Τεράστια προβλήματα ρευστότητας και σε υγιείς επιχειρήσεις διαπιστώνει ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος κ. Γ. Προβόπουλος στην ομιλία του στην ημερίδα του ΣΕΒ με θέμα «Η χρηματοδότηση των επιχειρήσεων ποιες λύσεις – ποια προοπτική» καταγράφοντας παράλληλα εναλλακτικές πηγές εύρεσης κεφαλαίων στις οποίες θα πρέπει να προσφύγουν.
Ανέφερε ότι ένας σημαντικός αριθμός επιχειρήσεων αντιμετωπίζει σήμερα δυσχέρειες στη χρηματοδότηση της παραγωγικής δραστηριότητας. Το πρόβλημα αγγίζει ακόμη και κερδοφόρες επιχειρήσεις, με πρόσβαση σε τραπεζική χρηματοδότηση. Αυτές υφίστανται δευτερογενώς τις επιπτώσεις των πιστωτικών περιορισμών τους οποίους αντιμετωπίζουν οι προμηθευτές και οι πελάτες τους.
Η στενότητα χρηματοδοτικών πόρων αποτελεί σήμερα ένα από τα πιο σοβαρά προβλήματα, επισημαίνει. Βραχυχρόνια, διότι διευρύνει τον αριθμό των επιχειρήσεων που αναγκάζονται να περιορίσουν τη δραστηριότητά τους, εντείνοντας έτσι την ύφεση. Αλλά και μεσοπρόθεσμα, διότι δεν επιτρέπει την άνοδο των επενδύσεων που είναι αναγκαία για να αυξηθεί ο δυνητικός ρυθμός ανάπτυξης της οικονομίας.
Εκτιμά ότι σημαντικός παράγοντας μείωσης της χρηματοδότησης πανευρωπαϊκά είναι και οι εν εξελίξει ασκήσεις αξιολόγησης της ποιότητας του δανειακού χαρτοφυλακίου των ευρωπαϊκών τραπεζών. Πολλές τράπεζες είναι φειδωλές στη χορήγηση δανείων μέχρι να ξεκαθαρίσει πλήρως η εικόνα των ισολογισμών τους και να αποσαφηνιστούν οι κεφαλαιακές τους ανάγκες μετά τη διεξαγωγή των stress-tests.
Παρά την ανακεφαλαιοποίηση, εξακολουθούν να επιδρούν πολλοί παράγοντες, ώστε οι χορηγήσεις νέων δανείων να παραμένουν προς το παρόν περιορισμένες. Οι κυριότεροι από αυτούς είναι σύμφωνα με τον διοικητή:
Πρώτον, οι εισροές καταθέσεων παραμένουν χαμηλές.
Δεύτερον, ο λόγος δανείων προς καταθέσεις πρέπει να διατηρείται σε συντηρητικό ύψος. Και ο λόγος αυτός είχε διαταραχτεί από την απώλεια μεγάλου ύψους καταθέσεων.
Τρίτον, συγκριτικά με άλλες χώρες η χρηματοδότηση που λαμβάνουν οι εγχώριες τράπεζες από το Ευρωσύστημα παραμένει υψηλή και θα πρέπει σταδιακά να περιοριστεί σε πιο «λογικά» επίπεδα.
Τέταρτον, η τόνωση της εμπιστοσύνης, την οποία πέτυχε η ανακεφαλαιοποίηση, αμβλύνεται από την ανησυχία που προκαλεί η συσσώρευση των δανείων σε καθυστέρηση. Η εξέλιξη αυτή: πρώτον, αποτελεί απτή απόδειξη ότι ο πιστωτικός κίνδυνος είναι πολύ αυξημένος, γεγονός που αποθαρρύνει τη χορήγηση νέων πιστώσεων, δεύτερον, αποστερεί τις τράπεζες από πόρους που θα ήταν δυνατόν να ανακυκλώσουν σε νέα δάνεια και, τρίτον, δημιουργεί το ενδεχόμενο μελλοντικών απομειώσεων της κεφαλαιακής βάσης των τραπεζών και συντηρεί την ανάγκη δέσμευσης κεφαλαίων για σχηματισμό προβλέψεων.
«Το ζήτημα λοιπόν των προβληματικών δανείων προς τις επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά πρέπει τώρα να αντιμετωπιστεί συστηματικά. Ήδη αναλαμβάνονται σημαντικές πρωτοβουλίες από πλευράς τραπεζών αλλά και της Πολιτείας προς την κατεύθυνση αυτή» επισημαίνει.
Καλεί τις τράπεζες να συμβάλουν ουσιαστικά σε μία προσπάθεια ανασυγκρότησης του παραγωγικού ιστού. «Τα βήματα πρέπει να ξεκινήσουν άμεσα και να έχουν συγκεκριμένο προσανατολισμό. Οι πολιτικές των τραπεζών θα πρέπει, δηλαδή, να στηρίζονται σε ένα νέο πλαίσιο παροχής πιστώσεων και διαχείρισης κινδύνων. Στο πλαίσιο αυτό, θα πρέπει να αποφευχθούν οι τάσεις που παρατηρήθηκαν κατά τη δεκαετία πριν από την κρίση, όταν ένα μεγάλο μέρος των πιστώσεων κατευθύνθηκε προς επενδύσεις σε κατοικίες και κατανάλωση».
«Πιστεύω ότι χρειαζόμαστε σήμερα μια ποιοτική και προσανατολισμένη δράση των τραπεζών, με συγκεκριμένες πρωτοβουλίες που θα στοχεύουν:
• στην ενίσχυση των πραγματικά βιώσιμων επιχειρήσεων, νέων και παλαιών.
• στην ενθάρρυνση επιχειρηματικών πρωτοβουλιών προς την κατεύθυνση μιας γενναίας κλαδικής αναδιάρθρωσης» επισημαίνει.
Εκτιμά ότι «μια τέτοια πολιτική μπορεί να προωθήσει αποτελεσματικά τη μετάβαση στο νέο υπόδειγμα ανάπτυξης, στην ανασυγκρότηση δηλαδή των παραγωγικών τομέων μέσα από την αναδιάρθρωση των επιχειρηματικών μονάδων»