Το πρώτο και σημαντικότερο μάλλον βήμα έγινε. Η κυβέρνηση πέρασε σε νομοσχέδιο της διάταξη, η οποία προβλέπει την υποχρεωτική ασφάλιση από το 2025 κάθε νέο – αδειοδοτούμενου ακινήτου που βρίσκεται σε περιοχή υψηλού κινδύνου για το ενδεχόμενο φυσικών καταστροφών.
Γράφει ο Πλάτωνας Τσούλος, Σύμβουλος Έκδοσης του περιοδικού Ασφαλιστικό Marketing
Στην πράξη αυτό σημαίνει ότι η πολιτική απόφαση για την υποχρεωτική ασφάλιση του συνόλου των ακινήτων έχει ληφθεί, απλά σε αυτή τη φάση δε γνωρίζουμε το πως και το πότε θα υλοποιηθεί οριζόντια. Το γεγονός όμως ότι τα συναρμόδια υπουργεία τόλμησαν να κινηθούν προς αυτή την κατεύθυνση, καταδεικνύει και τις προθέσεις τους.
Απαιτείται προσοχή.
Η πρωτοβουλία της κυβέρνησης προφανώς ήταν σωστή, όπως και πλήρως εναρμονισμένη με το σχετικό αίτημα της ασφαλιστικής αγοράς. Ωστόσο, τα ζητούμενα παραμένουν πολλά. Για παράδειγμα, το πως θα προσδιοριστούν οι περιοχές υψηλού κινδύνου για περιπτώσεις φυσικών καταστροφών, για να μην πούμε και το πότε θα προσδιοριστούν, διότι εδώ μιλάμε για το δημόσιο, που όλοι γνωρίζουμε τους χρόνους με τους οποίους κινείται.
Εξάλλου, μας έχει συνηθίσει να νομοθετεί εκ των υστέρων, για ζητήματα τα οποία γνωρίζει ότι η σωστή και επαρκή νομοθέτησή τους απαιτεί την έκδοση υπουργικών αποφάσεων ή την προώθηση στη βουλή σχετικών τροπολογιών.
Ζητούµενο το κόστος ασφάλισης.
Ζητούμενο επίσης είναι και το πως θα τιμολογήσει η αγορά, καθότι έχει σημασία ο τρόπος διαμόρφωσης των τιμολογίων για υπηρεσίες οι οποίες είναι θεσμοθετημένες, για τον πολίτη, ως υποχρεωτικές.
Σήμερα, η ασφάλιση της κατοικίας για το σεισμό και εν γένει έναντι των φυσικών καταστροφών, λογίζεται από την αγορά ως εξαιρετικά ελκυστική. Ωστόσο, ένα τιμολόγιο δεν θα πρέπει να αξιολογείται από μόνο του, αλλά συνδυαζόμενο με τις υπόλοιπες δαπάνες ενός νοικοκυριού.
Πολύ δε περισσότερο όταν το τιμολόγιο αυτό θα αποτελέσει πάγιο έξοδο, όπως οι λογαριασμοί ρεύματος, τηλεφώνου – διαδικτύου, νερού κ.ά. Αφήστε που η ίδια η αγορά δηλώνει ότι εφόσον οι συγκεκριμένες καλύψεις αποκτήσουν οριζόντιο χαρακτήρα, το μέσο κόστος ασφάλισης ανά κατοικία θα συμπιεστεί θεαματικά.
Κατά συνέπεια, η ελκυστικότητα του ασφαλίστρου δεν είναι ακόμη εμφανής. Εξάλλου, αν όντως ίσχυε κάτι ανάλογο, οι ιδιοκτήτες των ακινήτων θα ασφάλιζαν ευκολότερα τα σπίτια τους για έναν κίνδυνο πραγματικά υπαρκτό.
Πολιτικός ελιγµός.
Αν τώρα δούμε σε μεγαλύτερο βάθος την ουσία της ρύθμισης δεν μπορούμε παρά να παρατηρήσουμε και το εξής:
Γιατί να δοθεί προτεραιότητα στα νεόδμητα ακίνητα και την ασφαλιστική προστασία τους έναντι των φυσικών καταστροφών, όταν όλοι γνωρίζουμε πως αν πάρουμε ως παράδειγμα τον σεισμό, από ένα ισχυρό χτύπημα του Εγκέλαδου τα παλαιότερα ακίνητα είναι αυτά που κινδυνεύουν περισσότερο;
Προφανώς, λοιπόν, εδώ υπερίσχυσε ο πολιτικός παράγοντας, διότι
πιο εύκολα νομοθετείς την υποχρεωτικότητα για κάτι που δεν υφίσταται, παρά για κάτι το οποίο υφίσταται και ήδη κοστίζει ακριβά σε φόρους για να το αποκτήσεις και να το λειτουργήσεις ή να το εκμεταλλευθείς.
«Όχι» στη διαίρεση.
Γι΄ αυτό λοιπόν χρειάζεται προσοχή, ώστε να μην οδηγηθούμε σε αποζημιώσεις διαφορετικών ταχυτήτων. Καθότι αν έως το 2025 δεν καταστεί υποχρεωτική η ασφάλιση του συνόλου των κατοικιών, τότε στο πρώτο ισχυρό χτύπημα της φύσης οι πολίτες θα βρεθούν σε δύο στρατόπεδα.
Σε αυτούς που θα καλυφθούν άμεσα και στο ακέραιο από την αγορά και σε αυτούς που θα λάβουν λειψή και με καθυστέρηση την αποζημίωσή τους από το δημόσιο. Και τότε όλοι θα διερωτηθούν, ποιος ο λόγος αυτής της διαίρεσης;
Αντισυνταγµατικότητα;
Αφήστε που από την πλευρά τους οι ιδιοκτήτες ακινήτων ασφαλισμένων σε ασφαλιστικές εταιρείες, δικαίως θα αναρωτηθούν για ποιο λόγο
να μην λαμβάνουν κι οι ίδιοι αποζημιώσεις από το κράτος, από τη στιγμή που φορολογούνται ανάλογα με όσους επιλέγουν να διατηρούν ανασφάλιστα τα ακίνητά τους.
Και φυσικά, δεν θα είναι λίγοι αυτοί που θα στραφούν στα δικαστήρια απαιτώντας ανάλογες αποζημιώσεις, τις οποίες προφανώς και στο
τέλος θα λάβουν, διότι κατά το Σύνταγμα ο νομοθέτης θα πρέπει να αντιμετωπίζει επί ίσοις όροις τους πολίτες.