Με επίκεντρο τις τράπεζες και τη ρευστότητα συνεχίστηκε και χθες η κορύφωση των προεκλογικών διαξιφισμών, αυτή τη φορά από τα δύο κορυφαία στελέχη στο οικονομικό επιτελείο μεταξύ κυβέρνησης και ΣΥΡΙΖΑ. Την πεποίθηση ότι η Ελλάδα – με τον υψηλότερο αποπληθωρισμό, το υψηλότερο χρέος και τα υψηλότερα επιτόκια δανεισμού στην Ευρώπη – αποτελεί τον ιδανικό αποδέκτη του προγράμματος ποσοτικής χαλάρωσης συνολικού ύψους 550 δις ευρώ το οποίο αναμένεται να ανακοινώσει η ΕΚΤ στις 22 Ιανουαρίου εξέφρασε ο υπουργός Οικονομικών Γκίκας Χαρδούβελης, ο οποίος συμμετείχε σε πάνελ από κοινού με τον υποψήφιο βουλευτή του ΣΥΡΙΖΑ Γιάννη Δραγασάκη στο δείπνο που διοργάνωσε το περιοδικό Economist με την ευκαιρία της παγκόσμιας έκδοσης τάσεων και προβλέψεων The World in 2015.
Από την πλευρά του ο κ. Δραγασάκης σημείωσε ως προς την προωθούμενη ποσοτική χαλάρωση από την ΕΚΤ ότι «δεν απαντά στο αναπτυξιακό πρόβλημα της Ευρώπης» και πως «θα πρέπει να είναι προσανατολισμένη στις επενδύσεις».
Από πλευράς ΣΥΡΙΖΑ έγινε σαφές ότι δέχεται τις δανειακές συμβάσεις, αλλά όχι το μνημόνιο και αν εκλεγεί κυβέρνηση δεν θα συνεχίσει τη διαπραγμάτευση, αλλά θα ζητήσει χρόνο να παρουσιάσει στους εταίρους και όχι στην τρόικα το πρόγραμμά του.
Ο Γκ. Χαρδούβελης από την άλλη πλευρά επικέντρωσε την κριτική του στους κινδύνους ρευστότητας αν υπάρχουν καθυστερήσεις στις διαπραγματεύσεις. Ανέφερε ότι αν κάτι τέτοιο γίνει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα από την 1η Μαρτίου θα σταματήσει την παροχή της συνήθους ρευστότητας που παρέχει στις ελληνικές τράπεζες, και που τον Δεκέμβριο 2014 ανέρχονταν σε περίπου €56 δισ., σύμφωνα με τα στοιχεία που ανακοίνωσε χθες η ΤτΕ, σημαντικά αυξημένη (25%) σε σχέση με τον προηγούμενο μήνα (Νοέμβριος 2014: €44,9 δις).
Η μόνη διέξοδος για τις τράπεζες θα είναι η χρήση μηχανισμού ELA (Emergency Liquidity Assistance) της Τράπεζας της Ελλάδος, επισήμανε στο κείμενο της ομιλίας του. Ο μηχανισμός αυτός λειτουργεί με αποκλειστικό εγγυητή το ελληνικό Δημόσιο και κοστίζει περισσότερο (κόστος ELA: 155 μβ έναντι 5 μβ της ΕΚΤ). Το επιπλέον κόστος θα πιέσει τα εγχώρια επιτόκια δανεισμού των επιχειρήσεων και νοικοκυριών ακόμα πιο ψηλά.
Ήδη τρεις από τις τέσσερις τράπεζες έχουν αιτηθεί την συμμετοχή στο ELA προβλέποντας ότι οι ανάγκες τους σε ρευστότητα θα αυξηθούν την επόμενη περίοδο κυρίως εξαιτίας της αβεβαιότητας που συνεπάγονται οι πολιτικές εξελίξεις, πρόσθεσε.
Αυτό ισχύει στο σενάριο που υπάρξει μια παρατεταμένη περίοδος διαβούλευσης και διαπραγμάτευσης, χωρίς ορατό αποτέλεσμα και χρόνο ολοκλήρωσης και αν υπάρξουν μαξιμαλιστικές απαιτήσεις, που δεν λαμβάνουν υπόψη τους και το τι μπορεί να δώσει η πλευρά των δανειστών, ή μονομερείς ενέργειες που θα εκτρέπουν τη χώρα από υφιστάμενες υποχρεώσεις, υπάρχει κίνδυνος όχι μόνον για χρηματοδοτικό πρόβλημα στη χώρα, αλλά και για εκτροχιασμό της οικονομίας», ανέφερε
Διευκρίνισε ότι το συνολικό ύψος των ελληνικών ομολόγων που θα αγόραζε η ΕΚΤ ανέρχεται σε περίπου 15,9 δισ. ευρώ (2,9%*550). «Υπάρχει, βέβαια, η προειδοποίηση της ΕΚΤ για μη χρήση του προγράμματος της ποσοτικής χαλάρωσης αν η χώρα πάψει να βρίσκεται υπό πρόγραμμα. Σήμερα, όμως βρίσκεται σε πρόγραμμα», σημείωσε. Αναφερόμενος στην επομένη των εκλογών της 25ης Ιανουαρίου, διαμήνυσε ότι για την κυβέρνηση που θα προκύψει «δεν υπάρχει η άνεση και η πολυτέλεια χρόνου».
«Εάν κλείσει η αξιολόγηση, τότε η Ελλάδα θα εισπράξει €7,2 δισ. και θα έχει πρόσβαση στην χρηματοδότηση της ΕΚΤ. Η Ελλάδα θα μπει σε μια νέα σχέση με τους Ευρωπαίους εταίρους μας για περίπου έναν χρόνο», πρόσθεσε ο κ. Χαρδούβελης. Περιγράφοντας αυτήν τη νέα σχέση, μεταξύ άλλων, μίλησε για πιστωτική γραμμή στήριξης που «αναμένεται να προέλθει από την επιστροφή του μεγαλύτερου ποσού, περίπου 10 δις, από το ΤΧΣ». Σε αυτό το πλαίσιο, εξέφρασε την άποψη ότι η γρήγορη επίτευξη της συμφωνίας θα επιτρέψει τη στροφή του ενδιαφέροντος στην πραγματική οικονομία, η οποία «το 2014 αναμένεται να καταγράψει θετικό πραγματικό ρυθμό ανάπτυξης στο 0,7%» και «το 2015 – αν δεν χαθεί σημαντικός χρόνος από την εκλογική διαδικασία και τη νέα διαπραγμάτευση – μπορεί να πετύχει ρυθμό ανάπτυξης κοντά στον επίσημο στόχο του 2,9%».
O υπουργός Οικονομικών εξέφρασε την άποψη ότι, στο πλαίσιο προσδιορισμού της νέας σχέσης με τους εταίρους, «είναι καλή στιγμή να ανοίξει και η συζήτηση για τα μέτρα ελάφρυνσης του χρέους», το οποίο «εξυπηρετείται χωρίς προβλήματα». Όπως είπε, «οι τόκοι είναι χαμηλοί» και το χρέος «δεν αποτελεί πονοκέφαλο στην οικονομική πολιτική τουλάχιστον για 7 χρόνια», ενώ «η μέση διάρκειά του είναι 17 χρόνια από 6 χρόνια που ήταν το 2011». Ο ίδιος υπουργός Οικονομικών εξέφρασε την εκτίμηση ότι «η νέα κυβέρνηση πιθανόν να καταλήξει σε συμφωνία που θα περιλαμβάνει την επιμήκυνση της διάρκειας λήξης των δανείων του επίσημου τομέα» και «πιθανόν τη μετατροπή επιτοκίων από κυμαινόμενα σε σταθερά».