Η Μαίρη κάθεται στο κρεβάτι του ετοιμοθάνατου συζύγου της Γιώργου, του χαϊδεύει τα μαλλιά και τον κοιτάει στοργικά στα μάτια. Εκείνος, σηκώνει λίγο το κεφάλι του και της λέει:
Μαιρούλα μου.. θέλω να σου εκμυστηρευτώ κάτι που με βασανίζει χρόνια τώρα γιατί θέλω να πεθάνω με τη συνείδησή μου ήσυχη.
Άστο, δεν πειράζει, τον καθησυχάζει η Μαίρη, χαϊδεύοντας και πάλι στοργικά τα μαλλιά του…
Όχι, θα στο πω…
Κατά καιρούς κοιμήθηκα με την… αδελφή σου, τη… Γεωργία την καλύτερή σου φίλη, και με τη… μητέρα σου…
Το ξέρω, Ανδρέα μου, το ξέρω, λέει ήσυχα η Μαίρη. Δεν πειράζει…
Ησύχασε τώρα, ησύχασε και άφησε το δηλητήριο να κάνει πιο γρήγορα τη δουλειά του!