεν αποτελούν ελληνικό φαινόμενο, έχουν ωστόσο οξύτερο χαρακτήρα για τη χώρα μας με δεδομένο τις υψηλές δαπάνες των νοικοκυριών με τη μορφή out of pocket καταβολών για τις υπηρεσίες υγείας. Σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, η συμμετοχή του ιδιωτικού τομέα στις δαπάνες υγείας ανήλθε το 2022 στα 6,6 δισ. ευρώ και αντιπροσωπεύει ποσοστό 37,6% της συνολικής δαπάνης. Από αυτά, τα 5,9 δισ. ευρώ είναι η δαπάνη των νοικοκυριών με τη μορφή ίδιων καταβολών (out of pocket), που αντιπροσωπεύουν ποσοστό 33,5% της συνολικής δαπάνης. Πρόκειται σταθερά για ένα από τα μεγαλύτερα ποσοστά μεταξύ των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αλλά και ένα από τα υψηλότερα ποσοστά σε σχέση με την καταναλωτική δαπάνη των νοικοκυριών με βάση τα στοιχεία του ΟΟΣΑ. Την ίδια στιγμή, η συμμετοχή της ασφαλιστικής αγοράς περιορίζεται στα 712,4 εκατ. ευρώ και το μερίδιό της στη συνολική δαπάνη αντιπροσωπεύει μόλις το 4,1%, με το Δημόσιο να κυριαρχεί και τη συμμετοχή του στο σύνολο της δαπάνης το 2022 να ανέρχεται στα 10,9 δισ. ευρώ (ποσοστό 61,9% της συνολικής δαπάνης). Στα θετικά βήματα, σύμφωνα με εκπροσώπους του κλάδου, καταγράφεται η λειτουργία των απογευματινών ιατρείων στα δημόσια νοσοκομεία, που βοηθούν ένα μέρος της ζήτησης να κατευθυνθεί στον δημόσιο τομέα, μειώνοντας έτσι το κόστος των αποζημιώσεων. «Το πλαίσιο της συνεργασίας ωστόσο θα πρέπει να διευρυνθεί», επισημαίνουν στελέχη του κλάδου, «μέσα από κοινά προγράμματα πρόληψης, ανάπτυξη σύγχρονων υποδομών και συντονισμένη διαχείριση των υγειονομικών πόρων, έτσι ώστε να μπορεί να δημιουργηθεί ένα ολοκληρωμένο και βιώσιμο σύστημα υγείας». Στη βάση αυτή προτείνεται η ανάληψη από την ασφαλιστική αγορά της ανάπτυξης και της λειτουργίας νοσηλευτικών μονάδων που θα αντιμετωπίσουν το πρόβλημα της προσφοράς κλινών με ορθολογικά οικονομικά κριτήρια, συμβάλλοντας στη συγκράτηση του κόστους παροχής υπηρεσιών υγείας. Η λύση αυτή θα απαντούσε, σύμφωνα με εκπροσώπους του κλάδου, στο πρόβλημα της ολιγοπωλιακής διάρθρωσης του κλάδου των παρόχων υγείας, αλλά και στο έλλειμμα επενδύσεων που διαπιστώνεται στον κλάδο λόγω του αυστηρού θεσμικού πλαισίου που διέπει το καθεστώς ίδρυσης νέων μονάδων υγείας.
Οι πάροχοι υγείας
Είναι γεγονός ότι, παρά την προσέλκυση υψηλών επενδύσεων που προκάλεσε η είσοδος στην αγορά υγείας μεγάλων επενδυτικών κεφαλαίων, η δυναμικότητα του κλάδου σε όρους αριθμού κλινών παραμένει το 2022 στα επίπεδα του 2018 (περίπου 14.570 κλίνες). Έτσι, τα επενδυόμενα κεφάλαια αξιοποιήθηκαν για τη συγκέντρωση του κλάδου που ενισχύθηκε μέσα από τις διαδοχικές εξαγορές των τελευταίων ετών. Σε αυτές κυριάρχησε το επενδυτικό κεφάλαιο CVC Capital Partners μέσω της Hellenic Healthcare, καθοδηγώντας τις ισχυρές ανακατατάξεις που παρατηρούνται στον κλάδο των κλινικών. Στις κυριότερες εξελίξεις καταγράφεται η εξαγορά από την Hellenic Healthcare, στις αρχές του 2017, του νοσοκομείου Metropolitan Hospital. Ακολούθησε στις αρχές του 2018 η εξαγορά του Ιασώ General και, τον Ιούλιο του ίδιου έτους, η εξαγορά του θεραπευτηρίου Υγεία και των γυναικολογικών κλινικών Λητώ και Μητέρα. Συνολικά η Hellenic Healthcare ελέγχει το 33% της αγοράς στην Αττική. Στην υπόλοιπη χώρα, η Hellenic Healthcare προχώρησε τον Δεκέμβριο του 2019 στην εξαγορά γενικής κλινικής στο Ηράκλειο Κρήτης και στη συνέχεια μιας ακόμα κλινικής στην Καλαμάτα, ενώ το 2023 ανέλαβε τη λειτουργία του δικτύου διαγνωστικών κέντρων Platon Diagnosis.
Στις ανακατατάξεις που παρατηρούνται ξεχωρίζουν και οι κινήσεις του ομίλου Ημιθέα (ιδιοκτήτης του «Ερρίκος Ντυνάν»), ο οποίος βρίσκεται στην τελική φάση υλοποίησης της εξαγοράς του δικτύου κλινικών Euromedica, στο πλαίσιο της δεσμευτικής συμφωνίας που υπεγράφη με τη Farallon. Η συμφωνία προβλέπει την εξαγορά από το «Ερρίκος Ντυνάν» πέντε γενικών και μαιευτικών κλινικών σε Θεσσαλονίκη, Ρόδο και Κοζάνη, ενός κέντρου αποκατάστασης στη Θεσσαλονίκη, καθώς και εταιρειών προμηθειών, πληροφορικής και εκμετάλλευσης ακινήτων. Πρόκειται για τις κλινικές Γενική Κλινική, Κυανούς Σταυρός, Γένεσις και το κέντρο αποκατάστασης «Αρωγή» στη Θεσσαλονίκη, τη Γενική Κλινική Δωδεκανήσου στη Ρόδο και τη «Ζωοδόχο Πηγή» στην Κοζάνη. Στόχος του νέου ομίλου είναι να καταστεί σημείο αναφοράς στην Ελλάδα, απασχολώντας 2.500 εργαζομένους, διαθέτοντας περισσότερες από 1.400 κλίνες δευτεροβάθμιας φροντίδας πανελληνίως, με δυνατότητα να νοσηλεύει πάνω από 120.000 περιστατικά και να εξυπηρετεί περισσότερα από 750.000 εξωτερικά περιστατικά στο δίκτυο των κλινικών
του.
Ο όμιλος της Ευρωκλινικής, με συνολική δυναμικότητα 175 εν ενεργεία κλινών, έχει παρουσία στην Αθήνα, όπου λειτουργεί δύο κλινικές (Ευρωκλινική Αθηνών και Παίδων) και ένα πολυϊατρείο. Ο όμιλος Βιοιατρικής διαθέτει δύο γενικές κλινικές δυναμικότητας 266 κλινών, 70 διαγνωστικά κέντρα σε Ελλάδα και Κύπρο, ένα κέντρο διεθνών ασθενών και επτά οδοντιατρεία. Τέλος, ο όμιλος Affidea, που δραστηριοποιείται στον τομέα των διαγνωστικών, διαθέτει 26 κέντρα-εργαστήρια με παρουσία σε Αττική, Θεσσαλονίκη, Καλαμάτα, Σπάρτη, Κοζάνη, Καβάλα, Ηράκλειο και Χανιά.
Μεγαλύτερο μερίδιο αγοράς το Ιατρικό
Με βάση στοιχεία του 2023, το μεγαλύτερο μερίδιο αγοράς στον κλάδο των νοσοκομείων με ποσοστό 25,6% έχει το Ιατρικό Αθηνών, με έξι γενικές κλινικές στην Αθήνα (Ιατρικό Αθηνών, Ψυχικού, Παλαιού Φαλήρου, Δάφνης, Περιστερίου και Παιδιατρικό Αθηνών), μία γενική κλινική – παιδιατρική κλινική στη Θεσσαλονίκη (Διαβαλκανικό). Ακολουθεί το Υγεία με μερίδιο 17,4%, το Metropolitan Hospital με 10%, το «Ερρίκος Ντυνάν» με 6%, η Ευρωκλινική Αθηνών με 5,9% και το Metropolitan General με επίσης 5,9%. Μετά τις σχετικές ανακατατάξεις και σύμφωνα με στοιχεία της ICAP CRIF:
☛ Στον κλάδο των κλινικών, τρεις εταιρείες απέσπασαν το 44% της αγοράς το 2023.
☛ Στον κλάξο 70% της αγοράς.
☛ Στον κλάδο των διαγνωστικών και λοιπών κέντρων, τρεις εταιρείες απέσπασαν το 33% της σχετικής αγοράς. Τα ποσοστά αυτά, που αφορούν την κατανομή μεριδίων πανελλαδικά, ισχυροποιούνται όταν η σύγκριση επικεντρωθεί στον νομό Αττικής, που συγκεντρώνει το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού και φυσικά και το μεγαλύτερο μέρος των νοσηλειών της χώρας.