Την ανάγκη να μειώσει τις δαπάνες και τη βελτίωση της Ομαλής Λειτουργίας των Ασφαλιστικών Εταιρειών ένοωσε η ΕΑΕΕ, η οποία με ανοιχτή επιστολή στην ΕΠΕΙΑ, σχετικά με την υπό διαβούλευση πρόταση για το Διακανονισμό Ζημιών από Τροχαία Ατυχήματα, δηλώνει ότι ο Κλάδος χρειάζεται ένα «Ισορροπημένο Σύστημα Διακανονισμού Ζημιών, το οποίο θα διασφαλίζει πλήρως τα Δικαιώματα των Ζημιωθέντων από τα τροχαία ατυχήματα, χωρίς όμως να Υποβαθμίζει τις Υποχρεώσεις αυτών των προσώπων έναντι των Ασφαλιστικών Επιχειρήσεων».
Η Αντιπρόταση της Ένωσης Ασφαλιστικών Εταιρειών προς την ΕΠΕΙΑ έχει ως εξής:
Παρατηρήσεις επί του Σχεδίου Απόφασης του Διοικητικού Συμβουλίου της ΕΠΕΙΑ με θέμα το «Διακανονισμό Ζημιών από Τροχαία Ατυχήματα»
Αναφερόμενοι στο υπό διαβούλευση σχέδιο απόφασης της ΕΠΕΙΑ με θέμα το «Διακανονισμό Ζημιών από Τροχαία Ατυχήματα», σημειώνουμε ότι πρόκειται για ιδιαίτερα σημαντική κανονιστική πράξη της εποπτικής αρχής, με την οποία επιχειρείται η διαμόρφωση συνθηκών χρηστής λειτουργίας των ασφαλιστικών επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται στον ευαίσθητο κοινωνικά χώρο της υποχρεωτικής ασφάλισης της αστικής ευθύνης από την κυκλοφορία αυτοκινήτων, με κύριο στόχο την κατά το δυνατόν βέλτιστη εξυπηρέτηση των ζημιωθέντων και δικαιούχων αποζημίωσης από τροχαία ατυχήματα.
Εκ προοιμίου θα θέλαμε να επισημάνουμε ότι η ΕΑΕΕ συμμερίζεται απόλυτα την άποψη της εποπτικής αρχής ότι πρέπει να υπάρχουν κανόνες που εξασφαλίζουν την εύρυθμη λειτουργία του κλάδου της αστικής ευθύνης αυτοκινήτων γενικά και ιδιαίτερα της ευαίσθητης υπηρεσίας που συνίσταται στην αποζημίωση των ζημιωθέντων από τροχαίο ατύχημα. Κατά συνέπεια, η ΕΑΕΕ είναι πρόθυμη να συζητήσει και να συνδράμει εποικοδομητικά κάθε σχετική προσπάθεια της ΕΠΕΙΑ, επιδεικνύοντας έμπρακτα τη σημασία που αποδίδει στην ανάπτυξη σταθερών σχέσεων αξιοπιστίας και εμπιστοσύνης μεταξύ κράτους, ασφαλιστικών επιχειρήσεων, καταναλωτών και ασφαλισμένων.
Προς το σκοπό αυτό η ΕΑΕΕ θα ήθελε εξαρχής να τονίσει την επιδοκιμασία της για τις προθέσεις της εποπτικής αρχής να επιβάλει ένα αυστηρό κανονιστικό πλαίσιο στον ευαίσθητο χώρο της υποχρεωτικής ασφάλισης της αστικής ευθύνης αυτοκινήτου, αλλά και να επισημάνει συγχρόνως την ανάγκη εξασφάλισης εκ μέρους του προτεινόμενου κανονιστικού πλαισίου ενός ισορροπημένου συστήματος διακανονισμού ζημιών, το οποίο θα διασφαλίζει πλήρως τα δικαιώματα των ζημιωθέντων από τα τροχαία ατυχήματα, χωρίς όμως να υποβαθμίζει τις υποχρεώσεις αυτών των προσώπων έναντι των ασφαλιστικών επιχειρήσεων κατά τη διαδικασία του διακανονισμού της αποζημίωσής τους.
Είναι ευνόητο ότι η υιοθέτηση του όποιου συστήματος διακανονισμού ζημιών θα πρέπει να γίνει με κριτήρια την ελαχιστοποίηση του κόστους επιβάρυνσης των ασφαλιστικών εταιρειών (και κατ’ αποτέλεσμα των καταναλωτών) και την αποφυγή άσκοπων γραφειοκρατικών διαδικασιών.
Με γνώμονα τα ανωτέρω και αναγνωρίζοντας τις κατ’ αρχήν θετικές προεκτάσεις των ρυθμίσεων του σχεδίου απόφασης της ΕΠΕΙΑ, παραθέτουμε τις παρατηρήσεις μας (γενικές και επιμέρους κατ’ άρθρον), θεωρώντας ότι με τον τρόπο αυτό συνδράμουμε εποικοδομητικά στην υιοθέτηση ενός δίκαιου και ευέλικτου συστήματος διακανονισμού ζημιών από τροχαία ατυχήματα, επ’ ωφελεία όλων των ενδιαφερομένων.
I. Γενικές Παρατηρήσεις.
1. Σημαντική αύξηση λειτουργικού κόστους εταιρειών – μεταβατική περίοδος και μη αναδρομική ισχύς των ρυθμίσεων της Απόφασης.
Η υλοποίηση των διαδικασιών που θεσπίζονται με την ως άνω απόφαση, όποιας βελτίωσης και αν τύχουν στο πλαίσιο της παρούσας διαβούλευσης, συνεπάγεται σημαντική οικονομική επιβάρυνση για τις ασφαλιστικές επιχειρήσεις, δεδομένου ότι η αποτελεσματική εφαρμογή τους προϋποθέτει εκσυγχρονισμό των μηχανογραφικών συστημάτων τους, υιοθέτηση νέων εφαρμογών και διαδικασιών, εκπαίδευση υπάρχοντος προσωπικού, πρόσληψη νέου προσωπικού, ως και εξασφάλιση των κατάλληλων για τους σκοπούς της παρούσας απόφασης αποθηκευτικών χώρων, διαδικασίες οι οποίες αναμένεται να είναι επιπρόσθετα χρονοβόρες και επίπονες.
Προς το σκοπό της διευκόλυνσης της ομαλής και κατάλληλης προσαρμογής των Εταιρειών στις ρυθμίσεις της ανωτέρω απόφασης κρίνεται σκόπιμο να προβλεφθεί μεταβατική περίοδος για την εφαρμογή της παρούσας απόφασης δύο (2) ετών. Για τους ίδιους λόγους και προς αποφυγή παρερμηνειών κρίνεται, επίσης, απαραίτητο να προβλεφθεί ότι η ως άνω απόφαση θα εφαρμόζεται στους φακέλους ζημιών που θα σχηματιστούν μετά την παρέλευση της μεταβατικής περιόδου για την εφαρμογή της και όχι στους ήδη υφιστάμενους.
Εν κατακλείδι, θεωρείται επιβεβλημένο όπως η εποπτική αρχή επανεκτιμήσει το όφελος που αναμένεται για τους καταναλωτές από την υιοθέτηση ορισμένων εκ των διαδικασιών που θεσπίζει με την υπό διαβούλευση απόφαση, λαμβάνοντας υπόψη τη σημαντική και ίσως δυσανάλογη αύξηση του κόστους λειτουργίας που προκαλείται στις Εταιρείες, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι το κόστος αυτό θα επιβαρύνει εντέλει τους ίδιους τους καταναλωτές. Στο πλαίσιο αυτό καλείται να περιορίσει το κόστος επιβάρυνσης των ασφαλιστικών εταιρειών στο μέτρο του απολύτως σκόπιμου και λογικού, αξιολογώντας τις προς το σκοπό αυτό αναφερόμενες κατωτέρω προτάσεις της ΕΑΕΕ.
2. Μη σκόπιμη και αναγκαία η τήρηση του Αρχείου Τελεσίδικων Αποφάσεων και του Αρχείου Στατιστικών Στοιχείων.
Με διάταξη του υπό διαβούλευση σχεδίου απόφασης προβλέπεται για τις Εταιρείες υποχρέωση τήρησης τριών (3) νέων ηλεκτρονικών Αρχείων, ήτοι του Αρχείου Φακέλων Ασφαλιστικών Περιπτώσεων (ΑΦΑΠ), του Αρχείου Τελεσίδικων Αποφάσεων και του Αρχείου Στατιστικών Στοιχείων.
Η νέα αυτή υποχρέωση των Εταιρειών κρίνεται ότι επιβαρύνει υπέρμετρα το λειτουργικό τους κόστος, χωρίς ιδιαίτερη σκοπιμότητα και προφανή οφέλη για τους ζημιωθέντες από τροχαίο ατύχημα, δεδομένου ότι στο νέο Αρχείο Φακέλων Ασφαλιστικών Περιπτώσεων (ΑΦΑΠ) που θεσπίζεται με το σχέδιο απόφασης θα τηρούνται ήδη σε ηλεκτρονική μορφή (συνεπώς θα μπορούν εύκολα να αναζητηθούν και να εντοπιστούν από την εποπτική αρχή) όλα τα στοιχεία που σύμφωνα με το ίδιο σχέδιο θα πρέπει να τηρούνται και στο Αρχείο Τελεσίδικων Αποφάσεων, καθώς και όλα τα στοιχεία που είναι κρίσιμα και απαιτούνται από την εποπτική αρχή για τη στατιστική επεξεργασία (Αρχείο Στατιστικών Στοιχείων).
Δέον επίσης να σημειωθεί ότι αρχείο των δικαστικών αποφάσεων που εκδίδουν (τελεσίδικων ή μη) τηρούν αρμοδίως όλα τα Ελληνικά Δικαστήρια.
Κατ’ ακολουθία τούτων, θεωρούμε σκόπιμη και επιβεβλημένη τη μη τήρηση από τις Εταιρείες μας του Αρχείου Τελεσίδικων Αποφάσεων, καθώς και του Αρχείου Στατιστικών Στοιχείων, για λόγους τόσο οικονομίας κόστους, εκπαίδευσης και απασχόλησης του προσωπικού των ασφαλιστικών εταιρειών όσο και περιορισμού των μη σκόπιμων γραφειοκρατικών διαδικασιών.
3. Απόδειξη παράδοσης-παραλαβής εγγράφων – Τήρηση ηλεκτρονικού πρωτοκόλλου.
Στο σχέδιο απόφασης προβλέπεται υποχρέωση χορήγησης από τις Εταιρείες απόδειξης παραλαβής για κάθε εισερχόμενο έγγραφο, καθώς και υποχρέωση τήρησης ειδικού προς το σκοπό αυτό ηλεκτρονικού πρωτοκόλλου.
Μολονότι κατανοούμε ότι με τη ρύθμιση αυτή επιχειρείται η διαμόρφωση συνθηκών διαφάνειας στην επικοινωνία μεταξύ Εταιρειών και συναλλασσόμενων με αυτές (ασφαλισμένων και ζημιωθέντων τρίτων), εντούτοις εκτιμούμε ότι τα προβλήματα που θα δημιουργηθούν από την εφαρμογή της θα είναι σημαντικότερα αυτών των οποίων επιδιώκεται η λύση.
Συγκεκριμένα, η ρύθμιση αυτή θεωρείται ιδιαίτερα αντιοικονομική και γραφειοκρατική, χωρίς σημαντικά οφέλη για τους καταναλωτές, δεδομένου ότι αφενός υπάρχουν πολλοί άλλοι και με μικρότερο κόστος τρόποι επιβεβαίωσης της παραλαβής ενός εγγράφου, γεγονός το οποίο αναγνωρίζει η ίδια η απόφαση με τη ρύθμιση του άρθρου 7 παρ. 2 αυτής, και αφετέρου είναι γνωστό ότι τα σημαντικότερα των εγγράφων, όπως αγωγές κ.λπ., κοινοποιούνται με τον ασφαλέστερο τρόπο της επίδοσης με δικαστικό επιμελητή.
Η σχετικότητα της αξίας του ως άνω πρωτοκόλλου αποδεικνύεται εξάλλου από την εξομοίωση του αποδεικτικού παραλαβής των Εταιρειών με μέσα όπως η απόδειξη συστημένης επιστολής και το fax, τα οποία προς διευκόλυνση των καταναλωτών αποδέχεται ρητά η ως άνω απόφαση, αφού είναι γνωστό ότι τόσο το αποδεικτικό συστημένης επιστολής όσο και το fax δεν μπορούν να αποτελέσουν πλήρη απόδειξη του περιεχομένου του αποστελλόμενου εγγράφου, καθώς και της τελικής παραλαβής του.
Κατόπιν τούτων, θεωρούμε μη σκόπιμη την οικονομική επιβάρυνση των Εταιρειών με την τήρηση του ως άνω «σχετικής αξίας» ηλεκτρονικού πρωτοκόλλου παραλαβής εγγράφων και προτείνουμε να προβλεφθεί ρητή υποχρέωση των εταιρειών να χορηγούν βεβαίωση παραλαβής εγγράφου, χωρίς την τήρηση συγκεκριμένου πρωτοκόλλου και τύπου και μόνο εφόσον τούτο τους ζητηθεί. Η υποχρέωση δε αυτή να υφίσταται μόνο για τα έγγραφα από την παράδοση των οποίων άρχονται προθεσμίες και γεννώνται δικαιώματα των ζημιωθέντων και ασφαλισμένων, ήτοι μόνο για τη Δήλωση Ατυχήματος και την Αίτηση Αποζημίωσης.
4. Απόδειξη παράδοσης της προσφοράς ή απάντησης των Εταιρειών.
Έντονη ανησυχία και προβληματισμό προκαλεί στην ασφαλιστική αγορά ο τρόπος με τον οποίο θα αποδεικνύεται η παράδοση της Προσφοράς ή Απάντησης των Εταιρειών προς τους αιτούντες αποζημίωση.
Ο προβληματισμός δε αυτός μεγεθύνεται, λαμβάνοντας υπόψη τη νέα ρύθμιση του άρθρου 6 παρ. 6 του Π.Δ. 237/86, σύμφωνα με την οποία από τη παράδοση ή μη της Προσφοράς ή Απάντησης των Εταιρειών θα εξαρτάται εφεξής και η τυχόν έναρξη τοκοφορίας των απαιτήσεων των ζημιωθέντων. Στο σημείο δε αυτό δέον να επισημανθούν τα ήδη σοβαρά προβλήματα που έχει προκαλέσει στις ασφαλιστικές επιχειρήσεις η διαδικασία απόδειξης της ακύρωσης των συμβολαίων.
Το ως άνω ζήτημα θεωρείται σκόπιμο να αντιμετωπιστεί από την Εποπτική Αρχή στο πλαίσιο των ρυθμίσεων της ως άνω απόφασης, έστω με τη μορφή θέσπισης κατευθυντήριων γραμμών που θα έχουν ως στόχο την κατά το δυνατόν διασφάλιση των ασφαλιστικών επιχειρήσεων.
5. Υιοθέτηση ρυθμίσεων για την καταπολέμηση της ασφαλιστικής απάτης.
Η διαμόρφωση ενός ισορροπημένου συστήματος διακανονισμού ζημιών προϋποθέτει, όπως επισημάνθηκε στο προοίμιο του παρόντος υπομνήματος, την παράλληλη θέσπιση ρυθμίσεων που θα έχουν ως στόχο την πρόληψη και την καταπολέμηση του φαινομένου της ασφαλιστικής απάτης σε βάρος των ασφαλιστικών επιχειρήσεων.
Έπειτα από προσεκτική μελέτη του συνόλου των ρυθμίσεων του ως άνω σχεδίου απόφασης διαπιστώσαμε με λύπη ότι η ως άνω παράμετρος διέλαθε της προσοχής της εποπτικής μας αρχής.
Δεδομένου ότι ο ως άνω παράγοντας θεωρείται κρίσιμος για την επιτυχία του υπό διαβούλευση συστήματος διακανονισμού ζημιών, καλούμε την εποπτική μας αρχή να επανεξετάσει τις προτεινόμενες διαδικασίες, υιοθετώντας ρυθμίσεις οι οποίες, μεταξύ άλλων, θα διασφαλίζουν τις ασφαλιστικές επιχειρήσεις, αποτρέποντας τα σε βάρος τους φαινόμενα εξαπάτησης.
Στο πλαίσιο αυτό κρίνεται σκόπιμο όπως, μεταξύ άλλων, προβλεφθεί στην παρούσα απόφαση υποχρέωση των ζημιωθέντων να εμφανίζουν τα οχήματά τους για τη διενέργεια της προβλεπόμενης στο άρθρο 13 πραγματογνωμοσύνης επί υλικών ζημιών, από την πραγματοποίηση της οποίας ή μη θα πρέπει, επιπλέον, να εξαρτάται η καταβολή της ασφαλιστικής αποζημίωσης.
Τέλος, το ζήτημα της καταπολέμησης της ασφαλιστικής απάτης θα πρέπει να ληφθεί ιδιαίτερα υπόψη από την εποπτική αρχή στο πλαίσιο της θέσπισης των αρχών που διέπουν εν γένει τη διαδικασία διακανονισμού (άρθρο 11 σχεδίου απόφασης), καθώς και στη ρύθμιση των πρόσθετων υποχρεώσεων των Εταιρειών (άρθρο 16 σχεδίου απόφασης), όπου προβλέπεται υποχρέωση αυτών να παραδίδουν στους ζημιωθέντες το σύνολο του περιεχομένου των ΦΑΠ αδιακρίτως, ήτοι χωρίς να λαμβάνεται υπόψη το τυχόν απόρρητο ορισμένων εγγράφων (π.χ., εμπιστευτικά έγγραφα που θα χρησιμοποιηθούν για την υπεράσπιση του ασφαλισμένου ενώπιον ποινικών δικαστηρίων, προσωπικά δεδομένα τρίτων προσώπων, έρευνες για τη διαπίστωση απάτης κ.λπ.) .
6. Υποβολή στοιχείων στην ΕΠΕΙΑ
Ολοκληρώνοντας τις γενικές παρατηρήσεις μας, δέον να επισημάνουμε τις εν γένει επιφυλάξεις μας σχετικά με τη νομιμοποίηση και τη δυνατότητα των Εταιρειών να υποβάλουν συλλήβδην στην ΕΠΕΙΑ το σύνολο του περιεχομένου των προβλεπομένων στην απόφαση Αρχείων, ως και την αντίστοιχη νομιμοποίηση της ΕΠΕΙΑ να λαμβάνει το σύνολο του περιεχομένου των Αρχείων αυτών, δεδομένου ότι η πλειονότητα των στοιχείων που τηρούνται στα ανωτέρω Αρχεία συνιστούν Προσωπικά Δεδομένα τρίτων προσώπων και ως εκ τούτου η εν γένει επεξεργασία τους προϋποθέτει την τήρηση των διατάξεων του Ν. 2472/1997 περί «Προστασίας του ατόμου από την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα».
Το ανώτερο ζήτημα θα πρέπει να εξετασθεί δεόντως από την ΕΠΕΙΑ, η οποία κρίνεται σκόπιμο όπως παρέχει σχετικές διευκρινίσεις και κατευθυντήριες γραμμές προς τις Εταιρείες.
ΙΙ. Επιμέρους Παρατηρήσεις επί των Άρθρων του Σχεδίου Απόφασης
1. ΑΡΘΡΟ 2 (Πεδίο εφαρμογής)
Η παράγραφος 1 του άρθρου 2 πρέπει να συμπληρωθεί με ένα επιπλέον εδάφιο που θα προβλέπει την εφαρμογή του υπό διαβούλευση σχεδίου απόφασης στα υποκαταστήματα των ασφαλιστικών επιχειρήσεων με έδρα σε άλλο Κ.Μ. καθώς και στις ασφαλιστικές επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται με το καθεστώς της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών στην Ελλάδα, όταν αυτά τα υποκαταστήματα ή οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις ασκούν τον κλάδο 10 του ΝΔ 400/70. Με την προσθήκη αυτή καλύπτεται πλήρως το φάσμα των ζημιών από τροχαίο ατύχημα που θα διακανονιστούν στην Ελλάδα.
Κατ΄ακολουθία των ανωτέρω προτείνουμε την προσθήκη νέου εδαφίου β στην παράγραφο 1 του άρθρου 2 (και επαναρίθμηση των προτεινόμενων β, γ και δ σε γ, δ και ε αντίστοιχα) ως εξής:
«β. Τα υποκαταστήματα κοινοτικών ασφαλιστικών επιχειρήσεων και τις ασφαλιστικές επιχειρήσεις που λειτουργούν με καθεστώς ελεύθερης παροχής υπηρεσιών για τις ασφαλίσεις του κλάδου 10 κατά ζημιών του Ν.Δ. 400/70, που συνάπτουν στην Ελλάδα».
2. ΑΡΘΡΟ 3 (ΟΡΙΣΜΟΙ)
2α. Άρθρο 3, παρ. 3 (ΟΡΙΣΜΟΣ – «Πραγματογνωμοσύνη επί υλικών ζημιών οχήματος»)
Στην παρ. 3 του άρθρου 3 του υπό διαβούλευση σχεδίου απόφασης τίθεται ο ορισμός της «Πραγματογνωμοσύνης Επί Υλικών Ζημιών Οχήματος», βάσει του οποίου δύναται κανείς να συνάγει ότι στο πεδίο εφαρμογής των λοιπών διατάξεων της απόφασης αυτής εμπίπτουν μόνο οι πραγματογνωμοσύνες που αφορούν την εκτίμηση υλικών ζημιών επί Οχημάτων, ενώ δεν εμπίπτουν εκθέσεις πραγματογνωμοσύνης που αφορούν την εκτίμηση άλλων υλικών ζημιών που μπορούν να προκύψουν από τροχαία ατυχήματα, όπως ζημιές σε κτίσματα, εμπορεύματα, επιγραφές κ.λπ.
Εκτιμούμε ότι ο ορισμός αυτός, ως ανωτέρω διετυπώθη, δεν ανταποκρίνεται στην πραγματική βούληση και στους σκοπούς του συντάκτη, ως εκ τούτου και προς αποφυγή σύγχυσης προτείνουμε όπως ο ορισμός αυτός τροποποιηθεί κατά τρόπον ώστε στην έννοια της «Πραγματογνωμοσύνης Επί Υλικών» να περιλαμβάνονται εκθέσεις πραγματογνωμοσύνης που αφορούν την εκτίμηση πάσης φύσεως υλικών ζημιών που μπορούν να προκύψουν από τροχαία ατυχήματα.
Στον ίδιο ορισμό προβλέπεται, επίσης, ότι οι εκθέσεις των πραγματογνωμόνων περιλαμβάνουν και καθορισμό της οφειλόμενης προς τους ζημιωθέντες αποζημίωσης, γεγονός το οποίο, όμως, δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα, αφού, όπως είναι γνωστόν, οι σχετικές εκθέσεις προσδιορίζουν μόνο το κόστος αποκατάστασης των υλικών ζημιών και τούτο όχι στο σύνολό τους (τα ανταλλακτικά είθισται να μην τιμολογούνται), ενώ σε καμία περίπτωση δεν προβαίνουν στον καθορισμό του υπαίτιου για το τροχαίο ατύχημα και την οφειλή της αποζημίωσης προσώπου.
Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω και προς αποφυγή παρερμηνειών, κρίνεται σκόπιμη η επαναδιατύπωση του ορισμού της παρ. 3 του άρθρου 3 του σχεδίου απόφασης ως ακολούθως:
«3. Ως «Πραγματογνωμοσύνη Επί Υλικών Ζημιών» νοείται η έκθεση των οριζομένων από τις Εταιρείες πραγματογνωμόνων για την εκτίμηση της υλικής ζημιάς που υπέστησαν, συνεπεία συγκεκριμένου τροχαίου συμβάντος, τα Ζημιωθέντα Πρόσωπα και για τον καθορισμό του κατ’ αρχήν κόστους αποκατάστασης της ζημίας αυτής».
Επισημαίνεται δε ότι ανάλογες τροποποιήσεις και διαγραφές θα πρέπει να γίνουν στο σύνολο του κειμένου της ανωτέρω απόφασης και συγκεκριμένα όπου σ’ αυτήν γίνεται αναφορά στην «Πραγματογνωμοσύνη Επί Υλικών Ζημιών».
2β. Άρθρο 3 παρ. 4 (ΟΡΙΣΜΟΣ – «Ιατρική πραγματογνωμοσύνη»)
Στην παρ. 4 του άρθρου 3 του υπό διαβούλευση σχεδίου απόφασης τίθεται ο ορισμός της «Ιατρικής Πραγματογνωμοσύνης», σύμφωνα με τον οποίο οι Ιατροί που διενεργούν την πραγματογνωμοσύνη προβαίνουν μεταξύ άλλων και σε καθορισμό της οφειλόμενης προς τα ζημιωθέντα πρόσωπα αποζημίωσης. Τούτο όμως, όπως ήδη προαναφέρθηκε στην προηγούμενη παράγραφο 1α του παρόντος, δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα, δεδομένου ότι οι ιατροί πραγματογνώμονες προβαίνουν μόνο σε εκτίμηση της έκτασης, του τρόπου και του χρόνου αποθεραπείας των σωματικών βλαβών των ζημιωθέντων προσώπων, ενώ σε καμία περίπτωση δεν προβαίνουν στον καθορισμό του ακριβούς κόστους αποθεραπείας των σωματικών βλαβών, ούτε στον προσδιορισμό του υπαίτιου για το τροχαίο ατύχημα και την οφειλή της αποζημίωσης προσώπου.
Ως εκ τούτου και προς αποφυγή σύγχυσης, κρίνεται σκόπιμη η επαναδιατύπωση του ορισμού της παρ. 4 του άρθρου 3 του σχεδίου απόφασης ως ακολούθως:
«4. Ως «Ιατρική Πραγματογνωμοσύνη» νοείται η έκθεση των οριζομένων από τις Εταιρείες ειδικευμένων Ιατρών για την εκτίμηση της σωματικής βλάβης που υπέστησαν, συνεπεία συγκεκριμένου τροχαίου συμβάντος, τα Ζημιωθέντα Πρόσωπα και για τον καθορισμό της έκτασης, του τρόπου και του χρόνου αποθεραπείας τους από το συγκεκριμένο τραυματισμό».
2γ. Άρθρο 3 παρ. 5 (ΟΡΙΣΜΟΣ – «Πραγματογνωμοσύνη συνθηκών ατυχήματος»)
Στο ίδιο πνεύμα με τις προηγούμενες υπό στοιχεία 1α και 1β παρατηρήσεις μας δέον να σημειωθεί ότι και στην περίπτωση διενέργειας «Πραγματογνωμοσύνης για τις Συνθήκες του Ατυχήματος» οι πραγματογνώμονες προβαίνουν σε διερεύνηση των συνθηκών υπό τις οποίες έλαβε χώρα το ατύχημα, χωρίς να προβαίνουν κατ’ ανάγκη σε εκτίμηση του βαθμού υπαιτιότητας των εμπλεκόμενων οδηγών. Εξάλλου, δεν αποκλείεται ο υπαίτιος του ατυχήματος να είναι πεζός και όχι οδηγός οχήματος.
Ως εκ τούτου και προς αποφυγή παρερμηνειών, κρίνεται σκόπιμη η επαναδιατύπωση του ορισμού της παρ. 5 του άρθρου 3 του σχεδίου απόφασης ως ακολούθως:
«5. Ως «Πραγματογνωμοσύνη Συνθηκών Ατυχήματος» νοείται η έκθεση των οριζομένων από τις Εταιρείες πραγματογνωμόνων για τη διερεύνηση των πραγματικών συνθηκών υπό τις οποίες έλαβε χώρα το τροχαίο ατύχημα».
2δ. Άρθρο 3 παρ. 6 (ΟΡΙΣΜΟΣ – «Εκτίμηση επί υλικών ζημιών οχήματος»)
Στην παρ. 6 του άρθρου 3 του υπό διαβούλευση σχεδίου απόφασης τίθεται ο ορισμός της «Εκτίμησης Επί Υλικών Ζημιών Οχήματος», την οποία σύμφωνα με το σχέδιο αυτό προσκομίζει το Ζημιωθέν Πρόσωπο στην ασφαλιστική εταιρεία.
Αναφορικά με τον ορισμό αυτό ισχύουν οι ίδιες παρατηρήσεις που εκφράσαμε ανωτέρω υπό στοιχείο 1α για τον ορισμό της «Πραγματογνωμοσύνης Επί Υλικών Ζημιών Οχήματος». Συγκεκριμένα, θεωρούμε ότι η Εκτίμηση αυτή θα πρέπει να αφορά όλες τις υλικές ζημιές (και όχι μόνο του οχήματος) που τυχόν υπέστη το ζημιωθέν πρόσωπο από το τροχαίο ατύχημα, για τις οποίες, παράλληλα, θα πρέπει να προσδιορίζετε το κόστος αποκατάστασής τους.
Ως εκ τούτου, προτείνεται η επαναδιατύπωση του ορισμού της παρ. 6 του άρθρου 3 του σχεδίου απόφασης ως ακολούθως:
«6. Ως «Εκτίμηση Επί Υλικών Ζημιών» νοείται η προσκομιζόμενη στις Εταιρείες από τα Ζημιωθέντα Πρόσωπα έκθεση για την εκτίμηση της υλικής ζημιάς που υπέστησαν, συνεπεία συγκεκριμένου τροχαίου συμβάντος, τα Πρόσωπα αυτά και για τον καθορισμό του κόστους αποκατάστασης αυτής της ζημίας τους».
Επισημαίνεται δε ότι ανάλογες τροποποιήσεις και διαγραφές θα πρέπει να γίνουν στο σύνολο του κειμένου της ανωτέρω απόφασης και συγκεκριμένα όπου σ’ αυτήν γίνεται αναφορά στην «Εκτίμηση Επί Υλικών Ζημιών».
2ε. Άρθρο 3 παρ. 7 (ΟΡΙΣΜΟΣ – «Ιατρική εκτίμηση»)
Στην παρ. 7 του άρθρου 3 του υπό διαβούλευση σχεδίου απόφασης τίθεται ο ορισμός της «Ιατρικής Εκτίμησης», την οποία σύμφωνα με το σχέδιο αυτό προσκομίζει το Ζημιωθέν Πρόσωπο στην ασφαλιστική εταιρεία.
Κατ’ αντιστοιχία με όσα αναφέρθηκαν ανωτέρω υπό στοιχεία 1β για την «Ιατρική Πραγματογνωμοσύνη» θεωρούμε ότι και στην Ιατρική Εκτίμηση που προσκομίζει ο Ζημιωθείς θα πρέπει να προσδιορίζεται η έκταση, ο τρόπος και ο χρόνος αποθεραπείας από τον τραυματισμό, ως και το κόστος της αποθεραπείας, δεδομένου ότι στην περίπτωση προσκόμισης ιατρικής εκτίμησης από το Ζημιωθέντα τούτη είθισται να συντάσσεται από το θεράποντα ιατρό.
Ως εκ τούτου, προτείνεται η επαναδιατύπωση του ορισμού της παρ. 7 του άρθρου 3 του σχεδίου απόφασης ως ακολούθως:
«7. Ως «Ιατρική Εκτίμηση» νοείται η προσκομιζόμενη στις Εταιρείες από τα Ζημιωθέντα Πρόσωπα έκθεση ειδικευμένων Ιατρών για την εκτίμηση της σωματικής βλάβης που υπέστησαν, συνεπεία συγκεκριμένου τροχαίου συμβάντος, τα Ζημιωθέντα Πρόσωπα και για τον καθορισμό της έκτασης, του τρόπου, του χρόνου και του κόστους της αποθεραπείας τους από το συγκεκριμένο τραυματισμό».
2στ. Άρθρο 3 παρ. 8 (ΟΡΙΣΜΟΣ – «Εκτίμηση συνθηκών ατυχήματος»)
Όσον αφορά τον ορισμό της «Εκτίμησης Συνθηκών Ατυχήματος» που προσκομίζει ο Ζημιωθείς στην ασφαλιστική εταιρεία, ισχύουν όσα αναφέραμε ανωτέρω υπό στοιχείο 1γ σχετικά με την «Πραγματογνωμοσύνη για τις Συνθήκες του Ατυχήματος». Ως εκ τούτου και προς αποφυγή παρερμηνειών κρίνεται σκόπιμη η επαναδιατύπωση του ορισμού της παρ. 8 του άρθρου 3 του σχεδίου απόφασης ως ακολούθως:
«8. Ως «Εκτίμηση Συνθηκών Ατυχήματος» νοείται η προσκομιζόμενη στις Εταιρείες από τα Ζημιωθέντα Πρόσωπα έκθεση για την εκτίμηση των πραγματικών συνθηκών υπό τις οποίες έλαβε χώρα το τροχαίο ατύχημα».
2ζ. Άρθρο 3 παρ. 9 (ΟΡΙΣΜΟΣ – «Υπεύθυνος διοίκησης»)
Θεωρούμε ότι εκ παραδρομής αναφέρεται ως «Υπεύθυνος Διοίκησης» το πρόσωπο της περ. (α) της παρ. 2 του αρθρ. 55 Ν.Δ. 400/70, ήτοι ο Υπεύθυνος Αναλογιστής της Ασφαλιστικής Επιχείρησης Ζωής.
Ως εκ τούτου, δέον να τροποποιηθεί ο σχετικός ορισμός και να προσδιοριστεί με ακρίβεια το πρόσωπο που θεωρείται «Υπεύθυνος Διοίκησης» για τους σκοπούς της παρούσας απόφασης. Εκτιμούμε ότι ως «Υπεύθυνος Διοίκησης» εννοείται το πρόσωπο της περ. (α) της παρ. 1 του άρθρου 55 του Ν.Δ. 400/70.
3. ΑΡΘΡΟ 4 (ΓΕΝΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΤΗΡΗΣΗΣ ΑΡΧΕΙΩΝ ΚΑΙ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ)
3α. Άρθρο 4 παρ. 1, 2 και 5 (ΓΕΝΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ – Καθορισμός των 4 προς τήρηση Αρχείων και του τρόπου τήρησης αυτών)
Στο άρθρο 4 παρ. 1, 2 και 5 του υπό διαβούλευση σχεδίου απόφασης προβλέπεται εν περιλήψει ότι οι ασφαλιστικές εταιρείες θα πρέπει εφεξής να τηρούν υποχρεωτικά, πέραν των «φυσικών» Φακέλων Ασφαλιστικών Περιπτώσεων (ΦΑΠ) που τηρούν μέχρι σήμερα, και 3 επιπλέον νέα Αρχεία, ήτοι το Αρχείο Φακέλων Ασφαλιστικών Περιπτώσεων (ΑΦΑΠ), το Αρχείο Τελεσίδικων Αποφάσεων και το Αρχείο Στατιστικών Στοιχείων. Προβλέπεται δε ότι τα 3 τελευταία Αρχεία θα πρέπει να τηρούνται ηλεκτρονικά.
Αναφορικά με την υποχρεωτική τήρηση των τριών (3) αυτών νέων ηλεκτρονικών Αρχείων, επαναφέρουμε όσα ήδη έχουμε εκθέσει αναλυτικά ανωτέρω στις Γενικές Παρατηρήσεις μας (παρ. 2). Συγκεκριμένα, δεδομένου ότι στο νέο Αρχείο Φακέλων Ασφαλιστικών Περιπτώσεων (ΑΦΑΠ) θα τηρούνται ήδη σε ηλεκτρονική μορφή (συνεπώς θα μπορούν εύκολα να αναζητηθούν και να εντοπιστούν από την εποπτική αρχή) όλα τα στοιχεία που σύμφωνα με το ίδιο σχέδιο απόφασης πρέπει να τηρούνται και στο Αρχείο Τελεσίδικων Αποφάσεων, καθώς και όλα τα στοιχεία που είναι κρίσιμα και απαιτούνται από την εποπτική αρχή για τη στατιστική επεξεργασία (Αρχείο Στατιστικών Στοιχείων), θεωρούμε σκόπιμη και επιβεβλημένη τη μη τήρηση από τις Εταιρείες μας του Αρχείου Τελεσίδικων Αποφάσεων, καθώς και του Αρχείου Στατιστικών Στοιχείων και τούτο για λόγους αφενός οικονομίας κόστους, εκπαίδευσης και απασχόλησης του προσωπικού των ασφαλιστικών εταιρειών όσο και περιορισμού μη σκόπιμων γραφειοκρατικών διαδικασιών.
Κατ’ ακολουθία τούτων, θεωρούμε ότι πρέπει να διαγραφεί από το άρθρο 4 παρ. 1 του υπό διαβούλευση σχεδίου η υποχρέωση τήρησης από τις ασφαλιστικές εταιρείες του Αρχείου Τελεσίδικων Αποφάσεων και του Αρχείου Στατιστικών Στοιχείων και κατ’ επέκταση θα πρέπει, επίσης, να διαγραφεί κάθε άλλη μνεία που γίνεται στην απόφαση αυτή για τα εν λόγω Αρχεία (π.χ., άρθρο 4 παρ. 2 – υποχρέωση υποβολής των αρχείων αυτών στην ΕΠΕΙΑ, άρθρο 4 παρ. 5 υποχρέωση ηλεκτρονικής τήρησής τους).
3β. Άρθρο 4 παρ. 3 (ΓΕΝΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ – Υπεύθυνοι Τήρησης Αρχείων)
Στην παρ. 3 του άρθρου 4 του σχεδίου απόφασης ορίζονται ως υπεύθυνοι για την τήρηση και υποβολή των στοιχείων και Αρχείων στην ΕΠΕΙΑ τόσο οι Υπεύθυνοι Διοίκησης των Εταιρειών όσο και τα Μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου.
Εκτιμούμε ότι την ως άνω ευθύνη δε θα πρέπει να φέρουν τα Μέλη εν γένει του Διοικητικού Συμβουλίου των Εταιρειών, αλλά μόνο οι Υπεύθυνοι Διοίκησης αυτών. Κατ’ ακολουθία τούτου προτείνουμε να τροποποιηθεί η παρ. 3 του άρθρου 4 ως ακολούθως:
«3. Η έκδοση, η τήρηση και η προς την ΕΠΕΙΑ υποβολή των στις παρ. 1 και 2 του παρόντος άρθρου αναφερομένων στοιχείων και αρχείων είναι διαρκής οργανωτική υποχρέωση των Εταιρειών, αποτελεί δε ευθύνη των Υπευθύνων Διοίκησης των Εταιρειών».
4. ΑΡΘΡΟ 5 (ΦΑΚΕΛΟΣ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗΣ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗΣ – ΦΑΠ)
4α. Άρθρο 5 παρ. 1 (Περιεχόμενο ΦΑΠ)
Στην παρ. 1 του άρθρου 5 του σχεδίου απόφασης περιγράφεται το περιεχόμενο του κάθε φυσικού Φακέλου Ασφαλιστικής Περίπτωσης.
Περαιτέρω, επί του περιεχομένου αυτού, διατυπώνουμε τις ακόλουθες παρατηρήσεις:
i. Eπισημαίνουμε ότι στην Πραγματογνωμοσύνη επί Υλικών Ζημιών ουδέποτε καταγράφεται αναλυτική τιμολόγηση των ανταλλακτικών και τούτο διότι η τιμή αυτών μπορεί να διαφέρει από έμπορο σε έμπορο στο πλαίσιο της ελεύθερης αγοράς. Ως εκ τούτου, θα πρέπει να διαγραφεί από την περ. β΄ της παρ. 1 του άρθρου 5 (περιεχόμενο έκθεσης πραγματογνωμοσύνης) η τιμολόγηση των ανταλλακτικών.
ii. Εκτιμούμε ότι στις περ. ε΄ και ζ΄ της παρ. 1 του άρθρου 5 θα πρέπει να διαγραφεί η λέξη «ηλεκτρονικά» αντίγραφα, δεδομένου ότι δεν είναι κατανοητή ούτε σκόπιμη η τήρηση στοιχείου με ηλεκτρονικό τρόπο σε φάκελο με έντυπο υλικό (φυσικό φάκελο).
iii. Όσον αφορά την περ. ζ’, όπου προβλέπεται η τήρηση αντιγράφου τελεσίδικης δικαστικής απόφασης, εκτιμούμε ότι ως τέτοια νοείται η απόφαση που εκδίδεται από το Δικαστήριο που δικάζει σε β΄ βαθμό (π.χ., Εφετείο) και όχι οι τυχόν πρωτόδικες αποφάσεις, οι οποίες καθίστανται τελεσίδικες σε βάθος χρόνου λόγω της μη προσβολής τους με την άσκηση ένδικων μέσων. Αντιλαμβάνεστε ότι αντίθετη ερμηνεία θα σήμαινε ότι οι εταιρείες οφείλουν να παρακολουθούν τουλάχιστον επί τριετία (προθεσμία άσκησης έφεσης) ζημίες που έχουν ουσιαστικά πληρωθεί μετά την έκδοση της πρωτόδικης απόφασης και να επισπεύδουν την καθαρογραφή των αποφάσεων αυτών με πρόσθετο κόστος και χωρίς προφανή λόγο.
Προς αποφυγή παρερμηνειών, εκτιμούμε ότι τα ανωτέρω θα πρέπει να αποσαφηνιστούν από την εποπτική αρχή και να προβλεφθεί υποχρέωση τήρησης μόνο των τελεσίδικων αποφάσεων που εκδίδονται από Β’ Βαθμού Δικαστήρια.
iv. Τέλος, επισημαίνουμε ότι περιεχόμενο του ΦΑΠ θα πρέπει οπωσδήποτε να αποτελέσουν και οι αποδείξεις καταβολής αποζημίωσης ή εξόφλησης, γεγονός το οποίο εκ προφανούς παραδρομής έχει παραληφθεί στο σχέδιο απόφασης.
4β. Άρθρο 5 παρ. 3 (Σημείο τήρησης ΦΑΠ)
Προς αποφυγή παρερμηνειών θεωρούμε δεδομένο ότι οι ΦΑΠ μπορούν να τηρούνται σε περισσότερες από μία εγκαταστάσεις των ασφαλιστικών επιχειρήσεων, διευκρίνιση η οποία δέον να σημειωθεί στη σχετική παρ. 3 του άρθρου 5.
4γ. Άρθρο 5 παρ. 4 (Χρόνος τήρησης ΦΑΠ)
Στην παρ. 4 του άρθρου 5 προβλέπεται υποχρέωση τήρησης των ΦΑΠ για τουλάχιστον δέκα (10) χρόνια από το σχηματισμό τους και μάλιστα τούτο ανεξάρτητα από το αν οι σχετικές ζημίες έχουν ή όχι εξοφληθεί.
Επί του σημείου αυτού θα πρέπει να επισημανθεί ότι, λόγω του όγκου των ΦΑΠ, η υποχρέωση τήρησης αυτών για 10 χρόνια συνεπάγεται σοβαρότατη οικονομική επιβάρυνση για τις ασφαλιστικές επιχειρήσεις, οι οποίες θα πρέπει να εξασφαλίσουν με μίσθωση ή αγορά τους κατάλληλους προς τούτο αποθηκευτικούς χώρους.
Κατόπιν τούτου και δεδομένου ότι το περιεχόμενο των ΦΑΠ θα τηρείται πλέον και σε ηλεκτρονική μορφή (κατ’ εφαρμογή της ίδιας υπό διαβούλευση απόφασης), κρίνουμε σκόπιμη τη διατήρηση του φακέλου σε φυσική μορφή (ΦΑΠ) μόνο εφόσον υφίσταται εκκρεμότητα επί της σχετικής υπόθεσης και μέχρι το οριστικό κλείσιμο αυτής.
Εναλλακτικά προτείνουμε τον περιορισμό του χρόνου τήρησης των ΦΑΠ σε πέντε (5) χρόνια από το σχηματισμό τους, με την προϋπόθεση, βέβαια, της μη ύπαρξης εκκρεμότητας επί των σχετικών υποθέσεων και του οριστικού κλεισίματος αυτών.
5. ΑΡΘΡΟ 6 (ΑΡΧΕΙΟ ΦΑΚΕΛΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗΣ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗΣ – ΑΦΑΠ)
Στο άρθρο 6 του σχεδίου απόφασης προβλέπεται η υποχρέωση τήρησης σε ηλεκτρονικό αρχείο (ΑΦΑΠ) όλων των εγγράφων που εμπεριέχονται στο φυσικό Φάκελο Ασφαλιστικής Περίπτωσης (ΦΑΠ). Η υποχρέωση αυτή ισχύει για τουλάχιστον δεκαπέντε (15) χρόνια.
Επ’ αυτού επισημαίνουμε ότι η υποχρέωση τήρησης στοιχείων σε ηλεκτρονική μορφή για 15 χρόνια συνεπάγεται υποχρέωση απασχόλησης προσωπικού για την παρακολούθηση και επιμέλεια τήρησης των στοιχείων αυτών για το ως άνω απαιτούμενο χρονικό διάστημα και τούτο διότι, όπως γνωρίζετε, η ηλεκτρονική αποθήκευση των στοιχείων δε σημαίνει και διατήρησή τους στο διηνεκές.
Κατόπιν τούτων, εκτιμούμε ότι η τήρηση του Αρχείου αυτού για δέκα (10) χρόνια (υπό την προϋπόθεση του οριστικού κλεισίματος των σχετικών ΦΑΠ) μπορεί κάλλιστα να εξυπηρετήσει τους σκοπούς εποπτείας της παρούσας απόφασης, χωρίς να επιβαρύνει υπέρμετρα τις ασφαλιστικές επιχειρήσεις. Προτείνουμε, συνεπώς, να προβλεφθεί η τήρηση του ηλεκτρονικού αυτού Αρχείου για δέκα (10) χρόνια κατά περίπτωση.
6. ΑΡΘΡΟ 7 (Αποδείξεις παράδοσης εγγράφων ή αποδείξεις παραλαβής εγγράφων)
6α. Άρθρο 7 παρ. 1 (Υποχρέωση εταιρειών)
Με τη ρύθμιση του άρθρου 7 παρ. 1 του σχεδίου απόφασης προβλέπεται υποχρέωση χορήγησης από τις Εταιρείες απόδειξης παραλαβής για κάθε εισερχόμενο έγγραφο, καθώς και υποχρέωση τήρησης ειδικού προς το σκοπό αυτό ηλεκτρονικού πρωτοκόλλου.
Η ρύθμιση αυτή, όπως ενδελεχώς αναλύσαμε ανωτέρω στις γενικές παρατηρήσεις μας (παρ. 3 αυτών), θεωρείται ιδιαίτερα αντιοικονομική και γραφειοκρατική, χωρίς σημαντικά οφέλη για τους καταναλωτές.
Για τους λόγους που έχουμε ήδη αναλύσει στις γενικές παρατηρήσεις μας (παρ. 3 αυτών), θεωρούμε άσκοπη την οικονομική επιβάρυνση των Εταιρειών με την τήρηση του ως άνω «σχετικής αξίας» ηλεκτρονικού πρωτοκόλλου παραλαβής εγγράφων και προτείνουμε να προβλεφθεί ρητή υποχρέωση των εταιρειών να χορηγούν απόδειξη παραλαβής εγγράφου, χωρίς την τήρηση συγκεκριμένου πρωτοκόλλου και τύπου και μόνο εφόσον τούτο τους ζητηθεί. Η υποχρέωση δε αυτή να υφίσταται μόνο για τα έγγραφα από την παράδοση των οποίων άρχονται προθεσμίες και γεννώνται δικαιώματα των ζημιωθέντων και ασφαλισμένων, ήτοι μόνο για τη Δήλωση Ατυχήματος και την Αίτηση Αποζημίωσης. Κρίνεται δε σκόπιμο στο περιεχόμενο της απόδειξης να μην εμπεριέχεται η υπογραφή του παραλαβόντος τα έγγραφα υπαλλήλου, δεδομένου ότι το πρόσωπο αυτό ενδέχεται να είναι διαφορετικό από το πρόσωπο που εκδίδει την απόδειξη, ενώ πολλά από τα χρησιμοποιούμενα μέσα για την αποστολή των αποδείξεων, όπως το e-mail, δέον να μην εμπεριέχουν υπογραφές.
Κατ’ ακολουθία τούτων, προτείνουμε να τροποποιηθεί η παρ. 1 του άρθρου 7 ως ακολούθως:
«1. Οι Εταιρείες υποχρεούνται να χορηγούν, εφόσον τους ζητηθεί, απόδειξη παραλαβής της Δήλωσης Ατυχήματος του Ασφαλισμένου ή της Αίτησης Αποζημίωσης του Ζημιωθέντος Προσώπου, από την οποία να προκύπτει το ονοματεπώνυμο, η διεύθυνση κατοικίας του Ασφαλισμένου ή του Ζημιωθέντος Προσώπου ως και τα υπόλοιπα στοιχεία επικοινωνίας των προσώπων αυτών με την Εταιρεία (ενδεικτικά τηλέφωνο, e-mail, fax), το είδος του εγγράφου που παραλείφθηκε, η ημερομηνία παραλαβής του εγγράφου, το ονοματεπώνυμο και η ιδιότητα του παραλαβόντος υπαλλήλου».
6β. Άρθρο 7 παρ. 2 (Υποχρέωση εταιρειών)
Με τη ρύθμιση της παρ. 2 του άρθρου 7 προβλέπεται, για τη διευκόλυνση προφανώς των Ζημιωθέντων Προσώπων και των Ασφαλισμένων, εξομοίωση του εκδοθέντος από την Εταιρεία αποδεικτικού παραλαβής εγγράφου με τα στοιχεία που αναφέρονται στην παράγραφο αυτή, ήτοι τη συστημένη επιστολή, το fax και την έκθεση επίδοσης δικαστικού επιμελητή.
Εκτιμούμε ότι η ως άνω ρύθμιση θα δημιουργήσει σημαντικά προβλήματα στις σχέσεις εταιρειών και καταναλωτών, δεδομένου ότι τα μέσα απόδειξης που αναγνωρίζει, με εξαίρεση την έκθεση επίδοσης δικαστικού επιμελητή (η αποδεικτική αξία της οποίας εννοείται), έχουν περιορισμένη αποδεικτική αξία σε περίπτωση αμφισβήτησης, ιδίως όσον αφορά το είδος του εγγράφου που παραλήφθηκε, ως και την τελική παραλαβή του.
Εξάλλου, όπως ήδη αναφέρθηκε ανωτέρω υπό στοιχ. 5α, θεωρούμε μη σκόπιμη τη διαμόρφωση διαδικασίας χορήγησης απόδειξης παραλαβής από τις Εταιρείες για κάθε εισερχόμενο έγγραφο. Απόδειξη θα πρέπει να χορηγείται από τις Εταιρείες μόνο για τα συγκεκριμένα έγγραφα που αναφέρονται στην προηγούμενη παρατήρησή μας (παρ. 5α) και μόνο εφόσον τούτο ζητηθεί, είναι δε σκόπιμο λόγω της σημαντικότητας των εγγράφων αυτών και για τα δύο μέρη, η χορηγούμενη απόδειξη να έχει μη αμφισβητήσιμη αποδεικτική αξία.
Κατόπιν τούτου εκτιμούμε ότι η ως άνω παρ. 2 του άρθρου 7 θα πρέπει να διαγραφεί στο σύνολό της.
7. ΑΡΘΡΟ 8 (Αρχείο Τελεσίδικων Αποφάσεων)
Όπως ήδη αναλύθηκε ανωτέρω (Γενικές Παρατηρήσεις, παρ. 2 και Επιμέρους Παρατήρηση υπό στοιχείο 2α), εκτιμούμε ότι οι Εταιρείες δεν πρέπει να τηρούν ξεχωριστό ηλεκτρονικό Αρχείο Τελεσίδικων Αποφάσεων, αφού όλα τα στοιχεία που απαιτούνται για το Αρχείο αυτό τηρούνται ήδη στο ηλεκτρονικό Αρχείο Φακέλων Ασφαλιστικών Περιπτώσεων (ΑΦΑΠ).
Κατόπιν τούτων προτείνουμε τη διαγραφή του άρθρου 8 του σχεδίου απόφασης στο σύνολό του.
Όλως επικουρικώς και σε περίπτωση διατήρησης της υποχρέωσης τήρησης του Αρχείου αυτού θεωρούμε ευνόητο ότι το Αρχείο αυτό θα αφορά μόνο τις τελεσίδικες αποφάσεις των Δικαστηρίων που αποφαίνονται σε β΄ βαθμό και όχι τις τυχόν πρωτόδικες αποφάσεις, οι οποίες καθίστανται τελεσίδικες σε βάθος χρόνου λόγω της μη προσβολής τους με την άσκηση ένδικων μέσων (βλ. ανωτέρω παρατήρηση υπό στοιχείο 3α περ. iii).
Επιπλέον, σε περίπτωση διατήρησης του ηλεκτρονικού αυτού Αρχείου προτείνουμε να γίνεται σ’ αυτό απλή καταγραφή των απαιτούμενων στοιχείων (παρ. i του άρθρου 8) και να μην προβαίνουν οι Εταιρείες εκ νέου σε σάρωση των αποφάσεων, αφού τούτες εμπεριέχονται ήδη στον ΑΦΑΠ. Ως εκ τούτου, επικουρικά προτείνεται η διαγραφή της παρ. ii άρθρου 8.
Σε κάθε δε περίπτωση οι Εταιρείες δε θα πρέπει να υποχρεωθούν στη σάρωση επικυρωμένων αντιγράφων αποφάσεων, δεδομένου ότι η επικύρωση συνεπάγεται πρόσθετο κόστος και επιπλέον του αναγκαίου χρόνο παρακολούθησης των ζημιών και τούτο χωρίς καμία προφανή σκοπιμότητα. Στο σημείο αυτό αξίζει να επισημανθεί ότι οι Εταιρείες αποζημιώνουν με την προσκόμιση σχεδίου δικαστικής απόφασης, αφού γνωρίζουν ότι η καθαρογραφή απαιτεί χρονικό διάστημα που μπορεί να φτάσει μέχρι και τα δύο χρόνια.
8. ΑΡΘΡΟ 9 (Αρχείο Στατιστικών Στοιχείων)
Όπως ήδη αναλύθηκε ανωτέρω (Γενικές Παρατηρήσεις, παρ. 2 και Επιμέρους Παρατήρηση υπό στοιχείο 2α), πιστεύουμε ότι οι Εταιρείες δε θα πρέπει να επιβαρυνθούν οικονομικά και λειτουργικά με την τήρηση Αρχείου Στατιστικών Στοιχείων.
Εκτιμούμε ότι όλα τα στοιχεία του αρχείου αυτού τηρούνται σε ηλεκτρονική μορφή στον ΑΦΑΠ, από τον οποίο μπορεί η ΕΠΕΙΑ να τα αναζητήσει και να προχωρήσει σε επεξεργασία στατιστικών στοιχείων. Κατόπιν τούτων προτείνουμε τη διαγραφή του άρθρου 9 του σχεδίου απόφασης στο σύνολό του.
9. ΑΡΘΡΟ 10 (Υποβολή στοιχείων στην ΕΠΕΙΑ)
Κατ’ ακολουθία της προηγούμενης υπ’ αριθμ. 7 παρατήρησής μας, προτείνουμε τη διαγραφή της παρ. 1 του άρθρου 10, η οποία προβλέπει την αποστολή Στατιστικών Στοιχείων από τις Εταιρείες μας προς την ΕΠΕΙΑ.
Όσον αφορά την εν γένει υποχρέωση των Εταιρειών για αποστολή στην ΕΠΕΙΑ του συνόλου του περιεχομένου των υπό σύσταση Αρχείων, επισημαίνουμε τις επιφυλάξεις μας, όπως αυτές διατυπώθηκαν στις Γενικές Παρατηρήσεις (παρ. 6) του παρόντος, και καλούμε την εποπτική αρχή όπως παράσχει στις Εταιρείες τις σχετικές διευκρινίσεις και κατευθυντήριες γραμμές.
10. ΑΡΘΡΟ 11, παρ. 1 και 2 (Αρχές που διέπουν τη διαδικασία διακανονισμού)
Στο άρθρο 11 του σχεδίου απόφασης καθορίζονται οι Αρχές που διέπουν το διακανονισμό. Μεταξύ των Αρχών αυτών προβλέπεται ρητά ότι οι Εταιρείες αξιολογούν τις υποχρεώσεις τους, ανεξάρτητα από την ύπαρξη, την απουσία ή το περιεχόμενο της δήλωσης του Ασφαλισμένου.
Η ρύθμιση αυτή θεωρούμε ότι οδηγεί σε έμμεση απαξίωση της Δήλωσης Ατυχήματος από τον Ασφαλισμένο και ως εκ τούτου έρχεται σε πλήρη αντίθεση με την ισχύουσα ασφαλιστική νομοθεσία και τις βασικές αρχές της Ιδιωτικής Ασφάλισης που προβλέπουν ρητά υποχρέωση του Ασφαλισμένου να δηλώνει αμέσως την επέλευση της ασφαλιστικής περίπτωσης.
Πέραν αυτού, δεν πρέπει να λησμονείται η ιδιαίτερη σημασία και αξία της Δήλωσης αυτής, ιδίως στις περιπτώσεις όπου το ατύχημα και οι συνθήκες επέλευσης αυτού δεν πιστοποιούνται από τις αρμόδιες αστυνομικές αρχές.
Επιπρόσθετα, θεωρούμε ως μη σκόπιμη την εν γένει θέσπιση αρχών που μπορούν να προκαλέσουν σύγχυση και παρερμηνείες σχετικά με την αποδεικτική αξία των επιμέρους στοιχείων των ΦΑΠ.
Λαμβάνοντας υπόψη τα ανωτέρω, ως και αυτά που αναλύθηκαν στις γενικές παρατηρήσεις μας για την ανάγκη υιοθέτησης ρυθμίσεων σχετικά με την καταπολέμηση της ασφαλιστικής απάτης, προτείνουμε αφενός όπως οι παρ. 1 και 2 του άρθρου 11 επαναδιατυπωθούν και αφετέρου όπως προστεθούν δύο (2) νέες παράγραφοι ως ακολούθως:
«Άρθρο 11
Αρχές που διέπουν τη διαδικασία διακανονισμού
1. Οι Εταιρείες αξιολογούν συνολικά τις υποχρεώσεις τους, όπως αυτές πηγάζουν ιδίως από την παρ. 1 του άρ. 10 του π.δ. 237/86, με βάση τα κατά το άρ. 5 της παρούσας στοιχεία. Ανεξάρτητα από την ύπαρξη, την απουσία ή το περιεχόμενο της δήλωσης του Ασφαλισμένου.
2. Οι Εταιρείες συνεκτιμούν κατά την αποτίμηση της ζημίας, τα αντίγραφα των τιμολογίων και αποδείξεων παροχής υπηρεσιών, τα αντίγραφα των Εκτιμήσεων του άρθρου 5 στοιχείο γ της παρούσας απόφασης που υποβάλλουν τα Ζημιωθέντα Πρόσωπα, καθώς και τις Πραγματογνωμοσύνες του άρθρου 5 στοιχείο β της παρούσας απόφασης.
3. Το Ζημιωθέν Πρόσωπο έχει την υποχρέωση να κοινοποιεί εγγράφως στις Εταιρείες την πλήρη διεύθυνση κατοικίας του ως και τα λοιπά στοιχεία επικοινωνίας του με αυτή (ενδεικτικά τηλέφωνο, e-mail, fax), προκειμένου οι Εταιρείες να του αποστέλλουν την κατ’ άρθρο 6 παρ. 6 του π.δ. 237/1986 έγγραφη Προσφορά ή Απάντησή τους ως και κάθε άλλο έγγραφο.
4. Το Ζημιωθέν Πρόσωπο υποχρεούται να δηλώσει εγγράφως στις Εταιρείες τον τόπο όπου βρίσκεται το ζημιωθέν όχημά του, προκειμένου να διενεργηθεί η αναφερόμενη στο άρθρο 13 της παρούσας Πραγματογνωμοσύνη επί Υλικών Ζημιών».
11. ΑΡΘΡΟ 12 (Δήλωση ατυχήματος και Αίτηση αποζημίωσης)
11α. Άρθρο 12, παρ. 2 (Δήλωση ατυχήματος)
Κατ’ αναλογία του άρθρου 9 παρ. 1 του Π.Δ. 237/86 προτείνεται να προστεθεί στην παρ. 2 του άρθρου 12 του σχεδίου απόφασης η λέξη οκτώ (8) εργάσιμων ημερών για την υποβολή της Δήλωσης Ατυχήματος.
Περαιτέρω, κρίνεται σκόπιμο το ελάχιστο περιεχόμενο της Αίτησης Αποζημίωσης να μην περιορίζεται στην απλή γνωστοποίηση της ασφαλιστικής περίπτωσης. Συγκεκριμένα, προτείνεται όπως η παρ. 2 του άρθρου 12 του σχεδίου απόφασης επαναδιατυπωθεί ως ακολούθως:
«2. Αν εντός οκτώ (8) εργάσιμων ημερών από την επέλευση του τροχαίου ατυχήματος δεν υποβληθεί η Δήλωση Ατυχήματος της παρ. 1 του παρόντος άρθρου, εξομοιώνεται προς αυτήν ως προς τις υποχρεώσεις των Εταιρειών που περιγράφονται στην κείμενη νομοθεσία η Αίτηση Αποζημίωσης του άρ. 6 παρ. 6 Π.Δ. 237/86 από τα Ζημιωθέντα Πρόσωπα προς τις Εταιρείες, με την οποία τους γνωστοποιείται η επέλευση της κατά την παρ. 1 ασφαλιστικής περίπτωσης, τα εμπλεκόμενα στο ατύχημα οχήματα, ο τόπος και ο χρόνος του ατυχήματος, σύντομη περιγραφή αυτού, η τυχόν επιληφθείσα Αρχή, τα πλήρη στοιχεία επικοινωνίας του με την Εταιρεία (διεύθυνση κατοικίας, τηλέφωνο, φαξ, e-mail), καθώς και ο τόπος όπου βρίσκεται το ζημιωθέν όχημά ή τα λοιπά ζημιωθέντα πράγματα προσφερόμενα για τη διενέργεια της αναφερόμενης στο άρθρο 13 της παρούσας Πραγματογνωμοσύνης επί Υλικών Ζημιών. Σε περίπτωση σωματικών βλαβών, θα πρέπει να σημειώνεται ο τόπος όπου νοσηλεύονται ή βρίσκονται οι τραυματισθέντες».
11β. Άρθρο 12, παρ. 4 (Παραλαβή δηλώσεων ατυχήματος και αιτήσεων αποζημιώσεων)
Με τη διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 14 επιχειρείται η ρύθμιση του τρόπου υποβολής των Δηλώσεων Ατυχήματος και των Αιτήσεων Αποζημίωσης από τους Ασφαλισμένους και Ζημιωθέντες, ως και της αντίστοιχης παραλαβής τους από τις Εταιρείες.
Όσον αφορά το ζήτημα της παραλαβής των εγγράφων αυτών, κρίνεται σκόπιμο όπως στην παρ. 4 του άρθρου 12 προβλεφθεί δυνατότητα παραλαβής των Δηλώσεων Ατυχήματος και των Αιτήσεων Αποζημιώσεων από όλα τα φυσικά και νομικά πρόσωπα που έχουν εξουσιοδοτηθεί για το σκοπό αυτό από τις Εταιρείες. Στο σημείο αυτό θα πρέπει ιδιαίτερα να επισημανθεί η υφιστάμενη πρακτική των Εταιρειών να εξουσιοδοτούν τις Εταιρείες/Υπηρεσίες Φροντίδας Ατυχήματος, προκειμένου αυτές να παραλαμβάνουν τις Δηλώσεις Ατυχήματος των Ασφαλισμένων τους.
Περαιτέρω, όσον αφορά το ειδικότερο ζήτημα της έκδοσης απόδειξης για την παραλαβή των ανωτέρω εγγράφων, το οποίο επίσης ρυθμίζει η ως άνω διάταξη, εκτιμούμε ότι δεδομένης της σημασίας που έχει η παραλαβή των εγγράφων αυτών και για τις Εταιρείες, δέον να προβλεφθεί ότι απόδειξη παραλαβής χορηγούν οι Εταιρείες ως και τα ρητά εξουσιοδοτηθέντα από τις Εταιρείες ειδικά για το σκοπό αυτό πρόσωπα.
Προτείνουμε, επίσης, ο χρόνος διαβίβασης των Δηλώσεων και Αιτήσεων από τους εξουσιοδοτηθέντες στις Εταιρείες να επιμηκυνθεί σε δύο (2) εργάσιμες ημέρες από τις 24 ώρες που προβλέπει η παρ. 4 του άρθρου 12 του σχεδίου απόφασης.
Κατόπιν τούτων προτείνεται όπως η παρ. 4 του άρθρου 12 του σχεδίου απόφασης να επαναδιατυπωθεί ως ακολούθως:
«4. Οι Δηλώσεις Ατυχήματος και οι Αιτήσεις Αποζημίωσης των παρ. 1, 2 του παρόντος άρθρου υποβάλλονται είτε αυτοπροσώπως στα γραφεία των Εταιρειών είτε με αποστολή τηλεομοιοτυπίας είτε με συστημένη επιστολή, εφόσον βεβαιώνεται το γνήσιο της υπογραφής κατά τις διατάξεις του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας, είτε κατατίθενται ενώπιον των οριζομένων από τις Εταιρείες κατά τα αναφερόμενα στο άρθρο 16 της παρούσας φυσικά ή νομικά πρόσωπα που κατέχουν σχετική εξουσιοδότηση από τις Εταιρείες για την παραλαβή τους. Τα εξουσιοδοτημένα από τις Εταιρείες για την παραλαβή των ανωτέρω εγγράφων πρόσωπα αποστέλλουν τις παραληφθείσες Δηλώσεις Ατυχήματος και Αιτήσεις Αποζημίωσης προς τις Εταιρείες εντός δύο (2) εργάσιμων ημερών από την παραλαβή τους. Απόδειξη παραλαβής των Δηλώσεων Ατυχήματος και των Αιτήσεων Αποζημίωσης χορηγείται κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 7 της παρούσας από τις Εταιρείες και τα φυσικά ή νομικά πρόσωπα που κατέχουν ειδική για το σκοπό αυτό εξουσιοδότηση από αυτές».
12. ΑΡΘΡΟ 13 (Χρόνος διενέργειας πραγματογνωμοσύνης)
Στο άρθρο 13 του σχεδίου απόφασης προβλέπεται ο χρόνος διενέργειας από τις Εταιρείες της Πραγματογνωμοσύνης Επί Υλικών Ζημιών για ατυχήματα εντός και εκτός Ελλάδος.
Αναφορικά με τη ρύθμιση αυτή θα πρέπει να σημειωθούν τα ακόλουθα:
i. H ολοκλήρωση της πραγματογνωμοσύνης στις περιπτώσεις που λαμβάνει χώρα εντός προθεσμίας 10 ημερών, όπως προβλέπεται, είναι πολλές φορές ανέφικτη. Ως εκ τούτου, προτείνεται η επιμήκυνση της προθεσμίας αυτής σε 15 ημέρες τουλάχιστον.
ii. Όσον αφορά δε τα ατυχήματα που λαμβάνουν χώρα στο εξωτερικό, δέον να επισημανθεί ότι στις περιπτώσεις αυτές, και ειδικά όπου εφαρμόζεται το Σύστημα των Πράσινων Καρτών, η όλη διαδικασία επαφίεται στο αλλοδαπό γραφείο διεθνούς ασφάλισης. Ως εκ τούτου, προτείνεται να διαγραφεί η σχετική για τις πραγματογνωμοσύνες στο εξωτερικό ρύθμιση.
iii. Θα πρέπει, επίσης, να προβλεφθεί ειδική εξαίρεση για τις μικρές ζημίες μέχρι ύψους 300 ευρώ, για τις οποίες σύμφωνα με το Σύστημα Άμεσης Πληρωμής (ΣΑΠ) δεν απαιτείται η διενέργεια πραγματογνωμοσύνης.
iv. Η προθεσμία διενέργειας της πραγματογνωμοσύνης θα πρέπει να άρχεται από την ημερομηνία που κατατίθεται στις Εταιρείες είτε η Δήλωση είτε η Αίτηση Αποζημίωσης του άρ. 12 της παρούσας, υπό την προϋπόθεση του εντοπισμού του οχήματος στον τόπο που έχει εγγράφως δηλωθεί εκ μέρους του ζημιωθέντος ότι θα βρίσκεται το όχημα για τη διενέργεια της πραγματογνωμοσύνης.
v. Θα πρέπει, επίσης, να σημειωθεί ότι πέραν των μικρών ζημιών του φιλικού διακανονισμού υπάρχουν και άλλες περιπτώσεις, όπως οι περιπτώσεις συμφωνίας ζημιωθέντος και εταιρείας για τις υλικές ζημιές, στις οποίες δεν απαιτείται πραγματογνωμοσύνη.
Θεωρούμε, τέλος, επιβεβλημένο να προστεθεί στο άρθρο αυτό νέα παράγραφος, η οποία να προβλέπει τις ενέργειες στις οποίες θα πρέπει να προβεί η Εταιρεία σε περίπτωση που ο ζημιωθείς δεν επιτρέπει τη διενέργεια πραγματογνωμοσύνης, ως και τις κυρώσεις που θα έχει ο ζημιωθείς στην περίπτωση αυτή (π.χ., μη καταβολή αποζημίωσης σε περίπτωση που ο ζημιωθείς αρνείται τη διενέργεια πραγματογνωμοσύνης επί του οχήματός του κ.λπ.).
Στο σημείο αυτό θα πρέπει εκ νέου να τονίσουμε ότι θεωρούμε χρέος της ΕΠΕΙΑ να συνδράμει τις ασφαλιστικές επιχειρήσεις στην προσπάθεια καταπολέμησης του φαινομένου της ασφαλιστικής απάτης.
13. ΑΡΘΡΟ 14 (Προσφορά και Διακανονισμός τροχαίου ατυχήματος)
13α. Άρθρο 14 παρ. 2 (Χρόνος Αυτούσιας Αποκατάστασης)
Δεδομένου ότι ο χρόνος της αυτούσιας αποκατάστασης μπορεί να εξαρτάται από διάφορες παραμέτρους, εκτιμούμε ότι η παρ. 2 του άρθρου 14 πρέπει να τροποποιηθεί ως ακολούθως:
«2. Ο χρόνος πληρωμής που αναφέρει η προσφορά αποζημίωσης δεν επιτρέπεται να υπερβαίνει τις δέκα εργάσιμες ημέρες από την ημερομηνία αποστολής της Προσφοράς. Στις περιπτώσεις αυτούσιας αποκατάστασης της ζημίας ο χρόνος παράδοσης του επισκευασθέντος οχήματος θα είναι ο συμφωνηθείς μεταξύ του επισκευαστή και του δικαιούχου αποζημίωσης, ο οποίος θα είναι ανάλογος του ύψους των ζημιών του ζημιωθέντος οχήματος και των τυχόν ελλείψεων σε βλαβέντα ανταλλακτικά του ανωτέρω οχήματος».
13β. Άρθρο 14, παρ. 3 (Προσκόμιση Πρωτότυπων Τιμολογίων)
Προς αποφυγή τυχόν παρερμηνειών η παρ. 3 του άρθρου 14 θα πρέπει να τροποποιηθεί ως εξής:
«3. Κατά την εξόφληση τα Ζημιωθέντα Πρόσωπα υποχρεούνται να παραδώσουν στις Εταιρείες τα πρωτότυπα τιμολόγια και τις αποδείξεις υπηρεσιών κάθε αποζημιωνόμενης ζημίας ή δαπάνης, με εξαίρεση τις περιπτώσεις που ορίζει διαφορετικά ο νόμος».
13γ. Προς αποφυγή παρερμηνειών και σύγχυσης κρίνεται σκόπιμο όπως στο άνω άρθρο αυτό προστεθεί επιπλέον διάταξη, με την οποία να προβλέπεται ότι η έγγραφη προσφορά δεν είναι αναγκαία σε περίπτωση που εντός της προθεσμίας υποβολής της εξοφλείται η ζημία.
14. ΑΡΘΡΟ 15 (Πληροφόρηση Ασφαλισμένου)
14α. Άρθρο 15, παρ. 1
Για λόγους περιορισμού του κόστους επιβάρυνσης των εταιρειών προτείνουμε η υπό διαβούλευση απόφαση να μην επισυνάπτεται στο συμβόλαιο, αλλά αντίθετα να μνημονεύεται σ’ αυτό υιοθετώντας την πρακτική της αναφοράς της Υπ. Απόφασης Κ4 – 585/78 «Περί καθορισμού των γενικών όρων του ασφαλιστηρίου, του καλύπτοντος την εξ ατυχημάτων αυτοκινήτων αστικήν ευθύνην».
Επίσης προτείνεται η διαγραφή του στοιχείου α’ της παρ. 1 δεδομένου ότι με την υπό εξέταση απόφαση της ΕΠΕΙΑ, εκδιδόμενη κατ’ εξουσιοδότηση του άρθρου 6 παρ. 2 του Ν. 3557/2007, ρυθμίζονται θέματα κλάδου ασφάλισης αστικής ευθύνης από την κυκλοφορία αυτοκινήτων και όχι προαιρετικών κινδύνων.
Όσον αφορά το στοιχείο β’ παρ. 1 άρθρου 15, παρατηρούμε ότι πρέπει να συμπληρωθεί με την υποχρέωση παράδοσης εκ μέρους της εταιρείας και του Εντύπου Φιλικής Δήλωσης Ατυχήματος.
Η υποχρεωτική χρήση του υποδείγματος αυτού για τη δήλωση ατυχήματος, επιβαλλόμενη με πράξη της ΕΠΕΙΑ, θα διευκόλυνε σημαντικά την εργασία των ασφαλιστικών εταιρειών κατά τη διαδικασία διακανονισμού της ζημίας.
Δεδομένων των ανωτέρω παρατηρήσεων, προτείνουμε επαναδιατύπωση της παρ. 1 άρθρου 15 με διαγραφή του στοιχείου α) και επαναδιατύπωση των στοιχείων β) και γ) αυτής.
14β. Άρθρο 15 παρ. 2
Για λόγους περιορισμού του κόστους επιβάρυνσης των εταιρειών, προτείνουμε να τροποποιηθεί η παρ. 2 του άρθρου 15 του σχεδίου και να προβλεφθεί υποχρέωση των εταιρειών να αποστέλουν στην ΕΠΕΙΑ αναλυτικό κατάλογο με τις διευθύνσεις, τα πρόσωπα και τους τόπους αυτοπρόσωπης υποβολής των Δηλώσεων του άρθρου 12 της παρούσας απόφασης, καθώς και ανάρτηση του καταλόγου αυτού στην ηλεκτρονική διεύθυνση της εταιρείας.
15. ΑΡΘΡΟ 16, παρ. 2 (Πρόσθετες Υποχρεώσεις)
Με τη διάταξη του άρθρου 16 παρ. 2 προβλέπεται δικαίωμα του Ασφαλισμένου και του Ζημιωθέντος Προσώπου να παραλαμβάνουν αντίγραφο του σχηματισθέντος Φακέλου Ασφαλιστικής Περίπτωσης.
Εκ προοιμίου, δέον να επισημανθεί ότι το ζήτημα που επεξεργάζεται η ως άνω διάταξη ρυθμίζεται ήδη ενδελεχώς από την ισχύουσα νομοθεσία, μας και κυρίως από το Ν. 2472/1997 για την προστασία του ατόμου από την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, ως και άλλες νομοθετικές διατάξεις που συρρέουν παράλληλα και επεξεργάζονται ειδικότερα θέματα, όπως αυτό του δικηγορικού απορρήτου.
Κρίνεται, επίσης, σκόπιμο να σημειωθεί ότι λόγω της πολυπλοκότητας του ως άνω θέματος πλούσια είναι και η σχετική νομολογία, η οποία σημειωτέον εξελίσσεται και δεν έχει ακόμα παγιωθεί.
Κατ’ ακολουθία τούτων εκτιμούμε ότι η θέσπιση μιας γενικής και ασαφούς ρύθμισης για το σοβαρό αυτό ζήτημα, όπως είναι αυτή που προβλέπεται στο σχέδιο απόφασης, όχι μόνο δεν εξυπηρετεί, αλλά ενδέχεται να προκαλέσει σημαντικά προβλήματα τόσο στις σχέσεις των Εταιρειών με τους Ασφαλισμένους και τους Ζημιωθέντες όσο και στην εν γένει συμμόρφωση των Εταιρειών με την ήδη υφιστάμενη για το ζήτημα αυτό νομοθεσία.
Συμπερασματικά, λαμβάνοντας υπόψη το γεγονός ότι υφίσταται ήδη υποχρέωση των Εταιρειών να συμμορφώνονται με την ισχύουσα για το ζήτημα αυτό νομοθεσία, κρίνουμε σκόπιμο όπως η παρ. 2 του άρθρου 16 του σχεδίου απόφασης διαγραφεί πλήρως.
Σε διαφορετική περίπτωση κρίνεται απαραίτητο όπως η ως άνω διάταξη επαναδιατυπωθεί, λαμβάνοντας υπόψη τις ως άνω παραμέτρους και κυρίως το γεγονός ότι οι Εταιρείες δε δύνανται να παραδίδουν στους ζημιωθέντες το σύνολο του περιεχομένου των ΦΑΠ αδιακρίτως, ήτοι χωρίς να λαμβάνουν υπόψη το τυχόν απόρρητο ορισμένων εγγράφων (π.χ., εμπιστευτικά έγγραφα που θα χρησιμοποιηθούν για την υπεράσπιση του ασφαλισμένου ενώπιον ποινικών δικαστηρίων, προσωπικά δεδομένα τρίτων προσώπων, έρευνες για τη διαπίστωση απάτης κ.λπ.).
16. ΑΡΘΡΟ 18 (Μεταβατικές Διατάξεις)
Αναφορικά με το ζήτημα των Μεταβατικών Διατάξεων σας παραπέμπουμε στα όσα αναλυτικά έχουμε εκθέσει στις Γενικές μας Παρατηρήσεις (στοιχ. 1).