Για όσους έχουν διάθεση και χρόνο, το παρακάτω εκτενές άρθρο της μηνιαίας εφημερίδας “the books’s journal” (τεύχος 6), βάζει μία τάξη (οι διαφωνίες καλοδεχούμενες) σχετικά με το Μνημόνιο και το αν μπορούσαμε ή έπρεπε να το αποφύγουμε, αλλά και σχετικά με τα σενάρια περί χρεοκοπίας (οι επισημάνσεις στο κείμενο δικές μας):
Υπάρχουν ζητήματα που βρίσκονται εκτός δημοκρατικών διαδικασιών, που δεν μπορούν να τεθούν σε ψηφοφορία. Δεν μπορούμε για παράδειγμα να ψηφίσουμε για το αν ισχύουν, ή όχι, οι νόμοι του Νεύτωνα – είναι άλλες οι διαδικασίες μέσω των οποίων θα αποφανθούμε για την εγκυρότητα ή μη των νόμων αυτών. Αν εμείς, παρόλα αυτά, θελήσουμε να θέσουμε τους νόμους του Νεύτωνα σε ψηφοφορία, το πραγματικό νόημα της ψηφοφορίας αυτής δεν θα είναι η εγκυρότητα των νόμων, αλλά το κατά πόσον εμείς θέλουμε να τους λαμβάνουμε υπόψη ή θέλουμε να τους αγνοούμε (και ενδεχομένως να φάμε το κεφάλι μας). Σε κάθε περίπτωση οι φυσικοί νόμοι υπάρχουν έξω από μας.
Οι κοινωνικοί και οικονομικοί νόμοι δεν είναι ακριβώς σαν τους νόμους της φύσης, αναλλοίωτοι. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι σε κάθε χρονική περίοδο δεν ισχύουν τέτοιοι νόμοι. Με αυτή (και μόνο με αυτή) την έννοια, όσα ισχύουν για το φυσικό περιβάλλον και τους νόμους του, ισχύουν, τηρουμένων των αναλογιών, και για τα κάθε λογής περιβάλλοντα (κοινωνικό, οικονομικό κ.λπ.) εντός των οποίων βρισκόμαστε και η ισχύς των οποίων εκφεύγει των ορίων της ελληνικής δημοκρατίας. Θα οφείλαμε ανά πάσα στιγμή να γνωρίζουμε το περιβάλλον αυτό και –στο βαθμό που δεν μπορούμε έτσι απλά, διά προεδρικού διατάγματος, να το αλλάξουμε– να το λαμβάνουμε υπόψη μας. Η ιστορία των τελευταίων τριάντα χρόνων στη χώρα μας, είναι μια ιστορία άγνοιας περιβάλλοντος, νόμων και κανόνων, μια ιστορία έκρηξης ενός ιδιόμορφου ελληνικού βολονταρισμού.
Αυτή την άγνοια περιβάλλοντος η Αριστερά την ονομάζει αντίσταση και ανυπακοή, σε πείσμα της δικής μας παιδείας, που δεν τη θεωρούμε δα λιγότερο αριστερή από των άλλων, σύμφωνα με την οποία αντίσταση σημαίνει να αντιπαλεύεις κάτι προκειμένου να το αλλάξεις κι όχι απλώς να το αγνοείς.
Ένα μόνο παράδειγμα άγνοιας αντικειμενικών συνθηκών θα φέρουμε από το παρελθόν, γιατί σκοπός μας εδώ δεν είναι να κάνουμε ιστορία. Στις αρχές της δεκαετίας του 1980 και ενώ η Ελλάδα έχει μόλις εισέλθει στην «Κοινή Αγορά», στην ελεύθερη αγορά της Ευρώπης, και επομένως βρίσκεται μέσα σε ένα περιβάλλον το οποίο δεν ελέγχει, το ΠΑΣΟΚ εφευρίσκει ένα υβριδικό οικονομικό μοντέλο, το οποίο θα μπορούσαμε να το κωδικοποιήσουμε ως εξής: παράγουμε καπιταλιστικά, αμειβόμαστε σοσιαλιστικά, καταναλώνουμε ελεύθερα και παγκοσμιοποιημένα. Μέσα σε λίγα χρόνια, ένα μεγάλο μέρος της μη ανταγωνιστικής ελληνικής παραγωγικής βάσης αφανίστηκε από προσώπου γης, ένα άλλο κομμάτι κατέληγε στο Δημόσιο υπό τη μορφή των προβληματικών επιχειρήσεων. Στο εξής ένας ολοένα συρρικνούμενος και ασθενικός ιδιωτικός τομέας είχε να θρέψει έναν διογκωμένο και διογκούμενο δημόσιο τομέα, με συνέπεια η σοσιαλιστική αμοιβή (σύμφωνα με τις ανάγκες μας) και η ελεύθερη παγκοσμιοποιημένη κατανάλωση να εξασφαλίζεται με δανεισμό.
Αλλά και όταν, στις αρχές του 2000, η χώρα προσχώρησε στο ευρώ, το νόμισμα δηλαδή έπαψε να είναι πολιτικό εργαλείο, καθώς βρέθηκε κι αυτό εκτός ορίων της ισχύος της ελληνικής δημοκρατίας, ουδείς προβληματίστηκε για τη νέα αντικειμενική συνθήκη που δημιουργούνταν και τον τρόπο προσαρμογής προς αυτήν. Κάπως έτσι φτάσαμε στο φθινόπωρο του 2009, όταν ξεκίνησε, δειλά στην αρχή, με μεγάλη ένταση λίγους μήνες αργότερα, η επανάσταση των δανειστών μας, οι οποίοι, λόγω των τεράστιων ελλειμμάτων που σωρεύονταν κάθε χρόνο σε ένα ήδη δυσθεώρητο χρέος, αρνήθηκαν να ανακυκλώσουν το χρέος μας, ή ζητούσαν τέτοια επιτόκια για να το πράξουν που η αποδοχή τους και μόνο εκ μέρους μας ήταν συνώνυμη της χρεοκοπίας.
Αποτέλεσμα αυτής της κατάστασης, μιας κατάστασης δηλαδή που και πάλι το πεδίο ορισμού της βρίσκεται έξω από μας, εκτός ορίων της ελληνικής δημοκρατίας, στις αγορές, ήταν το μνημόνιο. Αρκετοί χαρακτηρισμοί έχουν ακουστεί, όπως «το απαράδεκτο μνημόνιο», «το μνημόνιο δεν είναι μονόδρομος», «τάσσομαι κατά του μνημονίου», «να κάνουμε δημοψήφισμα, να ψηφίσουμε αν είμαστε υπέρ ή κατά του μνημονίου». Στην πραγματικότητα, σε όλους αυτούς δεν αρέσουν οι συνέπειες του μνημονίου, όπως δεν αρέσουν στους ανθρώπους οι συνέπειες ενός σεισμού ή μιας καταιγίδας. Αλλά οι συνέπειες του μνημονίου, για να αξιολογηθούν, πρέπει να συγκριθούν με τις συνέπειες του μη μνημονίου: το μνημόνιο μας δίνει για κάτι λιγότερο από τρία χρόνια κάποια χρήματα με σχετικά υποφερτό επιτόκιο, προκειμένου αφενός να εξυπηρετήσουμε το ληξιπρόθεσμο χρέος μας, αφετέρου να καλύψουμε τα καινούργια ελλείμματα που θα δημιουργήσουμε σ’ αυτά τα τρία χρόνια. Σε αντάλλαγμα, αναλαμβάνουμε την υποχρέωση να μειώνουμε σταδιακά αυτά τα ελλείμματα, μέχρι να τα φέρουμε κάτω του 3% του ΑΕΠ. Για παράδειγμα, το 2009 το Δημόσιο είχε έσοδα περίπου 50 δισ. ευρώ (για την ακρίβεια 49) και δαπάνες 85 δισ., άρα το έλλειμμα ήταν πάνω από 35 δισ. Το μνημόνιο μας επέβαλε να μειώσουμε το 2010 το έλλειμμα κατά 6% του ΑΕΠ, δηλαδή περίπου κατά 15 δισ. Αυτό την ίδια στιγμή σημαίνει ότι μας επέτρεπε (και μας χρηματοδοτούσε) να έχουμε ένα έλλειμμα 20 δισ. (35-15=20). Με αυτά τα 20 δισ. πληρώσαμε μισθούς (μειωμένους), συντάξεις, τόκους κ.ο.κ.
Χωρίς τα χρήματα του μνημονίου η χώρα θα χρεοκοπούσε. Χρεοκοπία σημαίνει βέβαια αδυναμία πληρωμής χρεωλυσίων, ενδεχομένως και τόκων, σημαίνει όμως ταυτόχρονα και αδυναμία δανεισμού, διακοπή συναλλαγών και πάρε-δώσε του ελληνικού Δημοσίου με τον έξω κόσμο. Αδυναμία καινούργιου δανεισμού σημαίνει αδυναμία χρηματοδότησης του καινούργιου (έστω μειωμένου) ελλείμματος που «παράγουμε» ως χώρα το 2010, το 2011 κ.λπ. Σημαίνει δηλαδή αναγκαστικά απότομη, ήδη από το 2010, προσγείωση σε μια κατάσταση μηδενικού ελλείμματος, σαν κι αυτή στην οποία φιλοδοξούμε να φθάσουμε σταδιακά μέσω μνημονίου σε λίγα χρόνια. Αλλά αυτή την απότομη προσγείωση (είναι πολύ εύκολο να την υπολογίσουμε, είναι 36 δισ. ευρώ μείον οι τόκοι που ενδεχομένως χρεοκοπώντας δεν θα πληρώναμε) η χώρα δεν θα μπορούσε κοινωνικά να την αντέξει – εδώ δεν καταφέρνει να αντέξει την πολύ μικρότερη προσγείωση του μνημονίου. Αν καταλαβαίνουμε καλά τα όσα περιγράφουμε, σημαίνουν στην πραγματικότητα μια κατάσταση τόσο διογκωμένου ελλείμματος, ώστε η χώρα να μην αντέχει (κοινωνικά) ούτε καν να χρεοκοπήσει.
Αυτό είναι άλλωστε που φοβούνται και οι αγορές. Φοβούνται δηλαδή ότι αν και όταν, με τη βοήθεια και του μνημονίου, φθάσουμε σε πρωτογενή πλεονάσματα και επομένως δεν έχουμε ανάγκη καινούργιου δανεισμού για να χρηματοδοτήσουμε ελλείμματα, τότε και μόνον τότε θα πάμε σε μια μορφή λελογισμένης χρεοκοπίας (αναδιάρθρωση), είτε με κούρεμα είτε με επιμήκυνση είτε με αναδιαπραγμάτευση επιτοκίου, ή με έναν συνδυασμό όλων αυτών, ώστε να μειώσουμε το ύψος των τοκοχρεολυσίων που μας βαραίνουν και που σιγά σιγά θα προσεγγίζουν τα 20 δισ.
Λένε πολλοί ότι το μνημόνιο αποτυγχάνει γιατί, ακόμα και στο βαθμό που πετυχαίνουμε κάποιους από τους στόχους του, δεν πέφτουν τα σπρεντ και επομένως δεν θα μπορέσουμε να βγούμε για δανεισμό στις αγορές. Αλλά τα σπρεντ δεν μειώνονται, επειδή οι αγορές φοβούνται όσα περιγράψαμε παραπάνω – και οι αγορές θα συνεχίσουν να φοβούνται. Εμείς δεν έχουμε παρά να εκπληρώσουμε το στόχο των πρωτογενών πλεονασμάτων (το μνημόνιο δηλαδή) και τότε θα έχουμε τη δυνατότητα επιλογής, να «αποφασίσουμε» δηλαδή αν θα επιβεβαιώσουμε τους φόβους των αγορών αναδιαρθρώνοντας το χρέος, ή αν αντέχουμε να το τιμήσουμε – οπότε θα πέσουν και τα σπρεντ. Τα εισαγωγικά στο «αποφασίσουμε» έχουν την έννοια ότι η χρεοκοπία μιας χώρας δεν μπορεί να είναι μια πράξη συμφέροντος, αλλά μια πράξη εξαναγκασμένη, μια πράξη απόγνωσης, η έσχατη λύση. Αυτής της μορφής η χρεοκοπία γίνεται κατανοητή και αποδεκτή από τους άλλους. Η άλλη χρεοκοπία, κοινώς το φέσωμα (που ορισμένοι αριστεροί προτείνουν κάπου μεταξύ λύσης και επαναστατικής πράξης), δεν είναι αποδεκτή και προκαλεί αντιδράσεις και αντίποινα. Αυτό καλό είναι να το έχουν κατά νου και όσοι θεωρούν ότι, την ώρα που προσφερόταν στη χώρα η λύση του μνημονίου, εμείς είχαμε τη δυνατότητα να επιλέξουμε τη χρεοκοπία. Η αντίδραση θα ήταν τέτοια, που πιθανότατα σε λίγες βδομάδες δεν θα διαθέταμε συνάλλαγμα να αγοράσουμε πετρέλαιο για να κινηθούν τα φορτηγά μας.
Υπάρχουν άλλοι που κατηγορούν το μνημόνιο ως αντιαναπτυξιακό και κομπάζουν πως είχαν προβλέψει ότι θα μας οδηγούσε σε αδιέξοδο. Αλλά όταν έχεις το 2009 ρίξει 35 δισ. δανεικά στην οικονομία σου (και το ίδιο έκανες και τα προηγούμενα χρόνια) και τώρα πρέπει να τα αφαιρέσεις, είτε σταδιακά (μνημόνιο) είτε απότομα (μη μνημόνιο), πολύ απλά γιατί κανείς δεν σου τα δανείζει πλέον, αυτή η αφαίρεση εξ ορισμού είναι η συρρίκνωση. Ας μας πει κάποιος πώς θα αφαιρεθεί ένα 15% του ΑΕΠ από την οικονομία χωρίς να έχουμε πτώση του ΑΕΠ και θα τον χειροκροτήσουμε, γιατί θα έχει ανακαλύψει νέους γεωμετρικούς χώρους. Σε αυτή την κατάσταση, ανάπτυξη μπορεί κατ’ αρχάς να έρθει μόνο απ’ έξω.
ΣΤΗ ΘΑΛΑΣΣΑ ΤΗΣ ΑΓΟΡΑΣ
Να προβλέψουμε σήμερα την τύχη του μνημονίου, κατά πόσον δηλαδή θα μας οδηγήσει σε μια δυνατότητα εξόδου στις αγορές ή σε χρεοκοπία, είναι αδύνατο, γιατί η απάντηση εξαρτάται κυρίως από κάποιας μορφής ρύθμιση του χρέους, ρύθμιση που πάλι δεν εξαρτάται από μας αλλά από αποφάσεις σε επίπεδο Ευρωζώνης. Δεν μπορούμε να μπούμε εδώ σε αυτή τη μεγάλη και ενδιαφέρουσα συζήτηση. Αυτό που εξαρτάται από μας είναι να μηδενίσουμε το έλλειμμά μας για να είμαστε έτοιμοι και για τη μία και για την άλλη περίπτωση. Αντιθέτως, αυτό που μπορούμε να προβλέψουμε με ασφάλεια είναι το τοπίο εντός του οποίου θα κινηθούμε ως χώρα στο προβλεπτό μέλλον (ας πούμε τις επόμενες μια δυο δεκαετίες), είτε «πετύχει» είτε «αποτύχει» το μνημόνιο. Σε αυτό το προβλεπτό μέλλον λοιπόν και μετά την «επανάσταση» των δανειστών μας το 2009, κανείς δεν πρόκειται να μας δανείσει για να χρηματοδοτήσει καινούργια ελλείμματα. Επομένως ο πλούτος της χώρας, τα χρήματα που θα έχουμε για να ζήσουμε, για να χρηματοδοτήσουμε τα σχολεία μας, τα νοσοκομεία μας, τις συντάξεις μας και για να πληρώνουμε πίσω τα κουρεμένα ή ακούρευτα τοκοχρεολύσιά μας, θα είναι αυστηρά ό,τι παράγουμε και ό,τι μπορούμε να πουλήσουμε, στους εαυτούς μας και στους άλλους. Αν αυτά είναι πολλά έχει καλώς, αν είναι λίγα τόσο το χειρότερο για μας. Και είναι επίσης σίγουρο ότι σήμερα ξεκινάμε από τα λίγα, ή μάλλον από τα πολύ λίγα.
Μεταβαίνουμε επομένως (έχουμε ήδη εισέλθει) από μιαν εποχή του απόλυτου σε μια εποχή του οικονομικά σχετικού. Από μιαν εποχή όπου πολλοί άνθρωποι στον δημόσιο τομέα, στενό και ευρύτερο, αλλά και συνταξιούχοι, μέχρι και αγρότες που έστηναν μπλόκα στα Μάλγαρα, αμείβονταν σύμφωνα με τις ανάγκες τους (έστω τις ελάχιστες ανάγκες για μερικούς από αυτούς) και τις διεκδικήσεις τους, το δε κράτος δανειζόταν για να καλύψει αυτές τις ανάγκες, περνάμε σε μιαν εποχή που οι ανάγκες πρέπει να προσαρμοστούν στο τι παράγουμε και τι είμαστε σε θέση να πουλήσουμε (ανταλλάξουμε). Σε αυτή την καινούργια εποχή του σχετικού δεν υπάρχουν απόλυτες και κατοχυρωμένες κοινωνικές κατακτήσεις κι ας τις έχουν γράψει στο παρελθόν με ανεξίτηλη μελάνη επιφανείς νομικοί στα βιβλία του κράτους. Δεν υπάρχουν απόλυτα εγγυημένα χρήματα ούτε καν ονομαστικά, όπως θα υπήρχαν, αν π.χ. το κράτος ήλεγχε ακόμα (νόμιζε, όπως λέει και η λέξη, δηλαδή θέσπιζε) το νόμισμα. Αν ακόμα είχαμε το νόμισμα (δραχμή) ως κράτος στα χέρια μας, θα μπορούσαμε να κοροϊδευόμαστε (όπως κάναμε πολλάκις στο παρελθόν) ότι κατοχυρώνουμε ονομαστικά σταθερές αξίες (και να καμωνόμαστε ότι αγνοούμε πως οι πραγματικές αξίες μειώνονταν ακολουθώντας τους νόμους της οικονομίας). Τώρα με το ευρώ δεν μας δίνεται ούτε καν αυτή η δυνατότητα: το νόμισμα δεν εξαρτάται από μας και από κανέναν μεμονωμένο εταίρο, έχει (με γερμανική συμβολή) καταστεί απόλυτη αξία, κάτι σαν τα χρυσά νομίσματα του παρελθόντος. Αλλά κι αυτά οι παλιοί μας πρόγονοι τα νόθευαν (πληθώριζαν), όταν οι ανάγκες το απαιτούσαν (να τες πάλι οι αναθεματισμένες οι ανάγκες, πετιούνται). Άραγε θα επιτρέψει η γερμανική ορθοδοξία, για μία μόνο φορά, να κάνει και η Ευρώπη το ίδιο, να μετατραπούν δηλαδή κρατικά χρέη σε πληθωρισμό; Ίδωμεν, αλλά δυστυχώς ούτε αυτό είναι στο χέρι μας. Και το πρόβλημα, αν καταφέρουν και το περιορίσουν σε Ελλάδα και Ιρλανδία, δεν θα είναι και δικό τους (των άλλων Ευρωπαίων), αλλά μόνο δικό μας.
Σε αυτό το νέο τοπίο στο οποίο ήδη βρισκόμαστε, η ανακατάκτηση των κατακτήσεων που χάθηκαν δεν θα γίνει με τον ίδιο τρόπο όπως στο παρελθόν. Θέλουμε – δεν θέλουμε, κατακτήσεις από δω και πέρα θα είναι τα μερίδια αγοράς, εγχώριας και ξένης, τα οποία κατακτούμε. Αυτού του τύπου οι κατακτήσεις δεν είναι μόνιμες, δεν είναι ποτέ κατοχυρωμένες, απαιτούν διαρκή προσπάθεια για να διατηρηθούν ή και να διευρυνθούν. Είναι όμως από αυτές τις κατακτήσεις, από την παρουσία μας δηλαδή στην αγορά, που θα προκύψει η όποια πίτα κληθούμε να μοιραστούμε με δεξιό ή αριστερό τρόπο. Κι αν όμως νομίζουμε ότι τουλάχιστον ως προς αυτό, το αν δηλαδή θα μοιράσουμε την πίτα δεξιόστροφα ή αριστερόστροφα, είμαστε επιτέλους ελεύθεροι να επιλέξουμε δημοκρατικά τον τρόπο διανομής της αρεσκείας μας, είμαστε και πάλι γελασμένοι. Γιατί η αγορά έχει νόμους, κι όποιος δεν τους ακολουθήσει η αγορά τον ξεβράζει. Με άλλα λόγια, ο τρόπος που θα επιλέξουμε να διανείμουμε την πίτα θα επηρεάσει το μέγεθος της ίδιας της πίτας.
Οι αριστεροί, για να κάνουμε τη ζωή μας εύκολη και λάιτ, θεωρήσαμε τον νεοφιλελευθερισμό ως ένα φαινόμενο που εντοπίζεται αποκλειστικά και μόνο στο χώρο της ιδεολογίας. Ως εκ τούτου, πιστέψαμε ότι αν αντιπαλέψουμε ιδεολογικά τον νεοφιλελευθερισμό, αν τον ξεριζώσουμε δηλαδή από τα μυαλά των ανθρώπων (άλλωστε από «ζύμωση» πάντα καλά τα πηγαίναμε), μπορούμε να αλλάξουμε τα πράγματα. Αλλά ο νεοφιλελευθερισμός δεν είναι ιδεολογία, είναι κατάσταση πραγμάτων. Για να είμαστε πιο ακριβείς, ο νεοφιλελευθερισμός είναι η ιδεολογία που απορρέει από την κατάσταση της δικτατορίας της αγοράς παγκοσμίως. Και η κατάσταση αυτή, όσο κι αν δεν μας αρέσει και όσο αποτελεσματικά κι αν την αποκρούσουμε ιδεολογικά, είναι εκεί, πεισματικά, και υπαγορεύει τους κανόνες και τους νόμους της σε όποιον θέλει να υπάρξει εντός της οικονομίας, σε όλους δηλαδή, χωρίς να μας ρωτάει αν αυτοί μας αρέσουν ή δεν μας αρέσουν. Για να κάνουμε δε τα πράγματα ακόμα πιο δύσκολα και πιο σύνθετα, να συμπληρώσουμε ότι την κατάσταση αυτή, την αγορά, τη συναποτελούμε και τη συνδιαμορφώνουμε όλοι, δεξιοί, αριστεροί, κεντρώοι, Άγγλοι, Γάλλοι, Πορτογάλοι, όλοι με πανομοιότυπο τρόπο.
Οι αριστεροί δηλαδή, ενώ διατεινόμαστε ότι έχουμε να προτείνουμε έναν «αριστερό τρόπο παραγωγής», δεν έχουμε και βεβαίως δεν ακολουθούμε έναν αντίστοιχο αριστερό τρόπο κατανάλωσης. Αλλά έτσι υπαγορεύουμε κι εμείς τους νόμους της αγοράς, την κυριαρχία των οποίων κατά τα άλλα αντιμαχόμαστε.
———————————
1 Από τα μέσα της δεκαετίας του ’90 με την οριστική επικράτηση της λαϊκής έναντι της φιλελεύθερης Δεξιάς εντός της νέας Δημοκρατίας, το κόμμα αυτό υιοθετεί πολλά από τα στοιχεία που χαρακτηρίζουν τον πασοκικό λαϊκισμό, ιδιαίτερα καθώς την ίδια εποχή το ΠαΣοΚ του Κ. Σημίτη προσπαθεί, όχι πάντα με επιτυχία, να τα εγκαταλείψει. Ο λαϊκισμός εξαπλώνεται σε όλο το πολιτικό φάσμα, αποτελεί κυρίαρχη ιδεολογία εντός της κοινωνίας, χωρίς την επίκληση της οποίας κανένα κόμμα δεν μπορεί να κερδίσει εκλογές, και είναι πλέον η νέα Δημοκρατία της περιόδου 2004-2009 που εμφορούμενη πλήρως από αυτόν δίνει, απολύτως φυσιολογικά, την τελική και αποφασιστική ώθηση προς τη χρεοκοπία.
– Από τους Ορέστη Καλογήρου, Γιώργο Καρρά, Βάσω Κιντή, Μάνο Ματσαγγάνη, Ελίζα Παπαδάκη, Δαμιανό Παπαδημητρόπουλο