Η ελληνική ασφαλιστική αγορά κατά το διάστημα των τελευταίων δεκαετιών έχει περάσει από πολλές περιόδους, σε σχέση με την προσέλκυση επενδυτών. Άλλοτε οι εταιρείες “φύτρωναν σαν τα μανιτάρια”, άλλοτε υπήρχε μια σχετική σταθερότητα, άλλοτε οι επενδυτές αποχωρούσαν και άλλοτε οι εταιρείες έκλειναν κακήν κακώς.
Αν θα έπρεπε να σχηματοποιήσουμε τις περιόδους αυτές θα λέγαμε ότι οι μεν επενδύσεις-έναρξη λειτουργίας εταιρειών γινότανε ανά περιόδους και μάλιστα υπήρχαν και εκρηκτικά διαστήματα, ενώ οι αποχωρήσεις-κλεισίματα εταιρειών διατηρούν το θλιβερό προνόμιο της σταθερότητας, με ένα μέσο όρο 2 εταιρείες το χρόνο για τα τελευταία 33 χρόνια.
Βέβαια, επένδυση δεν είναι μόνο η ίδρυση μιας εταιρείας, αλλά και η εξαγορά της από νέους επενδυτές. Δια της μεθόδου αυτής εισήλθαν σταδιακά στην ελληνική αγορά πολλά μεγάλα ευρωπαϊκά ονόματα, τα περισσότερα από τα οποία μάλιστα κυριαρχούν σήμερα. Ο λόγος είναι σχετικά απλός, η κάθε μεγάλη και γνωστή ευρωπαϊκή εταιρεία ήθελε να στηριχθεί σε ένα υπάρχον δίκτυο πρόσκτησης εργασιών και σε ένα υπάρχον πελατολόγιο, ώστε να ενσωματωθεί πολύ γρηγορότερα και να προχωρήσει στα επόμενα επιχειρηματικά στάδια. Αντιθέτως, έχουμε παραδείγματα εταιρειών που ήρθαν ιδρύοντας και όχι εξαγοράζοντας, ξεκινώντας δηλαδή από το μηδέν, αλλά παρά το κύρος τους, δεν μπόρεσαν να δημιουργήσουν δίκτυα και πελατολόγια και στη συνέχεια αποχώρησαν.
Κατά την διάρκεια της κρίσης που βιώνουμε και ιδίως μετά το «κούρεμα» των ελληνικών ομολόγων το Μάρτιο του 2012, πολλές εταιρείες βρέθηκαν με μεγάλα ανοίγματα και αναγκάστηκαν να αναζητήσουν κεφάλαια. Στο σημείο αυτό, δεν μπορούμε να μην καυτηριάσουμε για μια ακόμη φορά την παντελή έλλειψη οποιασδήποτε στήριξης από την πολιτεία, σε αντίθεση με την απόλυτη κεφαλαιακή στήριξη των τραπεζών. Παρά ταύτα, οι ασφαλιστικές των τραπεζικών ομίλων ενισχύθηκαν από τις μητρικές τους (με χρήματα του ΤΧΣ φυσικά), οι θυγατρικές ευρωπαϊκών εταιρειών (όσες χρειάστηκαν) στηρίχθηκαν από τις μητρικές τους και οι καθαρά ελληνικές ιδιωτικές προσέτρεξαν στους μετόχους τους, ανεξάρτητα αν αυτό οδήγησε σε αλλαγές μετοχικών συσχετισμών ή δανεισμούς. Σήμερα, σύμφωνα με όσα δημοσίως δηλώνονται, δεν υφίσταται πλέον κεφαλαιακές ανάγκες, εκτός ελαχίστων περιπτώσεων.
Βέβαια, ενδιαφέρον έχει, αν οι κατά καιρούς επενδυτές προερχότανε από την ίδια την ασφαλιστική αγορά, ελληνική ή διεθνή, ή από διαφορετικούς χώρους και απλώς έβλεπαν ευκαιρίες. Στην συντριπτική τους πλειοψηφία οι επενδυτές, είτε ίδρυαν, είτε εξαγόραζαν, είτε απλώς επένδυαν, προερχότανε από την ασφαλιστική αγορά, ήταν δηλαδή κατ΄ επάγγελμα Ασφαλιστές ή ήδη συμμετείχαν στην εταιρεία που επανεπένδυαν. Στην κατηγορία αυτή εμπίπτουν και οι συμμετοχές των μητρικών τραπεζών σε θυγατρικές τους ασφαλιστικές, ανεξάρτητα από την πηγή εξεύρεσης των δικών τους κεφαλαίων.
Την τελευταία διετία υπήρξαν και αλλοδαποί επενδυτές που εκδήλωσαν ζωηρό ενδιαφέρον για συμμετοχή σε ελληνικές εταιρείες που αναζητούσαν κεφάλαια, χωρίς όμως ιδιαίτερη επιτυχία, λόγω μη συμφωνίας ως προς το ύψος των κεφαλαίων, τις μετοχικές αντιστοιχίσεις και τις διαδικασίες υλοποίησης του project. Σε ότι αφορά ειδικότερα στην ΑΤΕ Ασφαλιστική, που επισήμως μετά την ανακεφαλαιοποίησή της το 2013 βρίσκεται σε διαδικασία πώλησης, οι επαφές και οι διαδικασίες με την πλέον ενδιαφερόμενη εταιρεία την Ergo έχουν κολλήσει, επειδή ανέκυψαν εκκρεμότητες κατά την τελική φάση επιτόπιου ελέγχου και αξιολόγησης. Όμως, σύμφωνα με πληροφορίες υπάρχει και νέος ενδιαφερόμενος.
Η ελληνική ασφαλιστική αγορά είναι πολλά υποσχόμενη, για τους λόγους που όλοι γνωρίζουμε. Το θέμα είναι, αν οι ήδη υπάρχοντες παίκτες θα κατακτήσουν και τα πρόσθετα μερίδια που θα δημιουργηθούν ή αν θα υπάρξει τελικώς η είσοδος και νέων παικτών. Και δεν αναφερόμαστε στον κλάδο των οχημάτων και σε είσοδο εταιρειών ΕΠΥ, αλλά σε μεγάλες ασφαλιστικές εταιρείες, πιθανόν και από χώρες-έκπληξη, που θα ήθελαν να εισέλθουν στην Ελλάδα και να αναζητήσουν σημαντικά μερίδια στους τομείς των συντάξεων, της υγείας, των ακινήτων και των αστικών ευθυνών.