«Οι προκλήσεις δεν εκλείπουν βέβαια και απορρέουν κατά κύριο λόγο από την ανάγκη άμεσης ανακούφισης και σταδιακής επούλωσης του τεράστιου κοινωνικού πλήγματος που επέφερε η κρίση καθώς και από τις έντονες πιέσεις που συνεχίζει να υφίσταται σημαντικό τμήμα του ελληνικού εταιρικού τομέα, η βιωσιμότητα του οποίου συνεχίζει να απειλείται» ανέφερε ο Πρόεδρος της ΕΤΕ Γ. Ζανιάς κατά την ομιλία του στην ετήσια Γενική Συνέλευση της Τράπεζας.
Η ανάληψη όλων των απαραίτητων πρωτοβουλιών σε επίπεδο υλοποίησης κρίσιμων διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, βέλτιστης χρήσης χρηματοδοτικών πόρων, περαιτέρω βελτιώσεων στο επιχειρηματικό και θεσμικό περιβάλλον αποτελούν βασικές συνιστώσες μιας γενικευμένης ανάταξης του επιχειρηματικού περιβάλλοντος που θα στηρίξει άμεσα την παραγωγή και την απασχόληση, πρόσθεσε.
Εκτίμησε ότι «το τραπεζικό σύστημα κερδίζει και αυτό το δικό του μεγάλο στοίχημα και αποκαθιστά την δύναμή του» αλλά και ότι «θεσμικές εξελίξεις και η νομισματική στρατηγική σε επίπεδο ευρωζώνης δημιουργούν ένα υποστηρικτικό περιβάλλον που αυξάνει την εμπιστοσύνη για την ευρωζώνη στο σύνολό της».
Κατά την ομιλία του ο Διευθύνων Σύμβουλος Αλέξανδρος Τουρκολιάς άσκησε εμμέσως κριτική στην ΤτΕ στο θέμα των επισφαλειών και στις οδηγίες της που όπως είπε «μελετούμε και θα εφαρμόσουμε» αλλά θεωρεί ότι δεν επαρκούν. «Σήμερα, τα δεδομένα έχουν διαφοροποιηθεί. Οι αλλαγές πρέπει να είναι ριζικές και μακροπρόθεσμες. Απαιτείται επένδυση στην εκπαίδευση του τραπεζικού στελέχους που θα αντιμετωπίσει μια αντίστοιχη κατάσταση κρίσης- και εύχομαι όχι για πολύ-, γεγονός που ξεφεύγει του στενού πλαισίου των οδηγιών. Όχι πως δεν είναι χρήσιμες αλλά απαιτείται και κάτι βαθύτερο. Χρειάζεται συνεχής προσαρμογή στις τρέχουσες εξελίξεις» ανέφερε.
Ανήγαγε σε βασικές προκλήσεις «τη διατήρηση και η επαύξηση της ελκυστικότητας του επιχειρηματικού μας περιβάλλοντος μέσω βελτίωσης και άλλων παραμέτρων» μεταξύ των οποίων η φορολογική σταθερότητα, η βελτίωση των υποδομών, ο εκσυγχρονισμός και η αποτελεσματικότητα του συστήματος δικαιοσύνης σε υποθέσεις αστικής, φορολογικής και διοικητικής φύσεως, η αναβάθμιση των υφιστάμενων επιλογών εξωδικαστικής διευθέτησης διαφορών, του πτωχευτικού δικαίου, του ρυθμιστικού περιβάλλοντος αγορών αγαθών και υπηρεσιών και η αναβάθμιση του εκπαιδευτικού μας συστήματος.
Ως στόχο της Τράπεζας έθεσε «να ενισχύσω με χρηματοδότηση τουλάχιστον δύο μεσαίου μεγέθους επιχειρήσεις ανά νομό». «Μία νέα γενιά εγχώριων δυναμικών και εξωστρεφών επιχειρήσεων, που θα αρχίσει να αναδύεται στο άμεσο μέλλον, θα αποτελέσει τη νέα ραχοκοκαλιά της οικονομίας. Στο απώτερο μέλλον, ορισμένες από αυτές θα εξελιχθούν σε ισχυρές μεσαίες και μεγάλες επιχειρήσεις της χώρας» είπε.
Για την ρευστότητα ανέφερε ότι και από τις επιχειρήσεις «δεν υπάρχει, όπως πολλοί νομίζουν, η ανάλογη ζήτηση. Ρευστότητα έχουμε και η οποία θα στοιχίσει φθηνότερα. Η Ελλάδα δεν χρειάζεται leverage, χρειάζεται equity. Χρειάζεται στήριξη από επενδυτικούς φορείς». Εκανε λόγο επίσης ια την ανάγκη αποτελεσματικής διαχείρισης των δανείων σε καθυστέρηση, μέσω της νεοσυσταθείσας μονάδας εταιρικών πιστοδοτήσεων ειδικής διαχείρισης, καθώς και μέσω της ήδη υπάρχουσας μονάδας διαχείρισης απαιτήσεων λιανικής τραπεζικής Ομίλου.
«Οι επιχειρήσεις πρέπει να εφαρμόσουν γενναία προγράμματα αναδιάρθρωσης και εξυγίανσης. Προαπαιτούμενο για την ομαλή συνεργασία των επιχειρήσεων με τις τράπεζες στην αναδιάρθρωση της λειτουργίας τους, αλλά και των υποχρεώσεών τους, είναι η άμεση υλοποίηση των προβλεπόμενων μεταβολών στο νομικό πλαίσιο, ειδικά όσον αφορά το πτωχευτικό δίκαιο και άλλες δυσλειτουργίες στο συνολικό πλαίσιο αυτού του χώρου» πρόσθεσε.