Δωροδοκία, Διαφθορά, Φορολογική Αδιαφάνεια και έλλειψη Εμπιστοσύνης στις Αρχές προκύπτουν ως βασικά προβλήματα για την Ελλάδα, σύμφωνα με την παγκόσμια έρευνα της PricewaterhouseCoopers (PwC) σε συνεργασία με το INSEAD για το οικονομικό έγκλημα.
Πρόκειται για την 5η κατά σειρά έρευνα της PwC, η οποία διεξήχθη από τον Ιούλιο έως το Νοέμβριο 2009 και αφορά το χρονικό διάστημα των τελευταίων 12 μηνών.
Συμμετείχαν 3.037 ανώτερα Στελέχη από 54 χώρες σε όλο τον κόσμο, απαντώντας σε καίριες ερωτήσεις σχετικά με το οικονομικό έγκλημα και τις μορφές του καθώς και τις μελλοντικές τάσεις σε συσχετισμό με την κατάσταση που διαμορφώνει η Παγκόσμια Οικονομική Κρίση.
Αξίζει να σημειωθεί ότι η Ελλάδα φέτος συμμετείχε για πρώτη φορά και με μεγάλη ανταπόκριση. Ο υψηλός αριθμός των συμμετεχόντων από τη χώρα μας -96 ανώτερα Στελέχη, κυρίως Οικονομικοί Διευθυντές από τον ιδιωτικό και το δημόσιο τομέα- αντανακλά το έντονο ενδιαφέρον και την έκταση την οποία έχει αποκτήσει το οικονομικό έγκλημα.
Ο στόχος της έρευνας ήταν να προσδιορίσει τις βασικές μορφές και τις μελλοντικές τάσεις του οικονομικού εγκλήματος καθώς και να αξιολογήσει τη στάση των Εταιρειών απέναντί του, στο πλαίσιο της παρούσας Οικονομικής Κατάστασης.
Το οικονομικό έγκλημα ανθεί μέσα στην ύφεση
Σύμφωνα με την έρευνα, σε παγκόσμιο επίπεδο η οικονομική ύφεση δημιουργεί προσοδοφόρο έδαφος για την αύξηση των κινδύνων οικονομικού εγκλήματος. Ειδικότερα, όσον αφορά την Ελλάδα, περίπου το 70% των συμμετεχόντων δήλωσε ότι οι οικονομικές επιδόσεις των επιχειρήσεών του μειώθηκαν κατά τους τελευταίους 12 μήνες.
Σχεδόν το ένα τέταρτο των συμμετεχόντων ανέφερε περιστατικά οικονομικού εγκλήματος στην επιχείρησή του, ενώ το 40% πιστεύει ότι η επιχείρησή του βρίσκεται τώρα σε μεγαλύτερο κίνδυνο. Το 37% ανέφερε ότι τα περιστατικά οικονομικού εγκλήματος έχουν αυξηθεί. Ακόμη, παρατηρήθηκε αύξηση και στο κόστος των ζημιών -οικονομικών και μη- που προκαλεί το οικονομικό έγκλημα στις ελληνικές επιχειρήσεις, ενώ η έκταση των ζημιών που υφίστανται είναι πολύ υψηλή, σε ποσοστά μάλιστα μερικές φορές μεγαλύτερα τόσο από αυτά της Δυτικής Ευρώπης όσο και διεθνώς.
Σε διεθνές επίπεδο, από τους ερωτηθέντες που δήλωσαν τις επιχειρηματικές πιέσεις ή κίνητρα ως κύρια αιτία της αύξησης των περιστατικών απάτης, το 47% δήλωσε ότι η δυσκολία της επίτευξης των επιχειρηματικών στόχων ήταν κίνητρο για απάτη κατά τη διάρκεια της ύφεσης. Ακόμη, ο φόβος απώλειας της εργασίας αναφέρθηκε ως αιτία από το 37% των ερωτηθέντων. Τα bonus ή οι προσπάθειες των ανώτερων Στελεχών να επιτύχουν τα επιθυμητά οικονομικά αποτελέσματα αναφέρθηκαν ως αιτίες από το 27% και το 25% των ερωτηθέντων αντίστοιχα. Επίσης, μερικοί από τους ερωτηθέντες στην Ελλάδα ανέφεραν ως αιτία τη μεταφορά των επιχειρηματικών λειτουργιών σε νέες χώρες.
Τα βασικά σημεία που χαρακτηρίζουν το οικονομικό έγκλημα στην Ελλάδα και που το διαφοροποιούν από τις δυτικοευρωπαϊκές οικονομίες, σύμφωνα με τους ερωτηθέντες, είναι η δωροδοκία, η διαφθορά, η φορολογική αδιαφάνεια καθώς και η έλλειψη εμπιστοσύνης και συνεργασίας με τις Αρχές.
Δωροδοκία και διαφθορά το Νο 1 οικονομικό έγκλημα στην Ελλάδα
Η έρευνα καταδεικνύει ότι η δωροδοκία και η διαφθορά είναι τα κυρίαρχα προβλήματα στην ελληνική αγορά. Συγκεκριμένα:
• Σύμφωνα με το 50% των ερωτηθέντων που δήλωσαν ότι έχουν πληγεί από οικονομικό έγκλημα, τα σοβαρότερα αλλά και συχνότερα εμφανιζόμενα περιστατικά που αντιμετώπισαν ήταν η δωροδοκία και η διαφθορά. Άλλες μορφές οικονομικού εγκλήματος που αναφέρθηκαν συχνά ήταν η υπεξαίρεση ενεργητικού, το ξέπλυμα βρόμικου χρήματος και η φορολογική αδιαφάνεια, η οποία είναι σημαντικό πρόβλημα, σύμφωνα με τα αποτελέσματα της έρευνας.
• Σε αντίθεση με την Ελλάδα, στη Δυτική Ευρώπη και στο σύνολο των χωρών που συμμετείχαν στην έρευνα η υπεξαίρεση ενεργητικού ήταν το σοβαρότερο περιστατικό οικονομικού εγκλήματος. Η δωροδοκία και η διαφθορά, παρόλο που κατέχουν σημαντική θέση, είχαν πολύ χαμηλότερο ποσοστό από την Ελλάδα (27% διεθνώς, 14% στη Δυτική Ευρώπη και 50% στην Ελλάδα).
• Στην ερώτηση «ποιοι παράγοντες πιστεύετε ότι συνεισέφεραν στην αύξηση των πιέσεων και των κινήτρων για οικονομικό έγκλημα» οι Έλληνες συμμετέχοντες, σε διπλάσιο ποσοστό από τους Δυτικοευρωπαίους, δήλωσαν πως «επικρατεί η άποψη ότι οι ανταγωνιστές τούς δωροδοκούν για να κερδίσουν συμβόλαια».
• Η δωροδοκία και η διαφθορά μαζί με τις δόλιες αιτήσεις δανεισμού ή/και πιστώσεων είναι στην κορυφή της λίστας των μορφών οικονομικού εγκλήματος που οι Έλληνες επιχειρηματίες περιμένουν ότι θα αντιμετωπίσουν στο μέλλον. Το ίδιο ισχύει και για το σύνολο των συμμετεχόντων διεθνώς, σε πολύ χαμηλότερο όμως ποσοστό (21% Ελλάδα, 9% Ευρώπη, 16% διεθνώς).
Άγνοια και μη τήρηση των διαδικασιών
Είναι ανησυχητικό για την ελληνική αγορά ότι η έρευνα καταδεικνύει την έλλειψη ανίχνευσης αλλά και αντιμετώπισης του οικονομικού εγκλήματος. Σε καιρούς οικονομικής ανασφάλειας φαίνεται ότι η πρόβλεψη και η διαχείριση του κινδύνου απάτης θεωρούνται μάλλον «πολυτέλεια» παρά αναγκαιότητα.
Από τους Έλληνες συμμετέχοντες το 39% παραδέχθηκε ότι ούτε μία φορά μέσα στους τελευταίους 12 μήνες δε διεξήγαγε τις διαδικασίες αξιολόγησης του κίνδυνου απάτης. Το αποτέλεσμα αυτό αντανακλά χειρότερη κατάσταση από τη Δυτική Ευρώπη και διεθνώς, όπου το 31% των ερωτηθέντων δήλωσε ότι έκανε αυτές τις διαδικασίες, έστω και μία φορά.
Αξίζει να σημειωθεί ότι σχεδόν ένας στους τέσσερις από τους συμμετέχοντες που δήλωσαν ότι έχουν πληγεί από οικονομικό έγκλημα είπε ότι το ανακάλυψε «τυχαία», ενώ ελάχιστοι ανέφεραν ότι εντοπίστηκε από τις Αρχές. Επιπλέον, όταν ερωτήθηκαν σε ποιες ενέργειες προέβησαν εναντίον των υπαιτίων του οικονομικού εγκλήματος μέσα στην εταιρεία τους, μόλις το 36% ανέφερε απόλυση (το αντίστοιχο ποσοστό διεθνώς ήταν 85%), ενώ το 23% κινήθηκε δικαστικά (48% διεθνώς). Επίσης, ανησυχητικό είναι ότι τα ίδια περίπου ποσοστά παρατηρούνται και στις ενέργειες εναντίον των υπαιτίων εκτός εταιρείας, ενώ ένα ποσοστό 18% δήλωσε ότι δεν έκανε τίποτε.
Όσον αφορά τον εντοπισμό και την πάταξη του οικονομικού εγκλήματος, παρατηρείται επίσης έλλειψη συνεργασίας με τις Αρχές. Συγκεκριμένα, ελάχιστοι από τους συμμετέχοντες που δήλωσαν ότι έχουν πληγεί από οικονομικό έγκλημα ανέφεραν ότι προέβησαν σε δικαστικά μέτρα (4,5%) ή ειδοποίησαν τις Αρχές για υπαίτιους εντός ή εκτός της εταιρείας (9% και 14% αντίστοιχα).