Την πορεία προς την τραπεζική ένωση με ανάλυση των βημάτων που αποφασίστηκαν σε κοινοτικό επίπεδο συγκεντρώνει και αναλύει η Πειραιώς σε μελέτη της. Αναλύει και συνοψίζει 2 γεγονότα. Το προσχέδιο οδηγίας για το θεσμικό πλαίσιο αναδιάρθρωσης και εξυγίανσης των τραπεζών και την καταρχήν συμφωνία για το θεσμικό πλαίσιο της λειτουργίας εργαλείου βάσει του οποίου ο Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Σταθερότητας θα έχει τη δυνατότητα, να ανακεφαλαιοποιεί, υπό προϋποθέσεις, απευθείας τις τράπεζες στη ζώνη του Ευρώ.
Η Πειραιώς στη μελέτη της σημειώνει ότι «παρά το ότι αναγνωρίζουμε πλήρως το γεγονός ότι η προσπάθεια για τραπεζική ενοποίηση βρίσκεται σε εξαιρετικά πρώιμο στάδιο, θα πρέπει να παρατηρήσουμε τα εξής: Το κόστος της διάσωσης αναλαμβάνεται καταρχήν από τις ίδιες τις τράπεζες και τους συντελεστές τους και μετά από τα εθνικά ταμεία διάσωσης και τον κρατικό προϋπολογισμό πράγμα που μπορεί να επηρεάσει σημαντικά το μοντέλο λειτουργίας τους καθώς και το κόστος των προσφερόμενων προϊόντων και υπηρεσιών.
Με το νέο θεσμικό πλαίσιο δεν δημιουργείται άμεσα ενιαίο ταμείο διάσωσης για όλα τα κράτη μέλη με κοινή χρηματοδότηση, αλλά προωθείται η εναρμόνιση των εθνικών καθεστώτων και η δυνατότητα αλληλοϋποστήριξης των εθνικών ταμείων.
Τα 60 δισ. € με τα οποία εφοδιάζεται καταρχήν το εργαλείο της απευθείας διάσωσης τραπεζών του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Στήριξης θεωρούνται ανεπαρκή για το σύνολο των κρατών-μελών.
Η διάσωση με ίδια μέσα είναι πιθανόν να επιδράσει αρνητικά στην κατανομή των πόρων (καταθέσεων-πιστωτικών κεφαλαίων κ.λπ.) μεταξύ τραπεζών ισχυρών κρατών-μελών και μελών με προβλήματα».
Σύμφωνα με τη μελέτη, οι ηγέτες της Ευρωπαϊκής Ένωσης αποφάσισαν να προχωρήσουν στη διαδικασία της Τραπεζικής Ένωσης, με πρώτο βήμα τη δημιουργία μιας κοινής εποπτικής αρχής (Single Supervisory Mechanism). Η λειτουργία του SSM ανατέθηκε στην ΕΚΤ και στα πλαίσια της ανάληψης των νέων της καθηκόντων η ΕΚΤ έχει αποφασίσει να διεξαγάγει μια άσκηση ποιότητας στοιχείων ενεργητικού (asset quality test) στις Ευρωπαϊκές Τράπεζες. Το θέμα που αναπόφευκτα τίθεται σε αυτήν τη διαδικασία είναι το τι θα γίνει σε περίπτωση που κάποια τράπεζα βρεθεί να μη διαθέτει το απαιτούμενο ύψος κεφαλαίων μετά την ολοκλήρωση αυτής της άσκησης.
Για το λόγο αυτόν έχουν ξεκινήσει διαδικασίες προς δύο κατευθύνσεις. Σε περίπτωση που το τραπεζικό ίδρυμα δεν κρίνεται βιώσιμο θα ακολουθείται η διαδικασία αναδιάρθρωσης και εξυγίανσης των τραπεζών. Αντίθετα για τα εν δυνάμει βιώσιμα αλλά και συστημικά τραπεζικά ιδρύματα αποφασίστηκε η διαδικασία ανακεφαλαιοποίησης με κρατικούς πόρους και συνδρομή του ESM – μετά από την χρησιμοποίηση κεφαλαίων των μετόχων και πιστωτών του συγκεκριμένου τραπεζικού ιδρύματος.
Α. Το Σχέδιο Οδηγίας για την Αναδιάρθρωση και Εξυγίανση των Τραπεζών
Στις 27 Ιουνίου του 2013 το Συμβούλιο των υπουργών Οικονομικών των κρατών-μελών της ΕΕ (ECOFIN) κατέληξε σε συμφωνία για ένα προσχέδιο οδηγίας σχετικά με την εξυγίανση των πιστωτικών ιδρυμάτων.
Το προσχέδιο αυτό αποτελεί την αφετηρία για την έναρξη διαπραγματεύσεων του Συμβουλίου με το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, ώστε μέχρι το τέλος του 2013 να έχει διαμορφωθεί και εγκριθεί σε πρώτη ανάγνωση το τελικό κείμενο της οδηγίας.
Η προτεινόμενη οδηγία επιδιώκει να παράσχει στις εθνικές αρχές των κρατών-μελών κοινές εξουσίες και εργαλεία για να προλαμβάνουν τραπεζικές κρίσεις και, παράλληλα, να εξυγιαίνουν χρηματοοικονομικά ιδρύματα με οργανωμένο τρόπο, ώστε να διατηρείται η ομαλή λειτουργία του τραπεζικού συστήματος και να περιορίζεται η έκθεση των φορολογούμενων σε ζημιές.
* Τρόποι και Στάδια Διαχείρισης Προβλέπονται σειρά εργαλείων που αξιοποιούνται σε τρία στάδια: το προπαρασκευαστικό και προληπτικό, της έγκαιρης παρέμβασης και της εξυγίανσης.
Επίσης, τα ιδρύματα είναι υποχρεωμένα να καταρτίζουν και να επικαιροποιούν σε ετήσια βάση σχέδια ανασυγκρότησης τα οποία συγκεκριμενοποιούν τα μέτρα που προτίθενται να λάβουν σε περίπτωση που η χρηματοοικονομική θέση τους τεθεί σε σημαντικό κίνδυνο.
Παράλληλα, οι αρχές εξυγίανσης είναι υποχρεωμένες να ετοιμάζουν σχέδια εξυγίανσης για κάθε ίδρυμα, που να συγκεκριμενοποιούν τις ενέργειες στις οποίες σκοπεύουν να προβούν προκειμένου το ίδρυμα να συμμορφωθεί με την υποχρέωση της εξυγίανσης.
Μέτρα Εξυγίανσης (resolution measures)
Τα μέτρα εξυγίανσης περιλαμβάνουν:
* την πώληση μέρους ή του συνόλου του ιδρύματος,
* τη σύσταση μεταβατικού ιδρύματος υπό δημόσιο έλεγχο (προσωρινή μεταφορά των στοιχείων ενεργητικού της καλής τράπεζας),
* το διαχωρισμό των στοιχείων ενεργητικού (μεταφορά των κακών στοιχείων σε ένα όχημα διαχείρισης στοιχείων),
* τη διάσωση με ίδια μέσα (απορρόφηση των ζημιών, με σειρά προτεραιότητας, από τους μετόχους και τους πιστωτές χωρίς διασφάλιση)
Διάσωση με ίδια μέσα (bail-in)
Το μέτρο αυτό παρέχει τη δυνατότητα στις αρχές εξυγίανσης να απομειώνουν, ή να μετατρέπουν σε μετοχικό κεφάλαιο, τις απαιτήσεις των μετόχων και των πιστωτών του ιδρύματος που αποτυγχάνει ή κινδυνεύει να αποτύχει. Ειδικότερα,
* εκτός από τους μετόχους, το μέτρο εφαρμόζεται, κατά προτεραιότητα, στους συνήθεις πιστωτές χωρίς διασφάλιση ή προνόμια (ordinary unsecured, non-preferred creditors) και τους καταθέτες από μεγάλες επιχειρήσεις (depositors from large corporations) και, στη συνέχεια, ακολουθούν οι επιλέξιμες καταθέσεις (eligible deposits) των φυσικών προσώπων και των μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων και οι υποχρεώσεις προς την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων και,
* το ταμείο εγγύησης καταθέσεων (το οποίο πάντα θα επεμβαίνει για τις εγγυημένες καταθέσεις) έχει υψηλότερη ιεραρχημένη προστασία έναντι των επιλέξιμων καταθέσεων.
Εξαιρέσεις
Οι ακόλουθες υποχρεώσεις ενός ιδρύματος που αποτυγχάνει ή κινδυνεύει να αποτύχει εξαιρούνται από το μέτρο του bail-in:
* οι εγγυημένες καταθέσεις,
* οι υποχρεώσεις με διασφάλιση συμπεριλαμβανομένων των καλυμμένων ομολογιών,
* οι υποχρεώσεις προς τους εργαζόμενους του ιδρύματος, όπως μισθοί και συνταξιοδοτικά δικαιώματα κ.λπ.
* οι εμπορικές απαιτήσεις σχετικά με προϊόντα και υπηρεσίες που είναι απαραίτητες για την καθημερινή εύρυθμη λειτουργία του ιδρύματος,
* οι υποχρεώσεις που προκύπτουν από τη συμμετοχή σε συστήματα πληρωμών με χρονικό όριο ωρίμανσης μικρότερο από επτά ημέρες και,
* οι υποχρεώσεις της διατραπεζικής με αρχικό χρονικό όριο ωρίμανσης μικρότερο από επτά ημέρες
Οι εθνικές αρχές εξυγίανσης έχουν τη διακριτική ευχέρεια να εξαιρέσουν, ολικώς ή μερικώς, από την εφαρμογή του μέτρου του bail-in απαιτήσεις πιστωτών του ιδρύματος που:
α) δεν μπορούν χρησιμοποιηθούν εντός λογικού χρονικού διαστήματος,
β) που είναι απαραίτητες για τη συνέχιση κρίσιμων λειτουργιών του ιδρύματος,
γ) η χρησιμοποίησή τους μπορεί να προκαλέσει μετάδοση της κρίσης και
δ) η χρησιμοποίησή τους μπορεί να οδηγήσει σε απομείωση αξίας που θα αυξήσει τις απώλειες των άλλων πιστωτών.
Στην περίπτωση που εξαιρέσουν τις απαιτήσεις ορισμένων πιστωτών, οι αρχές εξυγίανσης έχουν τη δυνατότητα να μεταφέρουν την απώλεια που προκύπτει σε άλλους πιστωτές, με την προϋπόθεση ότι κανένας πιστωτής δεν βρεθεί σε χειρότερη θέση απ’ αυτήν που θα ήταν αν τελικά αποτύγχανε το ίδρυμα, ή μέσω συνεισφοράς από το ταμείο εξυγίανσης (no creditor worse off principle).
Ταμείο Εξυγίανσης (resolution fund)
Κάθε κράτος-μέλος είναι υποχρεωμένο να συστήσει ένα εθνικό ταμείο εξυγίανσης που πρέπει σε διάστημα 10 ετών να έχει πόρους τουλάχιστον ίσους με το 0,8% των εγγυημένων καταθέσεων των εγχώρια αδειοδοτημένων τραπεζικών ιδρυμάτων:
* τα ιδρύματα είναι υποχρεωμένα να δίνουν ετήσιες εισφορές στη βάση των σταθμισμένων ως προς τον κίνδυνο στοιχείων παθητικού τους, εξαιρούμενων των ιδίων κεφαλαίων.
* η σύσταση του ταμείου εξυγίανσης δεν είναι κατ’ ανάγκη απαραίτητη, αρκεί να υπάρχει μηχανισμός που να καθιστά την ετήσια εισφορά των ιδρυμάτων υποχρεωτική, ώστε να διασφαλιστεί ότι το απαιτούμενο ποσό είναι ανά πάσα στιγμή διαθέσιμο στις αρχές εξυγίανσης.
* τα εθνικά ταμεία εξυγίανσης μπορούν να δανείζουν σε εθελοντική βάση το ένα το άλλο. Μπορούν να παρέχουν προσωρινή στήριξη σε ιδρύματα μέσω δανείων, εγγυήσεων και αγοράς στοιχείων ενεργητικού, καθώς και να εισφέρουν κεφάλαια για τράπεζες-γέφυρες. Επίσης, μπορούν να αποζημιώνουν μετόχους και πιστωτές υπό την προϋπόθεση της “no creditor worse off principle”.
Έγκειται στη διακριτική ευχέρεια του κάθε κράτους-μέλους να έχει ξεχωριστά ή ενιαία τα ταμεία εξυγίανσης και εγγύησης καταθέσεων. Το ταμείο εγγύησης καταθέσεων πρέπει να έχει χρηματοδοτική ικανότητα αντίστοιχης του 0,5% των εγγυημένων καταθέσεων. Στην περίπτωση που το κράτος-μέλος επιλέξει ένα ενιαίο ταμείο, το συνδυαστικό όριο χρηματοδοτικής ικανότητας παραμένει το ίδιο.
Η εθνική αρχή εξυγίανσης μπορεί να εξαιρεί απαιτήσεις πιστωτών και να χρησιμοποιεί το εθνικό ταμείο εξυγίανσης για να απορροφήσει ζημιές ή να ανακεφαλαιοποιήσει ιδρύματα υπό αυστηρά κριτήρια και εξαιρετικές περιπτώσεις και υπό τις προϋποθέσεις ότι α) προηγουμένως, ένα ελάχιστο επίπεδο ζημιών της τάξης του 8% των συνολικών υποχρεώσεων, συμπεριλαμβανομένων αυτών προς τους μετόχους, επιβάλλεται στους μετόχους και τους πιστωτές του ιδρύματος, ή υπό ειδικές περιστάσεις το 20% του σταθμισμένου ως προς τον κίνδυνο ενεργητικό και β) οι εκ των προτέρων εισφορές των ιδρυμάτων είναι διαθέσιμες και ανέρχονται, τουλάχιστον, στο 3% των εγγυημένων καταθέσεων.
Η μέγιστη χρηματοδοτική συνεισφορά του ταμείου εξυγίανσης ανέρχεται στο 5% των συνολικών υποχρεώσεων του ιδρύματος. Σε πολύ εξαιρετικές περιπτώσεις, όταν αυτό το όριο ξεπεραστεί και όλες οι απαιτήσεις των συνήθων πιστωτών χωρίς διασφάλιση ή προνόμια έχουν ‘κουρευτεί’, η εθνική αρχή εξυγίανσης μπορεί να αναζητήσει άλλες πηγές χρηματοδότησης.
Ελάχιστη Ικανότητα Απορρόφησης Ζημιών
Η εθνική αρχή εξυγίανσης θέτει το ελάχιστο επίπεδο ιδίων κεφαλαίων και επιλέξιμων υποχρεώσεων (MREL) για το κάθε ίδρυμα βάσει του μεγέθους, του κινδύνου και του επιχειρηματικού μοντέλου του, ώστε αυτό το ίδρυμα να διαθέτει πάντα επαρκή ικανότητα απορρόφησης ζημιών.
Β. Εργαλείο Ανακεφαλαιοποίησης των Τραπεζών από τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας
Στις 20 Ιουνίου 2013 το Eurogroup αποφάσισε για τα βασικά χαρακτηριστικά του εργαλείου για την απευθείας ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών μέσω του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας (ΕΜΣ) στη ζώνη του Ευρώ.
Το εργαλείο αυτό προβλέπεται να οριστικοποιηθεί και να τεθεί σε λειτουργία όταν συμφωνηθούν και τεθούν σε λειτουργία όλα τα θεσμικά στοιχεία που συγκροτούν την Τραπεζική Ένωση, όπως είναι, ο Ενιαίος Εποπτικός Μηχανισμός (ΕΕΜ), ο Ενιαίος Μηχανισμός Εξυγίανσης (ΕΜΕ), η οδηγία για την εγγύηση των καταθέσεων καθώς και η εναρμόνιση του ρυθμιστικού πλαισίου των τραπεζών.
Τα σημαντικότερα χαρακτηριστικά του εργαλείου αυτού είναι:
* Σκοπός . Η απευθείας ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών από τον ΕΜΣ, που σπάζοντας το φαύλο κύκλο τραπεζικών ζημιών και δημόσιου χρέους, αποβλέπει στη διατήρηση της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας στην ευρωζώνη και στα κράτη-μέλη της και στην αποτροπή μετάδοσης του κινδύνου από τον χρηματοπιστωτικό τομέα στο κράτος μέλος και στην ευρωζώνη.
* Κριτήρια Επιλεξιμότητας. Η ανακεφαλαιοποίηση τράπεζας, ενός κράτους-μέλους απευθείας από τον ΕΜΣ θα γίνεται μόνο εφόσον πληρούνται τα παρακάτω κριτήρια:
i) το κράτος-μέλος δεν έχει τη δυνατότητα να χρηματοδοτήσει την τράπεζα χωρίς να θέσει σε κίνδυνο τη βιωσιμότητα των δημόσιων οικονομικών του ή/και την πρόσβασή του στις διεθνείς χρηματαγορές,
ii) η παροχή χρηματοδοτικής βοήθειας είναι απαραίτητα για να διασφαλιστεί η χρηματοοικονομική σταθερότητα στην Ευρωζώνη και τα κράτη-μέλη της
iii) η τράπεζα δεν πληροί, ή πρόκειται στο κοντινό μέλλον να μην πληροί, τις προδιαγραφές κεφαλαιακής επάρκειας που θέτει η ΕΚΤ και, ταυτόχρονα, δεν έχει τη δυνατότητα να προσελκύσει επαρκή κεφάλαια από τον ιδιωτικό τομέα ή από άλλες πηγές ώστε να καλύψει τις κεφαλαιακές ανάγκες της,
iv) η τράπεζα είναι συστημική ή θέτει σε σοβαρό κίνδυνο τη χρηματοοικονομική σταθερότητα στην Ευρωζώνη και τα κράτη-μέλη της.
Η παροχή βοήθειας από τον ΕΜΣ για την ανακεφαλαιοποίηση θα παρέχεται μόνο σε τράπεζα, της οποίας η βιωσιμότητα μπορεί να διασφαλιστεί μέσω της εισροής κεφαλαίων και της υλοποίησης σχεδίου αναδιάρθρωσης.
Επίσης, προϋποθέτει σχετική απόφαση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, η οποία θα ορίζει τους όρους και τις προϋποθέσεις της κρατικής βοήθειας.
* Ανώτατο όριο. Προκειμένου να διατηρηθεί η χρηματοδοτική ικανότητα και των άλλων εργαλείων του ΕΜΣ και να περιοριστούν οι κίνδυνοι το ανώτατο όριο βοήθειας που μπορεί να διατεθεί από αυτόν, για την ανακεφαλαιοποίηση τραπεζών ορίζεται καταρχήν, για το σύνολο της ευρωζώνης, στα €60 δισ.
Αναθεώρηση του ορίου αυτού μπορεί να γίνει μόνο με απόφαση του Διοικητικού του Συμβουλίου του ΕΣΜ.
* Αξιολόγηση. Πριν τη λήψη της απόφασης της για τη χορήγηση βοήθειας από τον ΕΣΜ, απαιτείται ενδελεχής έλεγχος της οικονομικής κατάστασης της τράπεζας (due diligence) και αξιολόγηση των στοιχείων ενεργητικού της υπό διαφορετικές συνθήκες ασκήσεων προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων. Όπως επίσης και της ικανότητας της τράπεζας να απορροφά ζημιές και να διατηρεί τη βιωσιμότητά της. Η αξιολόγηση αυτή πρέπει να γίνεται από εξωτερικούς ειδικούς συνεργάτες υπό την καθοδήγηση του ΕΜΣ και σε συνεργασία με την ΕΚΤ και την Επιτροπή. Η ΕΚΤ ως επόπτης θέτει τις απαιτούμενες προδιαγραφές και απαιτήσεις κεφαλαιακής επάρκειας.
* Επιμερισμός Βαρών. Η χορήγηση βοήθειας από τον ΕΜΣ για ανακεφαλαιοποίηση θα λαμβάνει χώρα μόνο όταν έχουν εξαντληθεί όλες οι εναλλακτικές επιλογές χρηματοδότησης.
Η πρώτη επιλογή είναι η αναζήτηση ιδιωτικών κεφαλαίων συμπεριλαμβανομένων αυτών των μετόχων και των πιστωτών της ενδιαφερόμενης τράπεζας ή τραπεζών. Η διαγραφή ή μετατροπή χρέους θα γίνεται σύμφωνα με τους κανόνες της ΕΕ για τις κρατικές βοήθειες σε συνδυασμό με τους αναμενόμενους κανόνες για την αναδιάρθρωση και εξυγίανση τραπεζών υπό την εποπτεία της ΕΚΤ στο νέο της ρόλο ως επόπτη.
Κατόπιν, ένα σχήμα επιμερισμού των βαρών μεταξύ κράτους-μέλους και ΕΜΣ θα λειτουργεί υπό δύο περιπτώσεις:
* στην πρώτη , όταν, μετά την αξιολόγηση, διαπιστωθεί ότι η τράπεζα, δεν εκπληρώνει , σύμφωνα με τη Βασιλεία ΙΙΙ και τους κανονισμούς και οδηγίες της ΕΕ για την αναδιάρθρωση και εξυγίανση των τραπεζών, την απαίτηση για Common Equity Tier 1 (CET1) στο ύψος του 4,5%, υπό το βασικό σενάριο μιας άσκησης προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων, τότε το κράτος-μέλος θα καλείται να συνεισφέρει κεφάλαια μέχρι να καλυφθεί η απαίτηση του 4,5%, πριν ο ΕΜΣ χορηγήσει τη βοήθεια
* στη δεύτερη περίπτωση, αν η τράπεζα, ήδη πληρεί την παραπάνω απαίτηση CET1, το κράτος- μέλος θα καλείται να συνεισφέρει μαζί με τον ΕΜΣ κεφάλαια μέχρι το 20% της συνολικής χρηματοδοτικής βοήθειας τα πρώτα δύο έτη και μέχρι το 10% κατά τα επόμενα.
Αν η συνεισφορά του κράτους-μέλους στην πρώτη περίπτωση είναι μικρότερη απ’ αυτήν που απαιτείται στη δεύτερη, τότε το κράτος-μέλος μπορεί να κληθεί να συνεισφέρει πρόσθετα κεφάλαια μέχρι ωσότου καλυφτεί η διαφορά.
Ο ΕΜΣ μπορεί να αποφασίσει να αναβάλλει αυτήν τη συνεισφορά σε περίπτωση που η δημοσιονομική κατάσταση του κράτους-μέλους δεν του επιτρέπει την εμπροσθοβαρή συνεισφορά κεφαλαίων.
Τα συνολικά συνεισφερόμενα κεφάλαια του κράτους-μέλους και του ΕΣΜ, συμπεριλαμβανομένων και των πιθανών ιδιωτικών, πρέπει να καλύπτουν τα οριζόμενα από τον ΕΕΜ/ΕΚΤ επίπεδα κεφαλαιακής επάρκειας.
* Αιρεσιμότητα. Η απευθείας ανακεφαλαιοποίηση από τον ΕΜΣ θα συνοδεύεται με ειδικά μέτρα για την ενδιαφερόμενη τράπεζα που θα περιλαμβάνουν τις αμοιβές της διοίκησης και τα μπόνους. Επίσης, μπορεί να συνοδεύεται με Μνημόνιο Κατανόησης που να αφορά τη γενική οικονομική πολιτική του κράτους-μέλους.
* Αναδρομική Ισχύς. Η αναδρομική ανακεφαλαιοποίηση από τον ΕΜΣ είναι εφικτή κατά περίπτωση μετά τη σύναψη σχετικής συμφωνίας.