Παρά τα αυξημένα χρηματοοικονομικά κόστη και το δυσχερές κλίμα στον κλάδο της υγείας που πλήττουν συνολικά τις επιχειρήσεις που ελέγχουν κλινικές και διαγνωστικά κέντρα, ο τζίρος της ιδιωτικής υγείας δείχνει πλέον να ισορροπεί. Έχοντας καταμετρήσει απώλειες της τάξης τω 800 εκατ. ευρώ το διάστημα 2009 – 2015, ο τζίρος των εταιρειών φαίνεται πλέον να σταθεροποιείται στα 1,35 δισ. ευρώ, με τις επιχειρήσεις να εμφανίζουν παράλληλα τάσεις συγκέντρωσης και σταδιακό περιορισμό της εξάρτησής τους από τον ΕΟΠΥΥ.
Σύμφωνα με τα συγκεντρωτικά οικονομικά στοιχεία από ένα δείγμα 30 εταιρειών ιδιωτικής υγείας στο οποίο περιλαμβάνονται οι κορυφαίες εταιρείες (με εξαίρεση την Κλινική Άγιος Λουκάς η οποία δεν έχει δημοσιοποιήσει στοιχεία), αποδεικνύεται ότι οι εργασίες του κλάδου των ιδιωτικών κλινικών και διαγνωστικών μετά από την προαναφερθείσα πτώση που επισημάναμε, κινήθηκε ελαφρά ανοδικά πέρυσι στα περίπου 925 εκατ. ευρώ από 918 εκατ. ευρώ το 2015.
Την ίδια στιγμή είναι επίσης ιδιαίτερα θετικό το γεγονός ότι ο κλάδος παρουσιάζει μεν ζημιές, οι οποίες όμως αποδίδονται σχεδόν αποκλειστικά στον όμιλο της Euromedica. Στην αύξηση αυτή συνέβαλαν σε μεγάλο βαθμό οι εργασίες που διοχετεύονται στις ιδιωτικές κλινικές από τις ασφαλιστικές επιχειρήσεις, αλλά και η στροφή ασφαλισμένων του Δημοσίου προς τα ιδιωτικά διαγνωστικά κέντρα.
Μεγαλύτερος στον κλάδο των ιδιωτικών κλινικών (και όχι σε επίπεδο ομίλου) με βάση τα στοιχεία για το 2016, είναι το «Ιατρικό Αθηνών» με έσοδα 162,7 εκατ. ευρώ και ακολουθούν το «Υγεία» με 126 εκατ. ευρώ, ο «Περσεύς» (Metropolitan) με 86,8 εκατ. ευρώ, η «Euromedica» με 48,6 εκατ. ευρώ, η «Ευρωκλινική» με 40,2 εκατ. ευρώ, το «ΙΑΣΩ General» και το «ΙΑΣΩ Θεσσαλίας» με 32,7 και 11,2 εκατ. ευρώ αντίστοιχα. Στον κλάδο των ιδιωτικών μαιευτικών γυναικολογικών κλινικών, η πτώση μεταξύ 2012 και 2016 περιορίζεται στο 5% από τα 199,2 εκατ. ευρώ στα 189,9 εκατ. ευρώ, με ανοδική τάση τα δύο τελευταία χρόνια και στις πρώτες θέσεις βρίσκονται το «ΙΑΣΩ» και το «Μητέρα», ενώ ακολουθούν το «Ρέα», το «Λητώ» και το «Γένεσις».
Οι μεγάλες ιδιωτικές κλινικές στη χώρα, που άνοιξαν τις παροχές τους στον ΕΟΠΥΥ, έχουν υποστεί σημαντικές επιβαρύνσεις από τη μέθοδο του rebate-clawback, που σύμφωνα με τα στοιχεία φθάνουν τα 300 εκατ. ευρώ την τελευταία τετραετία. Η ανορθολογική εφαρμογή των Κλειστών Ενοποιημένων Νοσηλείων (ΚΕΝ) και οι καθυστερήσεις στις πληρωμές από το Δημόσιο, σε συνδυασμό με τον υψηλό μακροπρόθεσμο δανεισμό από τις τράπεζες, οδήγησε τον κλάδο σε αυξημένη εξάρτηση από τον ΕΟΠΥΥ και άνοιξε τον δρόμο για τράπεζες που πήραν σε ορισμένες περιπτώσεις τα κλειδιά του κλάδου.
Με βάση τις εκτιμήσεις της αγοράς τα έσοδα των ιατρικών κλινικών σήμερα προέρχονται κατά περίπου 30% από το άνοιγμα των υπηρεσιών υγείας προς το Δημόσιο, κατά 35% από τις υπηρεσίες που διοχετεύονται μέσω των ασφαλιστικών εταιρειών, ενώ το υπόλοιπο είναι τα έσοδα από την ιδιωτική δαπάνη που δεν στηρίζεται σε ασφαλιστικά προγράμματα. Σημειώνεται ότι η αναγκαία αναδιάρθρωση του κλάδου, βασικό χαρακτηριστικό του οποίου είναι η ανάγκη για υψηλές επενδύσεις, περνάει μέσα από τις αποφάσεις των τραπεζών σε ό,τι αφορά την αναδιάρθρωση του δανεισμού τους, αλλά και την ανάγκη για συνεργασία με το Δημόσιο σε ορθολογική βάση και κυρίως τη διεύρυνση των εργασιών τους από τις ασφαλιστικές εταιρείες.