Δέκα χρόνια μετά την έναρξη της μεγάλης χρηματοπιστωτικής κρίσης, η Ευρωζώνη δείχνει να είναι ξανά σε σχετικά καλή κατάσταση. Η ανεργία μειώθηκε σημαντικά, το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών εμφανίζει ισχυρό πλεόνασμα ενώ, εξαιτίας της θετικής τάσης στα δημόσια οικονομικά, το 2018, για πρώτη φορά, όλες οι χώρες της Ευρωζώνης τήρησαν το κριτήριο του 3% του Μάαστριχτ, με το μέσο δημοσιονομικό έλλειμμα της Ευρωζώνης να διαμορφώνεται στο 0,6 % του ΑΕΠ. Αυτή η θετική οικονομική εξέλιξη αντικατοπτρίζεται στα αποτελέσματα του φετινού Euro Monitor, στο οποίο αξιολογείται η σταθερότητα ή η υγεία των οικονομιών της Ευρωζώνης με βάση 20 δείκτες σε τέσσερις κατηγορίες: δημοσιονομική βιωσιμότητα, ανταγωνιστικότητα, απασχόληση & παραγωγικότητα και τον ιδιωτικό και εξωτερικό δανεισμό (χρέος). Παρά το γεγονός ότι δεν υπήρξε περαιτέρω βελτίωση το 2018, η βαθμολογία Euro Monitor για την Ευρωζώνη (6,8 μονάδες), βρίσκεται σταθερά περίπου στη μέση της κλίμακας από το 1 έως το 10. Την τελευταία φορά που η Ευρωζώνη έλαβε υψηλότερη βαθμολογία στο Euro Monitor ήταν το 2001.
Ωστόσο, ο δείκτης του Euro Monitor αναδεικνύει και σημαντικούς τομείς ανησυχίας. Το 2018, μόνο ο δείκτης επιπέδου (level indicator) του Euro Monitor, ο οποίος συγκεντρώνει παραμέτρους μακροπρόθεσμου επιπέδου, παρουσίασε μια ήπια βελτίωση. Συγχρόνως, ο δείκτης προόδου (progress indicator ) που αντικατοπτρίζει τη βραχυπρόθεσμη μεταρρυθμιστική πρόοδο σημείωσε πτώση.
Η αντιστροφή της τάσης οφειλόταν σε μεγάλο βαθμό σε χαμηλότερες βαθμολογίες για τους δείκτες που μετράνε την ανταγωνιστικότητα, δηλαδή την ετήσια μεταβολή της παραγωγικότητας της εργασίας και του κόστους εργασίας ανά μονάδα προϊόντος, καθώς και την απόδοση των εξαγωγών της Ευρωζώνης σε σύγκριση με τη δυναμική του παγκόσμιου εμπορίου. «Από τη σκοπιά των βαθμολογιών των επιμέρους χωρών, αυτές που προκαλούν ιδιαίτερη ανησυχία – αν και για διαφορετικούς λόγους – είναι οι τέσσερις μεγαλύτερες οικονομίες της Ευρωζώνης», σημείωσε ο Michael Heise, επικεφαλής οικονομολόγος της Allianz. Αρχικά, είναι η Ιταλία και η Γαλλία, οι οποίες σε μεγάλο βαθμό είχαν στάσιμες επιδόσεις κατά τη τελευταία δεκαετία στο Euro Monitor, ενώ οι ομόλογες χώρες τους ανέκαμπταν, πρώτα από την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση και στη συνέχεια από την κρίση χρέους της Ευρωζώνης.
Ως αποτέλεσμα, η Γαλλία και η Ιταλία έχουν μείνει πίσω στα αποτελέσματα του Euro Monitor από το 2016. Η Ισπανία, στο μεταξύ, έχει βελτιώσει σημαντικά την αξιολόγησή της τα τελευταία χρόνια. Ωστόσο, η πορεία των μεταρρυθμίσεων αντιστράφηκε σημαντικά το 2018, κρίνοντας από την πτώση στην κατάταξή της στο Euro Monitor, καθώς και από την αξιολόγηση, σύμφωνα με την οποία η χώρα βρίσκεται στην τρίτη θέση από το τέλος ακριβώς πάνω από τη Γαλλία και την Ιταλία.
«Η τέταρτη ουραγός, όπως καταγράφεται στην αξιολόγηση του Euro Monitor, είναι η Γερμανία, παρά το γεγονός ότι κατέλαβε και πάλι την πρώτη θέση στη συνολική κατάταξη του 2018. Αυτό το αποτέλεσμα οφείλεται στην απότομη επιβράδυνση της γερμανικής μεταρρυθμιστικής πορείας σε σχέση με τους ομολόγους της», δήλωσε ο Michael Heise. Παρά το γεγονός ότι το Euro Monitor, από τη φύση του, εστιάζει περισσότερο στο παρελθόν, ορισμένες παρατηρήσεις σχετικά με τις προοπτικές για τη σταθερότητα της οικονομίας της Ευρωζώνης είναι εύλογες. Οι προοπτικές περαιτέρω βελτίωσης της βαθμολογίας του Euro Monitor είναι μάλλον περιορισμένες.
Αρχικά, οι μακροοικονομικές ανισορροπίες μελλοντικά, δεν φαίνεται να εξαφανίζονται έτσι απλά καθώς η οικονομική ανάκαμψη της Ευρωζώνης θα συνεχίζει να επιβραδύνεται. Επιπλέον, είναι σαφές ότι η μεταρρυθμιστική ορμή της Ευρωζώνης έχει αρχίσει να μειώνεται και δεν αναμένεται να ανακάμψει σύντομα. Στην πραγματικότητα, η αυξανόμενη πολιτική αστάθεια τόσο σε εθνικό όσο και σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης, η οποία οφείλεται στην αύξηση του λαϊκισμού, την εξασθένηση των παραδοσιακών πλειοψηφιών και τον αυξανόμενο κατακερματισμό του πολιτικού τοπίου, υπονομεύει την ήδη αδύναμη ευρωπαϊκή συναίνεση υπέρ της μακροοικονομικής σύγκλισης και της δημοσιονομικής πειθαρχίας. Μόνο ένας ριζικός πολιτικός αναπροσανατολισμός – τόσο σε εθνικό όσο και σε ευρωπαϊκό επίπεδο – θα μπορούσε να συμβάλει στην αλλαγή αυτής της τάσης. Χωρίς αυτό, τα αποτελέσματα του Euro Monitor 2018 είναι πιθανό να αποδειχθούν «τα καλύτερα δυνατά υπό τις περιστάσεις».
Ελλάδα: Η διαδικασία ανάκαμψης επιταχύνεται
Η Ελλάδα, με συνολική βαθμολογία 6,8 μονάδες, μετά από βελτίωση της τάξης των 0,5 μονάδων, κατατάσσεται στη δωδέκατη θέση μεταξύ των χωρών της Ευρωζώνης, με άνοδο τεσσάρων θέσεων, αφήνοντας πίσω χώρες του πυρήνα της Ευρωζώνης, όπως το Βέλγιο και η Φινλανδία.
Ωστόσο, οι ανισορροπίες παραμένουν πολύ μεγάλες και η πρόοδος συγκριτικά εξακολουθεί να είναι πολύ μικρή. Αν και η Ελλάδα βρίσκεται στη δεύτερη θέση στον δείκτη προόδου με 8,8 μονάδες, στον δείκτη επιπέδου (level indicator) με 4,7 βαθμούς η χώρα βρίσκεται οριακά στη 18η θέση. Η επιτάχυνση της οικονομικής ανάκαμψης (αναμένουμε ετήσια οικονομική ανάπτυξη άνω του 2% για το 2018-20) είναι πιθανό να συμβάλει στη μείωση των μακροοικονομικών ανισορροπιών στο μέλλον. Συγκεκριμένα, η πολύ θετική τάση στην αγορά εργασίας (η αύξηση της απασχόλησης ήταν περίπου 2% το 2018) είναι πιθανό να συνεχιστεί.
Ωστόσο, η Ελλάδα θα πρέπει να παραμείνει σε μια μεταρρυθμιστική τροχιά για μερικά χρόνια ώστε να εξασφαλίσει την πλήρη ανάκαμψη της οικονομίας της. Η πολύ ευνοϊκή εξέλιξη του κόστους εργασίας ανά μονάδα προϊόντος δείχνει ότι οι μεταρρυθμίσεις αποφέρουν καρπούς. Συγκριτικά με το επίπεδό τους το 2010, οι δαπάνες μειώθηκαν πάνω από 11%. Είναι σαφές ότι αυτό ευνοεί τις ελληνικές εξαγωγές: Η Ελλάδα είναι μία από τις τρεις χώρες της Ευρωζώνης – μαζί με την Πορτογαλία και τη Σλοβενία – όπου οι εξαγωγές για πέντε συνεχή έτη αυξήθηκαν ταχύτερα σε σχέση με το παγκόσμιο εμπόριο. Ως αποτέλεσμα, η Ελλάδα είδε το μερίδιό της στο παγκόσμιο εμπόριο να αυξάνεται για το 2018.
Τα πιο σημαντικά αποτελέσματα του Euro Monitor 2018 αναλυτικά:
Οι επιδόσεις των επιμέρους χωρών διαφοροποιούνται σημαντικά: Δώδεκα χώρες κατάφεραν να βελτιώσουν την αξιολόγησή τους το 2018 σε σύγκριση με το 2017, με άλλες πέντε να καταγράφουν απώλειες, ενώ για άλλες δύο οι συνολικές εκτιμήσεις παρέμειναν αμετάβλητες. Στις περισσότερες χώρες, οι δείκτες εταιρικού χρέους βελτιώθηκαν ενώ η θετική τάση στην αγορά εργασίας συνεχίζεται με αυξημένους ρυθμούς. Υπήρχαν όμως βήματα προς τα πίσω, λόγω της αργής αύξησης των εξαγωγών σε σχέση με τη δυναμική του παγκόσμιου εμπορίου και μιας λιγότερο ευνοϊκής τάσης όσον αφορά στο κόστος εργασίας ανά μονάδα προϊόντος τόσο βραχυπρόθεσμα όσο και μακροπρόθεσμα.
Βελτίωση του δείκτη επιπέδου: Η συνολική αξιολόγηση το 2018 υποστηρίχθηκε από την αύξηση του δείκτη επιπέδου. Ο δείκτης αυξήθηκε από 6,3 σε 6,6 μονάδες το 2018 για να φτάσει στο υψηλότερο επίπεδο από το 2007.
Η βραχυπρόθεσμη τάση εξασθενεί: Ο δείκτης βραχυπρόθεσμης προόδου ανατράπηκε ελαφρώς το 2018. Ωστόσο, βρίσκεται ακόμη σε ευνοϊκό πεδίο με 7,1 μονάδες, έναντι 7,2 μονάδων το 2017 για ολόκληρη την Ευρωζώνη. Για λόγους σύγκρισης: το έτος κρίσης του 2009, ο δείκτης βρισκόταν αμετακίνητος στην οριακή θέση των 2,8 μονάδων.
Οι νικητές …: Η Γερμανία παραμένει στην πρώτη θέση της ευρωζώνης όσον αφορά στην οικονομική σταθερότητα, με συνολική επίδοση 8,0 το 2018. Το συνολικό καλό αποτέλεσμα του 2018 οφείλεται στις σταθερές επιδόσεις της χώρας στη βιωσιμότητα των δημόσιων οικονομικών και στις κατηγορίες του ιδιωτικού και δημόσιου χρέους. Το 2018, η Σλοβενία και η Ολλανδία μοιράζονται τη δεύτερη θέση με 7,9 μονάδες. Οι θέσεις των τριών πρώτων χωρών παραμένουν αμετάβλητες σε σχέση με το 2017, παρά το γεγονός ότι η Γερμανία και η Σλοβενία, σημείωσαν μια μικρή υποχώρηση στη συνολική βαθμολογία.
… και ηττημένοι: Η Γαλλία και η Ιταλία βρίσκονται στις τελευταίες θέσεις της φετινής κατάταξης με 5,5 μονάδες. Η κακή κατάταξη, οφείλεται στο γεγονός ότι η Γαλλία και η Ιταλία δεν σημείωσαν σχεδόν καμία πρόοδο ως προς τη μείωση των οικονομικών ανισορροπιών από το 2015, ενώ χώρες όπως η Ελλάδα, η Ιρλανδία και η Πορτογαλία σημείωσαν σαφή πρόοδο. Συνεπώς, μαζί και με την Ισπανία, τρία μεγάλα ονόματα της ΟΝΕ βρίσκονται στο πιο χαμηλό σημείο του πίνακα σύγκρισης των χωρών της Ευρωζώνης.
Τα ανερχόμενα αστέρια: Εξετάζοντας μόνο τις βελτιώσεις στην κατάταξη, η χώρα με τη μεγαλύτερη βελτίωση ήταν η Ελλάδα, η οποία ανέβηκε τέσσερις θέσεις στην κατάταξη. Από την άλλη πλευρά, η Κύπρος έκανε το μεγαλύτερο άλμα σε συνολική επίδοση, η οποία βελτιώθηκε κατά 0,6 μονάδες φτάνοντας στο 6,5. Ως αποτέλεσμα, η χώρα που μέχρι πρόσφατα βρισκόταν σε κρίση, ανέβηκε δύο θέσεις καταλαμβάνοντας την 15η θέση στη συνολική κατάταξη, ενώ το 2014 κατείχε την τελευταία θέση. Όσον αφορά στον δείκτη επιπέδου, η Γερμανία εδώ προπορεύεται με 9,1 βαθμούς. Η Ιρλανδία (9,0 μονάδες) και η Ελλάδα (8,8 μονάδες), από την άλλη πλευρά, βρίσκονται στην κορυφή της κατάταξης του δείκτη προόδου.
Αδυναμίες: Για πρώτη φορά κανένας μεμονωμένος δείκτης δεν κατέγραψε βαθμολογία στην κρίσιμη ζώνη «4» ή λιγότερο για την Ευρωζώνη στο σύνολό της. Οι επιμέρους δείκτες που λαμβάνουν τις χαμηλότερες βαθμολογίες είναι αυτοί του δημόσιου χρέους, του ποσοστού ανεργίας, της αύξησης της παραγωγικότητας, των εξαγωγικών επιδόσεων σε σχέση με τη δυναμική του παγκόσμιου εμπορίου και του εταιρικού χρέους ως ποσοστό του ΑΕΠ.
Δυνατά σημεία: Για άλλη μια φορά, τα καλύτερα αποτελέσματα επιτεύχθηκαν στον δείκτη τρεχουσών συναλλαγών (μέση τιμή ΟΝΕ: 10 μονάδες). Η επιβάρυνση των τόκων ως % του ΑΕΠ, το έλλειμμα του προϋπολογισμού και οι εξαγωγές σε σχέση με το ΑΕΠ ήταν επίσης θετικές στο σύνολο με μέση βαθμολογία 9 μονάδες στην Ευρωζώνη.