Σε συνέχεια του χθεσινού μου άρθρου, παραθέτω κάποιες ακόμα σκέψεις-παρατηρήσεις επί του σχεδίου του Κώδικα Δεοντολογίας των Διαμεσολαβητών, με την ελπίδα να φανούν χρήσιμες σε όσους ενδιαφέρονται.
Άρθρο 5, παράγραφος 9 του σχεδίου. Στο άρθρο αναφέρεται ότι: «Οποιαδήποτε αλλαγή είτε επιμέρους κάλυψης, είτε ασφαλιστικού προγράμματος της ίδιας ασφαλιστικής επιχείρησης, είτε αλλαγής της ασφαλιστικής εταιρείας, προϋποθέτει τη γραπτή συναίνεση του πελάτη προς το σκοπό αυτόν, που δίδεται με υπεύθυνη δήλωση. Το πρωτότυπο αυτής τηρεί ο ασφαλιστικός διαμεσολαβητής…».
Συμφωνώ ως προς τη συναίνεση, αλλά η «υπεύθυνη δήλωση» ακούγεται τραβηγμένη. Το υπό διαβούλευση σχέδιο του Κώδικα Δεοντολογίας των Διαμεσολαβητών όμως, έχει πεδίο εφαρμογής αποκλειστικά τους Διαμεσολαβητές που δραστηριοποιούνται στην Ελλάδα, ανεξάρτητα από χώρα καταγωγής ή εγκατάστασης και όχι τα ευρύτερα κανάλια πρόσκτησης εργασιών των ασφαλιστικών εταιρειών. Συνεπώς, οι απευθείας πωλήσεις (direct) των ασφαλιστικών εταιρειών δεν εμπίπτουν στον Κώδικα αυτόν.
Παράλληλα όμως, στο δεύτερο υπό διαβούλευση σχέδιο με τίτλο «Ρύθμιση θεμάτων διοικητικής και λογιστικής οργάνωσης των ασφαλιστικών επιχειρήσεων, ιδία δε αναφορικά με την εμπορική πολιτική, την πρόσκτηση εργασιών και τα συναφή με αυτήν δίκτυα, καθώς και την παρακολούθηση της παραγωγής, της είσπραξης ασφαλίστρων και της απόδοσης προμηθειών και συναφείς κανόνες Δεοντολογίας», υπάρχει σαφέστατα στο άρθρο 4 παρ. 1,ii η υποχρέωση της κάθε εταιρείας να περιλαμβάνει στην Εμπορική της Πολιτική (κατ΄ελάχιστο) «β) τον βαθμό και την ένταση με την οποία η Εταιρεία σκοπεί να αποκτά εργασίες μέσω απευθείας πωλήσεων».
Ενώ λοιπόν αναφέρεται στο σχέδιο η δυνατότητα των απευθείας πωλήσεων από τις Εταιρείες, δεν περιλαμβάνεται στους «Κανόνες Προσυμβατικής Ενημέρωσης» (άρθρο 9) ή στους «Λοιπούς Κανόνες Δεοντολογίας» (άρθρο 10), οποιαδήποτε υποχρέωσή τους, αντίστοιχη με αυτήν των Διαμεσολαβητών.
Αλήθεια ποια είναι η διαφορά στην πράξη; Όταν υπάρχει «οποιαδήποτε αλλαγή είτε επιμέρους κάλυψης είτε ασφαλιστικού προγράμματος της ίδιας εταιρείας», όπως αναφέρει η παράγραφος 9 του άρθρου 5 του Κώδικα Δεοντολογίας, γιατί απαιτείται «γραπτή συναίνεση του πελάτη προς το σκοπό αυτό, που δίδεται με υπεύθυνη δήλωση» όταν ο Πελάτης είναι μέσω Διαμεσολαβητή και δεν απαιτείται όταν ο Πελάτης είναι απευθείας σε Εταιρεία;
Και με την ευρύτερη ακόμα θεώρηση, όταν το σχέδιο του Κώδικα Δεοντολογίας αναφέρει «…… είτε αλλαγής της ασφαλιστικής εταιρείας….», γιατί, όταν ένας Ασφαλιστικός Διαμεσολαβητής προσεγγίζει έναν υποψήφιο πελάτη για να τον ασφαλίσει σε άλλη εταιρεία, από αυτήν που είναι ήδη ασφαλισμένος, η πράξη αυτή «…προϋποθέτει τη γραπτή συναίνεση του πελάτη προς το σκοπό αυτό, που δίδεται με υπεύθυνη δήλωση…», ενώ όταν μια ασφαλιστική εταιρεία προσεγγίζει απευθείας (πιθανώς τον ίδιο υποψήφιο πελάτη) για να τον ασφαλίσει δεν απαιτείται οποιαδήποτε συναίνεση; Τυχόν ερμηνεία ότι ο απευθείας πελάτης θα υπογράψει ή θα αποστείλει ηλεκτρονικά αίτηση ασφάλισης ή θα αποδεχθεί ενυπογράφως προσφορά της εταιρείας, δεν είναι αποδεκτή γιατί και μέσω του Ασφαλιστικού Διαμεσολαβητή θα υπάρχει υπογεγραμμένη αίτηση ασφάλισης ή αποδοχή προσφοράς.
Διευκρινίζω ότι ο υπό διαβούλευση Κώδικας Δεοντολογίας δεν περιλαμβάνει μόνο τους υφιστάμενους Πελάτες, αλλά και τους υποψήφιους Πελάτες, γιατί στο άρθρο 3 «Ορισμοί» στην παράγραφο 11 αναφέρεται ρητά: «Ως πελάτης νοείται ο λήπτης της ασφάλισης……. ως και οιοδήποτε πρόσωπο γίνεται αποδέκτης της καθ’ οποιονδήποτε τρόπο προώθησης ασφαλιστικών προϊόντων».
Πιστεύω ότι για τις απευθείας πωλήσεις (που έχουν φυσικά δικαίωμα να αναπτύσσουν οι Ασφαλιστικές Εταιρείες) πρέπει να ισχύουν ακριβώς οι ίδιες υποχρεώσεις που προβλέπονται και για τους Ασφαλιστικούς Διαμεσολαβητές. Δεν είναι δύσκολο, πολιτική βούληση χρειάζεται, ώστε στο άρθρο 1 «Πεδίο Εφαρμογής» του Κώδικα Δεοντολογίας να προστεθεί και η φράση ότι:
«Τα προβλεπόμενα στο Κεφάλαιο ΙΙ περί Κανόνων Συμπεριφοράς αφορούν κατ΄αντιστοιχία και στις Ασφαλιστικές Εταιρείες για τις απευθείας πωλήσεις που πραγματοποιούν». Δεν είμαι νομικός, ας διατυπωθεί σωστότερα και πληρέστερα.
Τέλος, θέλω να τονίσω ότι το παράδειγμα της «αλλαγής κάλυψης, προγράμματος ή ασφαλιστικής εταιρείας» στο οποίο αναφέρθηκα λεπτομερώς (και σας κούρασα) είναι ενδεικτικό και μόνο, γιατί υπάρχουν και άλλες αντίστοιχες διαφορές. Π.χ. στο άρθρο 5 παράγραφος 6 του Κώδικα Δεοντολογίας αναφέρεται: «Ο ασφαλιστικός διαμεσολαβητής δεν προτρέπει τον πελάτη στην εξαγορά ή την καταγγελία ασφαλιστικής σύμβασης για λόγους που δε συναρτώνται με τα συμφέροντα και τις ανάγκες του πελάτη». Συμφωνώ απολύτως. Προβλέπεται κάτι αντίστοιχο και για τις ασφαλιστικές εταιρείες; Εκτός, αν έπεται (και δεν το γνωρίζουμε) ιδιαίτερος Κώδικας Δεοντολογίας για τις απευθείας πωλήσεις. Αν ναι, καλό θα ήταν να συζητηθούν και να ισχύσουν όλοι μαζί και όχι σε πρωθύστερα διαστήματα.
Αύριο (αν αντέξω) το τρίτο και τελευταίο μέρος των παρατηρήσεών μου.
– Επισταμένη κι’ αμερόληπτη επισκόπηση. Εύγε!