Πριν από λίγα χρόνια, συντονίζοντας μια ημερίδα για την αξία της ασφάλισης και τις εναλλακτικές λύσεις που έχει ο καταναλωτής, δέχθηκα την εξής ερώτηση: “Ποια είναι η πιο σοβαρή κάλυψη στην ασφάλιση μιας κατοικίας, ενός κτιρίου; Ποιοι είναι οι σοβαρότεροι κίνδυνοι που το απειλούν;”
Φυσικά, μονοδιάστατη απάντηση δεν υπάρχει και οι επιμέρους απαντήσεις εξαρτώνται από την οπτική του καθενός, από αντικειμενικές παραμέτρους, από την πραγματική ανάγκη του ασφαλιζόμενου κ.λπ. Πριν δώσω όμως το λόγο στον καθ’ ύλην αρμόδιο, δεν έχασα την ευκαιρία να παρέμβω με ένα “λογοπαίγνιο”! Του απάντησα λοιπόν, ότι κατά την άποψή μου ο πιο σημαντικός κίνδυνος στην ασφάλιση ενός κτιρίου είναι… αυτός που θα επέλθει! Δεν έχει σημασία, πρόσθεσα, αν η πυρκαγιά ή η πλημμύρα ή και ο σεισμός ακόμα, με βάση τα στατιστικά στοιχεία δημιουργούν συχνότερες ή μεγαλύτερες ζημιές. Ο ασφαλισμένος καταναλωτής θα ήταν ο ευτυχέστερος άνθρωπος στον κόσμο, αν ήταν ασφαλισμένος για τη συγκεκριμένη αιτία που θα του δημιουργούσε κάποια ζημιά στο μέλλον, όσο σπάνια κι αν ήταν!
Αλήθεια, τι αξία έχει να επιχειρηματολογούμε για την ασφάλιση ενός σπιτιού και στη συνέχεια να αρχίζουμε να κάνουμε… εκπτώσεις αφαιρώντας “μη πιθανούς” κινδύνους ή μη προτείνοντας την κάλυψη των κινδύνων αυτών; Πώς αισθανόμαστε όταν, με περισσή ευχέρεια και ύφος παντογνώστη, προτείνουμε στον υποψήφιο πελάτη: “αυτή η κάλυψη δεν χρειάζεται, βγάλ’ την” ή όταν κριτικάρουμε αρνητικά στον πελάτη ένα συμβόλαιο του ανταγωνισμού για τις “περιττές” καλύψεις που προσφέρει;
Ο ρόλος του διαμεσολαβητή ή και της ίδιας της ασφαλιστικής τη στιγμή που προωθεί direct ασφαλιστήρια, είναι να καλύψει τον πελάτη, τον καταναλωτή που δεν γνωρίζει ασφαλιστικούς όρους και έννοιες, από κάθε πιθανό κίνδυνο, ως προς το αντικείμενο της ασφάλισης. Υποχρέωσή του επίσης είναι να τον ενημερώσει για τη σωστή ασφαλιζόμενη αξία και για εναλλακτικά προγράμματα κόστους, με βάση απαλλαγές και εξαιρέσεις. Κι όμως, στην καθημερινή πρακτική όλοι, διαμεσολαβητές και εταιρείες, προτείνουν ασφαλιστήρια με διαφοροποίηση στις συμπληρωματικές καλύψεις που δεν είναι σε θέση να συγκρίνει τις περισσότερες φορές ο καταναλωτής. Και δεν αναφερόμαστε σε βασικές συμπληρωματικές καλύψεις όπως ο σεισμός, η κλοπή ή τα νερά. Αναφερόμαστε σε μια σειρά καλύψεων που προστατεύουν τον καταναλωτή από κινδύνους τους οποίους, ούτε είχε φανταστεί ούτε είχε ποτέ του ακούσει.
Η πρόχειρη και συνηθισμένη απάντηση είναι ότι “στατιστικά δεν κινδυνεύει από αυτά, συνεπώς δεν υπάρχει θέμα”. Έτοιμη απάντηση επίσης είναι ότι: “πρέπει να καλύψουμε πρώτα τους κινδύνους που μπορούν να επιφέρουν πλήρη καταστροφή”. Σωστά όλα, αλλά επειδή εξακολουθώ να πιστεύω ότι ασφαλίζομαι για το πραγματικά τυχαίο γεγονός και όχι για το (στατιστικώς) αναμενόμενο γεγονός, είμαι υπέρ των πολυασφαλιστηρίων ή πακέτων ή όπως αλλιώς αναφέρονται στην αγορά. Και ακόμα περισσότερο, είμαι θιασώτης των all risks ασφαλιστηρίων. Αυτά είναι τα πραγματικά ασφαλιστήρια για μένα, με τον όρο βέβαια να ενημερωθώ για τις εξαιρέσεις. Δεν θέλω να ψάχνω για ποιους κινδύνους είμαι ασφαλισμένος, θέλω απλώς να ξέρω για ποιους κινδύνους ΔΕΝ είμαι ασφαλισμένος.
Γιατί τα θυμήθηκα όλα αυτά; Γιατί διάβασα ότι “Σοβαρές ζημιές προκάλεσε ο ανεμοστρόβιλος που «χτύπησε» την Αστυπάλαια την περασμένη Πέμπτη. Δέντρα ξεριζώθηκαν, σπίτια πλημμύρισαν, ενώ το Σωματείο Εθελοντών Πολιτικής Προστασίας του νησιού δέχτηκε δεκάδες κλήσεις για απάντληση υδάτων από κατοικίες και καταστήματα, αλλά και για απεγκλωβισμό ανθρώπων από επικίνδυνα σημεία.”
Αν και κάποιοι κάτοικοι είπαν ότι δεν ήταν ασυνήθιστο φαινόμενο για το νησί τους, είναι βέβαιο ότι δεν είναι και συνηθισμένο. Αν ρωτήσεις τους περισσότερους κατοίκους στη χώρα μας, : “Να το καλύψουμε και από ανεμοστρόβιλο;”, σίγουρα θα πάρεις αρνητική απάντηση και ένα ειρωνικό: “Γιατί στην… Οκλαχόμα βρισκόμαστε;”
Οι συνθήκες αλλάζουν, οι απαιτήσεις αλλάζουν, οι σχέσεις γίνονται πιο περίπλοκες. Ότι αναφέρθηκε πιο πάνω για την ασφάλιση ενός σπιτιού επεκτείνετε το στο μυαλό σας για ασφάλιση επαγγελματικών χώρων, για αστικές ευθύνες, για ότι άλλο θέλετε. Πλήρη και σωστά συμβόλαια, ο μοναδικός δρόμος για να πείσουμε και σταδιακά να κερδίσουμε τον δύσπιστο Έλληνα καταναλωτή.