«Η ελληνική οικονομία έχει ανάγκη από καλές εργασιακές συνθήκες που θα δημιουργήσουν καλές προοπτικές για τους εργαζόμενους, αλλά και ανάγκη για ισχυρές και, κυρίως, ανταγωνιστικές επιχειρήσεις.
Θέλουμε ανταγωνιστικές επιχειρήσεις και παράλληλα θέλουμε προστασία των εργαζομένων. Η εξεύρεση της χρυσής τομής ανάμεσα στους δύο αυτούς πόλους δεν είναι πάντα εύκολη υπόθεση. Το συγκεκριμένο νομοσχέδιο κάνει μεγάλα βήματα προς αυτή την κατεύθυνση. Η λύση του 2021 δεν είναι επιστροφή στο 2009. Η λύση είναι η φυγή προς τα εμπρός». Αυτό τόνισε ο υφυπουργός Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων, κ. Πάνος Τσακλόγλου, κατά τη διάρκεια της ομιλίας του στη Βουλή με αφορμή τη συζήτηση του εργασιακού νομοσχεδίου στην ολομέλεια του σώματος.
«Όποτε έχουμε σημαντικές αλλαγές στην τεχνολογία, έχουμε αλλαγές στην παραγωγική διαδικασία και κατά συνέπεια έχουμε και αλλαγές στις εργασιακές σχέσεις. Τότε πρέπει να παρέμβει η εργατική νομοθεσία για να ρυθμίσει αυτές τις καινούργιες σχέσεις», επεσήμανε ο κ. Τσακλόγλου. «Το υφιστάμενο πλαίσιο για την ρύθμιση των εργασιακών σχέσεων αναφέρεται στις συνθήκες της δεκαετίας του 1980», τόνισε ο υφυπουργός Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων. «Αυτό το πλαίσιο χρήζει εκσυγχρονισμού και το συγκεκριμένο νομοσχέδιο κάνει αυτό ακριβώς», αναφέροντας ενδεικτικά τα ακόλουθα: «θεσπίζεται η ψηφιακή κάρτα εργασίας, θεσπίζονται μέτρα και κανόνες για την τηλεργασία και το δικαίωμα της αποσύνδεσης, ρυθμίζεται το πεδίο των εργασιακών σχέσεων στις ψηφιακές πλατφόρμες, εξισώνεται και αυξάνεται η αποζημίωση των εργατοτεχνιτών με αυτή των υπαλλήλων, θεσπίζεται άδεια πατρότητας 14 ημερών, γονική άδεια 4 μηνών για κάθε γονέα, θεσπίζεται 5νθήμερη άδεια φροντιστή, θεσπίζονται μέτρα κατά της βίας και της σεξουαλικής παρενόχλησης στην εργασία, θεσπίζεται δυνατότητα ευέλικτων ρυθμίσεων εργασίας για γονείς παιδιών έως 12 ετών, διευρύνεται η λίστα των περιπτώσεων άκυρης απόλυσης προστατεύοντας ακόμη περισσότερο τους εργαζόμενους».
Ο υφυπουργός Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων χαρακτήρισε την θεσμοθέτηση της «ψηφιακής κάρτας εργασίας» ως την πλέον σημαντική ρύθμιση που φέρνει το συγκεκριμένο νομοσχέδιο και αναφερόμενος στο θέμα της διευθέτησης του χρόνου εργασίας επεσήμανε ότι: «Αυτή υπάρχει στην Ελλάδα ήδη από τη δεκαετία του 1990, και παρόμοιες διευθετήσεις καλύπτουν την πλειονότητα των εργαζομένων σε πολλές Ευρωπαϊκές χώρες».
Επίσης, ο κ. Τσακλόγλου αναφέρθηκε στην τροπολογία η οποία συμπεριλήφθηκε στο νομοσχέδιο και ρυθμίζει το θέμα της μεταφοράς του «αναλογιστικού ισοδυνάμου». Με αυτή την τροπολογία ανοίγει ο δρόμος για την επίλυση ενός προβλήματος το οποίο παραμένει ανοιχτό για πάνω από μία 5ετία, και είχε οδηγήσει σε αδιέξοδο ανθρώπους που είχαν εργασθεί κυρίως σε διεθνείς και ευρωπαϊκούς οργανισμούς και δεν μπορούσαν να μεταφέρουν τα συνταξιοδοτικά τους δικαιώματα βάσει των προβλέψεων της νομοθεσίας. Όπως επεσήμανε ο κ. Τσακλόγλου «Πρόκειται για ένα πολύπλοκο ζήτημα για το οποίο απαιτήθηκε συστηματική και πολύμηνη δουλειά από ομάδα εργασίας του Υπουργείου Εργασίας. Με την τροπολογία αυτή ανοίγουμε το δρόμο της λύσης για ένα πρόβλημα που χρόνια ταλαιπωρούσε» και κάλεσε όλους τους βουλευτές να την ψηφίσουν, καθώς, όπως είπε, «θα έχει μόνο θετικές επιπτώσεις στο εργασιακό μας σύστημα, τους ασφαλισμένους αλλά και τη θέση μας ως προς τη συμμόρφωση στους ευρωπαϊκούς κανόνες».
Στη συνέχεια της ομιλίας του ο κ. Τσακλόγλου άσκησε κριτική σε βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ επισημαίνοντας τα ακόλουθα: «Μου έκανε μεγάλη εντύπωση ότι βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ ανέφεραν ότι η Έκθεση Πισσαρίδη υποστηρίζει τη μείωση μισθών. Ουδέν αναληθέστερον», τόνισε με έμφαση ο κ. Τσακλόγλου, επισημαίνοντας ότι: «Αυτό το οποίο αναδεικνύει η Έκθεση Πισσαρίδη είναι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις οι οποίες μπορούν να αυξήσουν τις επενδύσεις και, κυρίως, να αυξήσουν την παραγωγικότητα. Το έχουμε δει επανειλημμένα το έργο στην Ελλάδα. Αυξήσεις μισθών χωρίς αντίστοιχες αυξήσεις στην παραγωγικότητα οδηγούν σε απώλεια ανταγωνιστικότητας, προβλήματα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών και εξανέμισμα των βραχυχρονίων ωφελημάτων των εργαζομένων».
Τέλος, ο κ. Τσακλόγλου αναφέρθηκε και στο θέμα της ευελιξίας αναφέροντας τα ακόλουθα: «Επιχειρήθηκε συστηματικά μία δαιμονοποίηση, από την αντιπολίτευση – εκτός του ΚΙΝΑΛ – της έννοιας της “ευελιξίας”. Η ευελιξία μπορεί να είναι αμοιβαία επωφελής και για τις επιχειρήσεις και για τους εργαζόμενους. Από τις βάσεις δεδομένων του ΟΟΣΑ προκύπτει ξεκάθαρα ότι εκείνες οι χώρες που έχουν μεγάλη ευελιξία στην αγορά εργασίας είναι εκείνες οι οποίες έχουν χαμηλή ανεργία, υψηλή συμμετοχή στο εργατικό δυναμικό και πολύ υψηλή απασχόληση».