Αντιμέτωπα με το πρόβλημα της συνεχούς αύξησης του κόστους υγείας έρχονται όλα τα κράτη τα τελευταία χρόνια. Ο υψηλός πληθωρισμός και η συσσώρευση ζήτησης υπηρεσιών μετά την πανδημία φαίνεται ότι έχουν σοβαρές επιπτώσεις στο κόστος των υπηρεσιών και την προσβασιμότητα των ασθενών.
της Βίκυς Γερασίμου
Σύμφωνα με έρευνα της deloitte το 47% των παρόχων υγείας σε όλο τον κόσμο δηλώνουν ότι η οικονομική δυνατότητα των ανθρώπων για να έχουν υπηρεσίες υγείας έχει επιδεινωθεί από το 2020 και μετά. Περίπου 3,3 δισεκατομμύρια άνθρωποι ζουν σε χώρες που έχουν μεγαλύτερες δαπάνες για την εξυπηρέτηση χρέους από ότι για περίθαλψη και εκπαίδευση.
Κατά τους αναλυτές της έρευνας «προκειμένου να αντιμετωπίσουν την αύξηση του κόστους και να βελτιώσουν την προσβασιμότητα των υπηρεσιών υγείας, οι κυβερνήσεις χρειάζεται να υιοθετήσουν καινοτόμες λύσεις, αξιοποιώντας την τεχνολογία ως μέσο ενίσχυσης των μοντέλων παροχής φροντίδας».
Το μέσο κόστος υγειονομικής περίθαλψης ανά πολίτη έχει αυξηθεί από το 2020 στις περισσότερες χώρες. Με διαφορά μπροστά στις δαπάνες βρίσκονται οι ΗΠΑ που είχαν την υψηλότερη κατά κεφαλήν δαπάνη υγείας, με περισσότερο από 12.500 $ ΗΠΑ να αναλογούν ανά κάτοικο. Οι ΗΠΑ ξοδεύουν πολύ περισσότερο από το ΑΕΠ (17%) τους για την υγεία σε σχέση με οποιαδήποτε άλλη χώρα. Για παράδειγμα το Βέλγιο, η Δανία ή η Φινλανδία ξοδεύουν περίπου το 2% του ΑΕΠ τους για υγειονομική περίθαλψη.