Ίσως ήταν η πρώτη φορά στα χρονικά που η ετήσια Γ.Σ. της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων πραγματοποιήθηκε σε τόσο τεταμένη ατμόσφαιρα. Αφορμή υπήρξε τόσο η έντονη κριτική που άσκησε ο Πρόεδρος του Αρείου Πάγου Β. Νικόπουλος σε πολιτικούς αλλά και δικαστές όσο και η πολιτική «κόντρα» μεταξύ του Γιώργου Παπανδρέου και του Υπουργού Δικαιοσύνης για το θέμα των παραγραφών.
Οι παραγραφές στο στόχαστρο
Σφοδρή κριτική άσκησε ο Πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ Γιώργος Παπανδρέου στην τακτική της Δικαιοσύνης αναφορικά με το θέμα των παραγραφών, καθώς, όπως επισήμανε στον Υπουργό Δικαιοσύνης, η Κυβέρνηση προσπάθησε έντεχνα να παραγράψει το σκάνδαλο της Μονής Βατοπεδίου, ενώ δεν παρέλειψε να αναφερθεί και στο θέμα των ομολόγων καθώς και στην υπόθεση Siemens. Απαντώντας ο Υπουργός Δικαιοσύνης Ν. Δένδιας, ανέφερε, μεταξύ άλλων, ότι «οι αφ’ υψηλού ειδικές παρατηρήσεις προς την Κυβέρνηση είναι ιδιαίτερα δύσκολο να γίνουν αποδεκτές όταν προέρχονται από τον αρχηγό ενός κόμματος που δεν είχε ως κόμμα το ηθικό ανάστημα να παραδεχτεί καν πολιτικές ευθύνες παραγεγραμμένων αδικημάτων στην υπόθεση του Βατοπεδίου».
Επίσης, ο κ. Δένδιας μίλησε για οιονεί κατάσταση αρνησιδικίας στη χώρα μας, ενώ υπογράμμισε ότι η Ελλάδα κινδυνεύει να «ευτελιστεί» από τις αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου. Όπως είπε, ειδικότερα, από τις 327 καταδικαστικές αποφάσεις που εξέδωσε το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο εις βάρος της Ελλάδας από το 1991 μέχρι και σήμερα οι 222 είναι για καθυστερήσεις απονομής της Δικαιοσύνης.
Το εύφλεκτο κλίμα πυροδότησε ακόμη περισσότερο και η αντιπαράθεση μεταξύ του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γ. Σανιδά και του Προέδρου του ΔΣΑ Δ. Παξινού ύστερα από τη φράση του πρώτου ότι δικηγόροι πολλές φορές με τη στάση τους κρατούν σε ομηρία τη Δικαιοσύνη. Όπως υπογράμμισε ο Εισαγγελέας του Ανωτάτου Δικαστηρίου, «η αξίωση των δικηγόρων για απομάκρυνση δικαστικών λειτουργών που δεν τους είναι αρεστοί, η τακτική ορισμένων εξ αυτών να καθυστερούν τις δίκες με ενστάσεις και αποχές αλλά και η άρνησή τους στην ίδρυση δύο νέων Πρωτοδικείων και Εισαγγελιών στην Αθήνα παρεμποδίζουν την απονομή της Δικαιοσύνης».
Αντιδρώντας ο κ. Παξινός, ανέφερε απευθυνόμενος προς τον κ. Σανιδά: «Δε σας άκουσα κ. Σανιδά ποτέ να κάνετε την αυτοκριτική σας. Εσείς είστε ο άψογος και ο αμόλυντος; Ασεβήσατε προς τη Δικαιοσύνη με αυτά που είπατε για τους δικηγόρους».
Η Δικαιοσύνη δεν είναι χώρος πολιτικής αντιπαράθεσης
Έκπληκτος από τα όσα συνέβησαν δήλωσε ο Πρόεδρος του Αρείου Πάγου κ. Νικόπουλος, ο οποίος και κατά την ομιλία του δήλωσε: «Όσο άκουγα τους ομιλητές, αισθανόμουν ότι είχα χάσει την αίσθηση του χώρου. Αναρωτιόμουν πού είμαι. Στη Βουλή, σε κάποια πολιτική συγκέντρωση ή στη γενική συνέλευση της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων;».
Η Δικαιοσύνη δεν είναι χώρος πολιτικής αντιπαράθεσης και κανείς δεν μπορεί να στερήσει την ελευθερία των δικαστών, αν εκείνοι δεν το θελήσουν, δήλωσε στη συνέχεια ο κ. Νικόπουλος. Στο θέμα των παραγραφών ο Πρόεδρος του Αρείου Πάγου υπογράμμισε ότι δεν είναι οι δικαστές εκείνοι που παραγράφουν τα αδικήματα, αλλά ο νόμος. «Ποιος έκανε το νόμο περί ευθύνης υπουργών;» διερωτήθηκε χαρακτηριστικά: «οι δικαστές ή η Βουλή;».
Θέμιδος…συνέχεια!
Με αφορμή το εύφλεκτο κλίμα στη Γ.Σ. της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων, αλλά και τα όσα διατυπώθηκαν από όλες τις πλευρές, ας ρίξουμε μια ματιά και σε μια άλλη σημαντική απόφαση που αφορά την Ελληνική Δικαιοσύνη.
Ο λόγος για τη δικαίωση του Προέδρου της Ένωσης Εισαγγελέων Ελλάδος Σ. Μπάγια, με αφορμή την πειθαρχική προκαταρκτική εξέταση που είχε παραγγείλει ο Εισαγγελέας του Α.Π. Γ. Σανιδάς.
Δικαίωμα στην άσκηση κριτικής
Η απόφαση του Επταμελούς Πειθαρχικού Συμβουλίου του Αρείου Πάγου, δικαιώνοντας ταυτόχρονα τον Πρόεδρο της Ένωσης Εισαγγελέων Ελλάδος Σ. Μπάγια για την κριτική που άσκησε και αφορούσε την εσωτερική λειτουργία στο χώρο της Δικαιοσύνης, υπήρξε μια απόφαση-σταθμός για την Ελληνική Δικαιοσύνη.
Όλα ξεκίνησαν όταν ο συνδικαλιστής δικαστικός λειτουργός, μέσω συνέντευξής του στα «ΝΕΑ» το περασμένο καλοκαίρι, αναφέρθηκε σε θεσμικά και μη όργανα της Δικαιοσύνης, αλλά άφησε και αιχμές κατά του Ανώτατου Δικαστικού Συμβουλίου (ΑΔΣ) για άδικες κρίσεις σε ζητήματα προαγωγών, μεταθέσεων και άλλων υπηρεσιακών μεταβολών των δικαστικών λειτουργών και αιτιάσεις για αδικαιολόγητη αδράνεια της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Αθηνών στο χειρισμό της υπόθεσης των τηλεφωνικών υποκλοπών.
Το Πειθαρχικό Συμβούλιο του Ανώτατου Δικαστηρίου με μια απόφαση-σταθμό έκρινε ότι είναι απολύτως θεμιτή και επιτρεπτή η οξεία κριτική που έκανε. Οι εφτά Αρεοπαγίτες όχι μόνο απάλλαξαν τον κ. Μπάγια από την πειθαρχική δίωξη που είχε ασκηθεί εναντίον του για προσβολή του κύρους της Δικαιοσύνης, αλλά υπεισέρχονται στην ουσία των όσων εξέφρασε, αποδεχόμενοι ως απολύτως βάσιμους τους ισχυρισμούς του Προέδρου της ΕΕΕ. «Δεν υπήρξαν ανακριβείς, ψευδείς ή συκοφαντικοί ισχυρισμοί», αναφέρουν στο σκεπτικό της 15ασέλιδης απόφασής τους και επισημαίνουν: «Άλλωστε, η έννομη τάξη θέλει την κριτική αυτή, που δε βλάπτει σε καμία περίπτωση το κύρος της Δικαιοσύνης».
Αναφορικά με την κριτική του Προέδρου της Ένωσης Εισαγγελέων Ελλάδος Σ. Μπάγια για το χειρισμό της υπόθεσης των υποκλοπών, η οποία τέθηκε στο αρχείο αγνώστων δραστών, το Επταμελές Πειθαρχικό Συμβούλιο του Αρείου Πάγου θεωρεί ότι εξέφρασε την προσωπική του γνώμη και κριτική άποψη και ότι «η έρευνα παρά το καθιερωμένα και κρατούντα στην Εισαγγελία δεν ανακοινώθηκε στον Τύπο, αλλά κρατήθηκε μυστική για μεγάλο χρονικό διάστημα, γεγονός που δεν έχει ξανασυμβεί στη νεότερη ιστορία της Εισαγγελίας, καθώς και ότι υπήρξε αδικαιολόγητη αδράνεια, επικαλούμενος το αντικειμενικό γεγονός ότι διήρκεσε 11 ολόκληρους μήνες, ενώ έπρεπε να ολοκληρωθεί σε λίγες ημέρες, ενόψει της φύσεως της προκαταρκτικής εξέτασης, η οποία από μόνη της έχει επείγοντα χαρακτήρα και πρέπει να ολοκληρώνεται σύντομα».
Να σημειωθεί ότι η πειθαρχική προκαταρκτική εξέταση κατά του κ. Μπάγια είχε διενεργηθεί από τον Αντεισαγγελέα του Α.Π. Αθ. Κονταξή ύστερα από παραγγελία του Εισαγγελέα του Ανώτατου Δικαστηρίου Γ. Σανιδά. Μάλιστα, τα αδικήματα αφορούσαν βαρύτατα παραπτώματα, τα οποία μπορούσαν να επισύρουν ακόμα και την ποινή της οριστικής παύσης από το Σώμα.
Οι Αρεοπαγίτες επισημαίνουν ότι, σύμφωνα με το Σύνταγμα, την Ευρωπαϊκή Σύμβαση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και το Διεθνές Σύμφωνο που κατοχυρώνουν την ελευθερία του λόγου, η έκφραση δημοσίως της γνώμης και της κριτικής άποψης εκ μέρους του κ. Μπάγια ήταν επιτρεπτή. Ως προς τα δύο σημεία της συνέντευξής του που προκάλεσαν την παραγγελία του κ. Σανιδά για διενέργεια πειθαρχικού ελέγχου, το Πειθαρχικό Συμβούλιο φαίνεται να συμμερίζεται τις απόψεις του Εισαγγελέα, καθώς δέχεται ότι και στις δύο περιπτώσεις εξέφρασε την προσωπική του άποψη.
Συγκεκριμένα, αν και το Συμβούλιο δέχεται ότι ο κ. Μπάγιας άσκησε οξεία αρνητική κριτική για τη λειτουργία, διαχρονικά, του ΑΔΣ σε σχέση με τις υπηρεσιακές μεταβολές των δικαστών, κρίνει ότι «διαμόρφωσε την άποψή του αυτή -ανεξαρτήτως αν ήταν σωστή ή όχι- έπειτα από βάσιμες αιτιάσεις και παράπονα πολλών συναδέλφων του Εισαγγελέων, των οποίων κατά καιρούς είχε γίνει δέκτης για άδικες και μη αιτιολογημένες αποφάσεις του ΑΔΣ σε περιπτώσεις ιδίως μεταθέσεων, όπου είχε παρακαμφθεί η σειρά τους στη σχετική επετηρίδα».