(Aπό το βιβλίο του OSHO η «Κρυμμένη Αρμονία» εκδόσεις Ρέμπελ)
Θα έχεις ίσως γνωρίσει ανθρώπους που ξέρουν πολλά, αλλά ενεργούν ανόητα. Συμβαίνει σχεδόν πάντα. Ο άνθρωπος που ξέρει πολλά γνωρίζει όλο και λιγότερο. Λειτουργεί μέσα από τις γνώσεις του κι όχι μέσα στις πραγματικές συνθήκες. Γίνεται ανόητος, ενεργεί ανόητα, γιατί η σοφή συμπεριφορά προϋποθέτει ανταπόκριση, ενώ οι δικές του πράξεις έχουν για αφετηρία το νεκρό παρελθόν. Πάντα ενεργεί προετοιμασμένος, από θέση ετοιμότητας, Ποτέ δεν είναι απροετοίμαστος.
Άκουσα κάποτε το εξής για έναν σπουδαίο καθηγητή της φιλοσοφίας. Μελετούσε μια μέρα στο δωμάτιο του, όταν μπήκε η γυναίκα του και τού είπε πολύ ταραγμένη: “Είδες την εφημερίδα; Γράφει ότι πέθανες!”
Ο καθηγητής, χωρίς να κοιτάξει τη γυναίκα του ή την εφημερίδα, είπε: “Θυμήσου να στείλουμε λουλούδια στην κηδεία.” Ο άνθρωπος δεν πρόσεξε αυτό που άκουσε.
Δεν μπορείς να καταπλήξεις τον άνθρωπο των γνώσεων. Αυτός τα ξέρει όλα. Δεν μπορείς να τον ξαφνιάσεις, έχει χάσει αυτή τη διάσταση του θαυμαστού. Δεν είναι πια παιδί. Ξέρει. Ξέρει τα πάντα.
Άκουσα από ένα φίλο μου -και δεν μπορώ να εγγυηθώ γι’ αυτό, γιατί απλώς το άκουσα- ότι κάποτε καθόταν μαζί με τον Νασραντίν και συζητούσαν, όταν ξαφνικά μπήκε μέσα ο σκύλος του Νασραντίν και ρώτησε, “μήπως είδε κανείς σας τη σημερινή εφημερίδα;” Ο φίλος μου τα ‘χασε! Δεν πίστευε στ’ αυτιά του!
Ο Νασραντίν του έδωσε την εφημερίδα κι όταν ο σκύλος έφυγε, ο φίλος μου είπε: “Μα αυτό είναι θαύμα! Αλήθεια, διαβάζει ο σκύλος σου;”
Ο Νασραντίν απάντησε: “Μπα, μην τον πιστεύεις! Μόνο τις γελοιογραφίες κοιτά.”
Υπάρχουν άνθρωποι που δεν έχουν αίσθηση του θαυμαστού και του μυστηρίου. Τίποτα δεν τους καταπλήσσει. Τί συμβαίνει; Είναι πάντα έτοιμοι. Ξέρουν∙ κι όταν κανείς ξέρει, δεν απορεί. Το παιδί απορεί. Αυτό εννοεί ο Ιησούς όταν λέει: “Μόνο αν γίνετε παιδιά, θα αξιωθείτε τη βασιλεία του Θεού.” Γιατί; Γιατί η απορία είναι η πόρτα και μόνο οι αθώες καρδιές θαυμάζουν, απορούν. Αν έχεις αθώα καρδιά, απορείς. Τα πάντα είναι μια έκπληξη για σένα. Μια πεταλούδα… Τί μυστήριο, μια μικρή πεταλούδα!
Ο Τσουάνγκ Τσου καθόταν κάτω από ένα δέντρο και μπροστά του πετούσαν δυο τρεις πεταλούδες. Έγραψε ένα μικρό ποίημα που έλεγε: “Θαρρώ πως αυτές οι πεταλούδες είναι λουλούδια. Τα λουλούδια που έπεσαν κάποτε στο χώμα, τώρα γύρισαν ξανά πίσω στο δέντρο.”
Τα λουλούδια που πέφτουν στο χώμα χάνονται.
Ο Τσουάνγκ Τσου λέει: “Σαν πεταλούδες τώρα, γύρισαν ξανά πίσω στο δέντρο.” Αυτός ο άνθρωπος θα αξιωθεί τη βασιλεία του Θεού, όχι εσύ. Εσύ, αν ρωτήσει κανείς για πεταλούδες, θα ανοίξεις αμέσως ένα βιβλίο και θα τους πεις όλα όσα είναι γραμμένα για την «πεταλούδα»!
Νομίζεις όμως πως ό,τι μπορεί να ειπωθεί είναι το παν; Νομίζεις πως ό,τι έχει ειπωθεί, τα περικλείει όλα; Δεν υπάρχει κάτι που δεν έχει ειπωθεί, που ποτέ δεν θα ειπωθεί και που ποτέ κανείς δεν θα μπορέσει να το πει; Όταν πιστεύεις πως τα πάντα έχουν ειπωθεί, τότε δεν μπορείς να νιώσεις έκπληξη∙ έχεις χάσει την αίσθηση του θαυμαστού.
Η εποχή μας ξέρει περισσότερα από οποιαδήποτε άλλη εποχή και βρίσκεται μακρύτερα από το Θεό περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη εποχή. Έχει στοιβάξει γνώσεις, οι βιβλιοθήκες γίνονται όλο και πιο μεγάλες κι όλοι ξέρουν τόσα πολλά. Ακόμα και τα μικρά παιδιά τα πιέζουμε να μάθουν. Τα σπρώχνουμε όχι προς τη γνώση που θα μεγαλώσει το θαυμασμό τους, που θα τα κάνει ολοένα και περισσότερο κοινωνούς του μυστηρίου, έτσι που μέσα κι έξω τους να αισθανθούν πιο πολύ το μυστήριο, έτσι που να τα συγκινούν τα λουλούδια, οι πεταλούδες, τα βράχια. Όχι! Εμείς γεμίζουμε το νου τους με γνώσεις. Και λέει ο Ηράκλειτος:
Όσοι ψάχνουν για χρυσάφι, πολλή γη σκάβουν και λίγο βρίσκουν.
Αυτοί οι γνώστες, οι σοφοί, πολύ χώμα σκάβουν μα λίγο χρυσάφι βρίσκουν. Τί καταφέρνουν; Είναι σαν τους χρυσοθήρες. Πολλή προσπάθεια κι ό,τι βγει απλώς μοιάζει πολύτιμο. Γι’ αυτό ο Ηράκλειτος χρησιμοποιεί τη λέξη «χρυσάφι», γιατί, τί αξία έχει το χρυσάφι; Έχει ουσιαστική αξία; Η αξία που του δίνουν οι άνθρωποι είναι συμβατική. Την αξία στο χρυσάφι τη δίνουμε εμείς∙ το χρυσάφι δεν έχει δική του, σύμφυτη αξία. Αν δεν υπήρχε ο άνθρωπος, πιστεύετε πως το χρυσάφι θα είχε αξία; Τα ζώα δεν νοιάζονται, τα πουλιά δεν ενδιαφέρονται για το χρυσάφι. Αν μπροστά σ’ ένα σκύλο ακουμπήσεις ένα κομμάτι χρυσάφι κι ένα κόκαλο, θα διαλέξει το κόκαλο. Το χρυσάφι σου δεν τον ενδιαφέρει.
Το χρυσάφι δεν έχει δική του, εσωτερική αξία. Είναι απλή προβολή της κοινωνίας των ανθρώπων. Είναι πολύτιμο, γιατί το θεωρούν πολύτιμο οι άνθρωποι. Οτιδήποτε πιστεύουν οι άνθρωποι πολύτιμο, γίνεται γι’ αυτούς πολύτιμο.
Όσοι ψάχνουν για χρυσάφι, πολλή γη σκάβουν και λίγο βρίσκουν.
Το ίδιο συμβαίνει και μ’ αυτούς που σκάβουν για γνώσεις κι όχι για εμπειρίες. Σκάβουν να βρουν την αλήθεια, όχι τη ζωή… και η ζωή είναι η αλήθεια!
Τα πέρατα της ψυχής δεν θα τα βρεις ακόμα κι αν διαβείς όλους τους δρόμους. Τόσο βαθιά είναι τα μέτρα της.
Προσπάθησε να κατανοήσεις αυτές τις τρεις λέξεις: Η μια λέξη είναι το ‘γνωστό,’ αυτό που ήδη ξέρουμε. Μετά υπάρχει η λέξη ‘άγνωστο’, αυτό που δεν ξέρουμε ακόμα, μα που υπάρχει πιθανότητα να το μάθουμε. Μ’ αυτές τις δύο λέξεις χωρίζει η επιστήμη την ύπαρξη: ‘γνωστό’ και ‘άγνωστο.’ Ό,τι έχουμε γνωρίσει και ό,τι θα γνωρίσουμε∙ ζήτημα χρόνου. Η θρησκεία χωρίζει τον κόσμο με τρεις λέξεις, όχι με δύο: ‘γνωστό’, ‘άγνωστο,’ και ‘αυτό που δεν μπορεί να γνωσθεί’. Αυτό που δεν μπορεί να γνωσθεί είναι ανεξάντλητο. Το άγνωστο θα γίνει γνωστό και ξανά το γνωστό θα γίνει άγνωστο.
Έχει συμβεί πολλές φορές. Πολλά πράγματα έχουν γίνει γνωστά και ξανάγιναν άγνωστα, γιατί η κοινωνία έπαψε να ενδιαφέρεται γι’ αυτά. Αν γυρίσεις πίσω και ρωτήσεις ανθρώπους που εργάζονται βαθιά μέσα στο παρελθόν, θα σου πουν πως σχεδόν ό,τι μάς είναι τώρα γνωστό έχει γνωσθεί κάποια στιγμή στο παρελθόν κι ύστερα ξεχάστηκε.
Ο πρώτος που ανακάλυψε την Αμερική δεν είναι ο Κολόμβος. Πολλοί την ανακάλυψαν πριν απ’ αυτόν και μετά η Αμερική χάθηκε ξανά. Στη Μαχαμπαράτα -ένα από τα αρχαιότερα ινδικά κείμενα, πέντε χιλιάδων χρόνων, ίσως και περισσότερο- γίνεται μνεία του Μεξικού. Ο Αρτζούνα, μες στις πολλές γυναίκες του, είχε και μια Μεξικάνα. Σε πολλά άλλα κείμενα στον κόσμο, γίνεται μνεία της Αμερικής. Ο Κολόμβος δεν ήταν ο πρώτος που την ανακάλυψε, απλώς την ανακάλυψε ξανά.
Πολλά κείμενα στον κόσμο μιλούν για το αεροπλάνο. Δεν είναι η πρώτη φορά που ανακαλύφθηκε το αεροπλάνο. Το ανακαλύψαμε και κάποτε έπαψε να μας ενδιαφέρει και χάθηκε. Δεν ξέρω τίποτα που να έχει ανακαλυφθεί για πρώτη φορά. Τα πάντα έχουν ανακαλυφθεί και ξανά χαθεί. Εξαρτάται από την κοινωνία. Αν η κοινωνία ενδιαφερθεί για κάτι, έχει καλώς, αλλιώς χάνεται.
Το γνωστό θα γίνει άγνωστο, το άγνωστο θα γίνει γνωστό. Αλλά υπάρχει και η τρίτη διάσταση: Αυτό που δεν μπορεί να γνωσθεί.
Η επιστήμη δεν δέχεται αυτή την τρίτη διάσταση. Λέει: “Αυτό που δεν μπορεί να γνωσθεί, δεν είναι παρά το άγνωστο”. Η θρησκεία υποστηρίζει ότι πρόκειται για μια τελείως διαφορετική διάσταση: Είναι αυτό που θα μείνει για πάντα άγνωστο, γιατί η φύση του είναι τέτοια που ο ανθρώπινος νους δεν μπορεί να το αντικρούσει… Το αχανές, το αιώνιο, το χωρίς τέλος και χωρίς αρχή, το απόλυτο, το όλο δεν μπορεί με κανένα τρόπο να νοηθεί από το μέρος, γιατί πώς μπορεί το μέρος να χωρέσει το όλο; Πώς μπορεί ο νους να χωρέσει αυτό από το οποίο απορρέει; Πώς μπορεί ο νους να ξέρει αυτό στο οποίο επιστρέφει; Είναι αδύνατον!
Πώς μπορούμε να ξέρουμε αυτό από το οποίο προερχόμαστε; Είμαστε σαν τα κύματα. Μπορεί ένα κύμα να περικλείσει τον ωκεανό; Μπορεί απλώς να ισχυριστεί κάτι τέτοιο, γιατί ο ωκεανός δεν θα αντικρούσει τον ισχυρισμό. Απλώς θα γελάσει. Όπως το παιδί αξιώνει κάτι από τους γονείς κι αυτοί γελούν.
Το ασύλληπτο, αυτό που δεν μπορεί να γνωσθεί υπάρχει.