Αν κάποιος κοιτάξει τα νούμερα, θα καταλάβει μερικές από τις βασικές αιτίες της κρίσης των χρηματιστηρίων.
Θα καταλάβει δηλαδή πώς το ίδιο το οικονομικό σύστημα αυτοκαταστρέφεται στην προσπάθειά του να μεγεθυνθεί. Ας δούμε μερικούς ενδεικτικούς αριθμούς που δημοσίευσε το περιοδικό «Fortune»: Ο πρώτος αριθμός αφορά τις αμοιβές. Οι πέντε μεγάλες επενδυτικές τράπεζες, δηλαδή οι Morgan Stanley, Goldman Sachs, Merrill Lynch, Lehman Brothers και Bear Sterns, έβγαλαν το 2007 συνολικά κέρδη 110 δισ. δολαρίων. Από αυτά, τα 66 δισ. δολάρια (δε διαβάζετε λάθος) δόθηκαν ως αμοιβές στα στελέχη τους.
Στο ποσό αυτό περιλαμβάνονται τα μπόνους και οι μισθοί τους. Τα περισσότερα από τα στελέχη αυτά εισέπραξαν το μπόνους και στη συνέχεια απολύθηκαν.
Απολύθηκαν ένα ή δύο μήνες μετά την είσπραξη του μπόνους, χωρίς να έχουν καμία νομική συνέπεια και χωρίς, φυσικά, να επιστρέψουν το μπόνους τους. Από μόνο του αυτό το παράδειγμα αρκεί για να διαγνώσει κανείς την αιτία του προβλήματος. Ας δούμε, όμως, και μερικά ακόμη παραδείγματα που απλουστεύουν την εικόνα. Ο δεύτερος αριθμός αφορά το βραχυπρόθεσμο χρηματιστηριακό παιχνίδι.
Την προηγούμενη δεκαετία τα κέρδη αυτών των τραπεζών -και πολλών άλλων παγκοσμίως- προέρχονταν κυρίως από τις παραδοσιακές εργασίες των επενδυτικών τραπεζών, δηλαδή αναδοχές αυξήσεων κεφαλαίου και εισαγωγές στο χρηματιστήριο, εξαγορές και συγχωνεύσεις και διαχείριση ενεργητικού. Τώρα το μεγαλύτερο μέρος των κερδών τους προέρχεται από βραχυπρόθεσμες χρηματιστηριακές συναλλαγές.
Συγκεκριμένα, η συμμετοχή των βραχυπρόθεσμων χρηματιστηριακών συναλλαγών στα κέρδη των επενδυτικών τραπεζών αυξήθηκε από 41% το 2000 σε 54% το 2007.
Ο τρίτος και τελευταίος αριθμός που αποσαφηνίζει τελείως τα πράγματα αφορά τα δανεικά.
Οι τράπεζες αυτές παίζουν στα χρηματιστήρια σχεδόν αποκλειστικά και μόνο με δανεικά λεφτά.
Η -άγνωστη στο ευρύ κοινό- λέξη «μόχλευση» είναι η αιτία του κακού.
Μόχλευση είναι η σχέση δανεικών προς ίδια κεφάλαια.
Η μόχλευση, λοιπόν, αυτών των πέντε τραπεζών αυξήθηκε από 30 φορές το 2002 σε 41 φορές το 2007. Αυτό σημαίνει ότι για κάθε δικό τους εκατομμύριο που επενδύουν, επενδύουν και 41 δανεικά εκατομμύρια.
Έτσι, όταν η επένδυση είναι σωστή, τα κέρδη είναι τεράστια. Αν όμως η αγορά γυρίσει προς τα κάτω, οι ζημιές είναι θανατηφόρες. Είναι χαρακτηριστικό ότι αν κάποιος παίζει με μόχλευση 33 φορές, αρκεί μια υποχώρηση των μετοχών του χαρτοφυλακίου του κατά 3% για να χάσει όλα τα κεφάλαιά του.
Τι προκύπτει, λοιπόν, από αυτούς τους τρεις αριθμούς; Ότι οι μεγάλες επενδυτικές τράπεζες -και όχι μόνο, διότι το παράδειγμά τους ακολουθούν και χιλιάδες άλλες μικρότερες εταιρείες επενδύσεων αλλά και πολύ μεγάλες διεθνείς τράπεζες- παίρνουν τεράστιο ρίσκο προκειμένου να αυξήσουν τα κέρδη τους και να εισπράξουν οι διευθυντές τους εκ του ασφαλούς τα μπόνους τους.
Και για να το πούμε πιο απλά, οι διευθυντές παίζουν επικίνδυνα παιχνίδια με ξένα λεφτά και παίρνουν ως αμοιβές από τα κέρδη το 70%.
Αν οι αγορές πέσουν, οι διευθυντές απολύονται και συνταξιοδοτούνται με περιουσία εκατοντάδων εκατομμυρίων δολαρίων. Κανένα ρίσκο, λοιπόν, για τους διευθυντές, αλλά καταστροφή για τις αγορές και τους μετόχους των εταιρειών που διευθύνουν. Αυτή είναι η φύση της χρηματιστηριακής οικονομίας, η οποία σε συνδυασμό με την παγκοσμιοποίηση ενέτεινε τρομερά τον ανταγωνισμό για τα κέρδη και οδήγησε στην απίστευτη συγκέντρωση των ποσών που κερδίζονται, αλλά κυρίως των ποσών που μοιράζονται ως μπόνους. Πώς μπορεί αυτή η κατάσταση να βελτιωθεί; Μόνο με κρατική παρέμβαση. Αυτό δηλαδή που ξεκίνησε να κάνει ο Υπουργός Οικονομίας των ΗΠΑ κ. Πόλσον με την 250 σελίδων έκθεσή του, που περιέχει μέτρα για την προστασία των κεφαλαιαγορών.
Γρηγόρης Νικολόπουλος
Πηγή Reporter.gr